Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ

5757/2013 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ ( 612596)

(Δ/ΝΗ 2013/518)

Προσημείωση υποθήκης. Δικαστικές αποφάσεις δυνάμει των οποίων η προσημείωση εξαλείφεται. Η αίτηση για εξάλειψη προσημείωσης που έχει εγγραφεί με διαταγή πληρωμής εκδικάζεται από το δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής. Αν έχει όμως ασκηθεί ανακοπή, η αίτηση εκδικάζεται από το δικαστήριο της ανακοπής. Δεν εκδίδεται διαταγή πληρωμής σε βάρος του αιτήσαντος τη συνδιαλλαγή κατά του ΠτωχΚ. Ορθά εκδόθηκε διαταγή πληρωμής και εγγράφηκαν προσημειώσεις σε ακίνητα των εγγυητών υπέρ της καθ΄ ης. 

Απορρίπτεται η αίτηση. Σημείωση Ι.Ν. Κατρά στη Δ/νη 2013/521.
ΠΠρΘεσ 5757/2013
Πρόεδρος: Θεοδώρα Τσαμαδιά
Εισηγήτρια: Σοφία Αντωνιάδου, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Β. Αντωνόπουλος, Χρ. Παπακυρίδου

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1330 ΑΚ για την εξάλειψη της προσημείωσης, πλην των άλλων, ορίζεται ότι η προσημείωση εξαλείφεται... 2. αν προσαχθεί απόφαση που ανακαλεί την απόφαση που είχε διατάξει την εγγραφή της ή απόφαση που διατάζει την εξάλειψη της. Ως τέτοια απόφαση νοείται α) απόφαση που ανακαλεί ή μεταρρυθμίζει την απόφαση, η οποία διέταξε ως ασφαλιστικό μέτρο την εγγραφή προσημείωσης. Αυτή είναι η απόφαση που επιφέρει και την απόσβεση της προσημείωσης κατ` άρθρο 1323 ΑΚ, β) απόφαση που διατάζει την εξάλειψη της προσημείωσης, η οποία είναι διαφορετική από την παραπάνω αναφερθείσα, διότι ενώ εκείνη ανακαλεί ή μεταρρυθμίζει προηγούμενη απόφαση λ.χ. γιατί μεταβλήθηκαν οι συνθήκες ή παρέχεται εγγυοδοσία κ.λπ., αυτή διατάζει απλώς την εξάλειψη της προσημείωσης. Αυτό συμβαίνει αα) όταν η προσημείωση έχει για κάποιο λόγο ήδη αποσβεστεί, λ.χ. εξοφλήθηκε η απαίτηση ή ο δανειστής παραιτήθηκε, ββ) όταν η προσημείωση είχε άκυρα εγγραφεί, γγ) όταν η προσημείωση είχε εγγραφεί με διαταγή πληρωμής, οπότε δεν υπάρχει προηγούμενη απόφαση που διέταξε την εγγραφή της, ώστε με νέα να ανακληθεί. Η διαδικασία εκδόσεως αυτής της αποφάσεως δεν ορίζεται ευθέως στο νόμο. Θα εφαρμοστούν πάντως και γι αυτή οι διατάξεις των άρθρων 696 επ. ΚΠολΔ. Για τις παραπάνω περιπτώσεις αα) και ββ) η εφαρμογή των διατάξεων αυτών γίνεται αβίαστα, γιατί η προσημείωση, έστω και αν γράφτηκε άκυρα ή στο μεταξύ αποσβέστηκε, έγινε πάντως με δικαστική απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων και με την ίδια διαδικασία αρμόζει να διαταχθεί η εξάλειψη της. Πιο προβληματική είναι η εξάλειψη της προσημείωσης η οποία γράφτηκε με διαταγή πληρωμής. Πάντως, και εδώ πρόκειται για εξάλειψη της προσημείωσης, η οποία, ανεξάρτητα από τον τρόπο που γράφτηκε, παραμένει ασφαλιστικό μέτρο, άρα και η εξάλειψη της πρέπει να διαταχθεί μ` αυτές τις διατάξεις. Εξάλλου, κατά τα κρατούντα στη θεωρία και νομολογία, ανεξάρτητα από το ζήτημα της εφαρμογής ή μη του άρθ. 724 § 2 ΚΠολΔ, για το οποίο υπάρχει διχογνωμία, η αίτηση για εξάλειψη προσημείωσης που έχει εγγραφεί με βάση διαταγή πληρωμής εκδικάζεται από το εκδόσαν τη διαταγή πληρωμής δικαστήριο, εφόσον βεβαίως συντρέχει προς τούτο λόγος, όπως η εξόφληση της απαίτησης, η ακύρωση της διαταγής πληρωμής κλπ. (ΜΠρΑΘ 10532/2008 δημ. Νόμος, ΜΠρΜεσ 210/1989 Δ 21. 724, ΜΠρΑΘ 6529/1989 Δ 21. 70, Π. Τζίφρα, Ασφ. Μέτρα, έκδ. Γ, σ. 134). Επειδή, συνήθως, η εγγραφή θα έχει προηγηθεί της αιτήσεως αναστολής, γίνεται δεκτό ότι δεν πρόκειται για αναστολή εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής αλλά για ανάκληση της προσημείωσης (ΜΠρΒολ 2544/2001 Αρμ 56. 1596, ΜΠρΘεσ 3239/88 Αρμ. 1989. 378, Π. Τζίφρας, ό.π., σ. 142, 151, Κ. Μπέης, ΠολΔ, άρθ. 724, σ. 580, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, άρθ. 724, αρ. 9, Απ. Γεωργιάδης, ΕμπρΔ, § 89, αριθ. 41). Υποστηρίζεται όμως και η άποψη ότι μετά την εγγραφή της προσημείωσης, δεν είναι δυνατή η διαγραφή της με βάση το άρθ. 724 § 2 ΚΠολΔ.
Συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι, η αναστολή της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής κατά το άρθρο 632 § 2 ΚΠολΔ, δεν αναιρεί τη δυνατότητα εγγραφής προσημείωσης κατά το άρθρο 724 § 1 ΚΠολΔ, αφού η τελολογία της τελευταίας αυτής διάταξης συνίσταται στην εξασφάλιση της με διαταγή πληρωμής επιδικασθείσας απαιτήσεως κατά την περίπτωση της αναστολής της εκτελεστότητας της τελευταίας. Κατά την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία, όμως, άποψη, η διάταξη του άρθρου 724 § 2 ΚΠολΔ-εφαρμόζεται και σε περίπτωση που, με βάση διαταγή πληρωμής, έχει ήδη εγγραφεί προσημείωση σε ακίνητο του καθ` ου η διαταγή πληρωμής.
Πράγματι, αφού η προσημείωση μπορεί να εγγραφεί και πριν ακόμα από την επίδοση της διαταγής πληρωμής στον καθ` ου, δεν παρέχεται στον καθ` ου η δυνατότητα να ζητήσει τη μη εγγραφή προσημείωσης πριν από την εγγραφή της, αφού αυτός δεν έχει λάβει γνώση της έκδοσης της διαταγής πληρωμής και δεν μπορεί να προστρέξει στην προστασία που του παρέχει το άρθρο 724 § 2 ΚΠολΔ. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 724 § 2 ΚΠολΔ, εφαρμόζεται, κυρίως, σε περίπτωση που έχει ήδη εγγραφεί η προσημείωση. Αυτό συνάγεται και από την ίδια την παραπάνω διάταξη που προβλέπει δυνατότητα περιορισμού της εκτέλεσης σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία. Ως περιορισμός της εκτέλεσης νοείται και ο περιορισμός της προσημείωσης σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία. Ενόψει των ανωτέρω, αρμόδιο να διατάξει την εξάλειψη, είναι το δικαστήριο του οποίου ο δικαστής εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής (β. Βαθρακοκοίλης, ό.π, άρθ. 724, αρ. 11, 13). Αν έχει ασκηθεί ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, τότε αρμόδιο είναι το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η ανακοπή (β. Βαθρακοκοίλης, ό.π, αρ. 11, 13, ΜΠρΑΘ 10532/2008 ό.π., ΜΠρΘεσ 23284/2008 δημ. Νόμος).
Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 99-106 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007), όπως αυτές ίσχυαν από τις 16.9.2007 και πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο 12 ν. 4013/2011, ρυθμιζόταν η διαδικασία της συνδιαλλαγής, που σκόπευε στην πρόληψη της πτώχευσης και στην εξυγιαντική αναδιάρθρωση της επιχείρησης μέσω του σχεδίου αναδιοργάνωσης, ως κατασταλτικός για την ρευστοποίηση θεσμός, θέτοντας στη διάθεση του οφειλέτη νομικούς μηχανισμούς αποτρεπτικούς της αναπόδραστα καταστροφικής ρευστοποίησης με σύμπραξη των πιστωτών και με εγγυήσεις της δικαστικής αρχής. Αμεσος σκοπός των εξυγιαντικών διαδικασιών ήταν η ικανοποίηση των πιστωτών μέσω της διάσωσης της επιχείρησης με απώτερους σκοπούς όχι μικρότερης σημασίας τη διατήρηση των θέσεων εργασίας την προαγωγή του τοπικού κοινωνικοοικονομικού χώρου, όπου δραστηριοποιούνταν η επιχείρηση, και ευρύτερα της εθνικής οικονομίας (Βλ. Α. Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδ. 2008, σ. 511). Για την υπαγωγή του οφειλέτη σε διαδικασία της συνδιαλλαγής ο τελευταίος όφειλε να υποβάλλει σχετική αίτηση ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 100 § 1 εδ. γ` σε συνδυασμό με το άρθρο 10 § 1 του Πτωχευτικού Κώδικα προέβλεπε ότι για το χρονικό διάστημα από την κατάθεση της αίτησης για το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής του άρθρου 99 ΠτΚ μέχρι την έκδοση της απόφασης που επικυρώνει τη συμφωνία μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών, κατ` άρθρο 103 ΠτΚ μπορούσαν, κατόπιν αιτήσεως του οφειλέτη εκδικαζόμενης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. ΚΠολΔ), να διαταχθούν οποιαδήποτε προληπτικά (ασφαλιστικά) μέτρα κριθούν αναγκαία για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της. Ετσι, μπορούσε να διαταχθεί για το ως άνω διάστημα, ως προληπτικό μέτρο, η αναστολή των ατομικών και συλλογικών διώξεων και των μέτρων αναγκαστικής ή συλλογικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη που ζητούσε την υπαγωγή του στη διαδικασία της συνδιαλλαγής. Η ανωτέρω αναστολή συνεπαγόταν, ιδίως, την απαγόρευση έναρξης ή συνέχισης της αναγκαστικής εκτέλεσης, άσκησης αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, συνέχισης των δικών επ` αυτών, άσκησης ή εκδίκασης ένδικων μέσων, έκδοσης πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως ή εκτέλεσης τους σε στοιχεία της «πτωχευτικής περιουσίας», λήψης ασφαλιστικών μέτρων, όπως η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ή η συντηρητική κατάσχεση, μέτρων για την είσπραξη φόρων πάσης φύσεως κατά του οφειλέτη κ.λπ. Ειδικότερα, όταν διατάσσεται κατά την παραπάνω διάταξη, ως προληπτικό μέτρο η αναστολή των ατομικών διώξεων, χωρίς ειδικότερους προσδιορισμούς, το περιεχόμενο της απαγόρευσης ταυτίζεται με το περιεχόμενο της αρχής της αναστολής των ατομικών καταδιώξεων που ανέκαθεν ίσχυε στο πτωχευτικό δίκαιο και καθιερώθηκε ρητά στο άρθρο 25 § 1 ΠτΚ, πρέπει, δε, να γίνει δεκτό ότι στην απαγόρευση αυτή εμπίπτει και η έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του αιτήσαντος τη συνδιαλλαγή, καθόσον και η διαταγή πληρωμής, με την επίδοση της σε δύο φάσεις και σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη διάταξη του άρθρου 632 αρ. 2 ΚΠολΔ, είναι δυνατό να οδηγήσει σε δεδικασμένο, σε αποτέλεσμα, δηλαδή, που διακρίνει κατ` εξοχήν τις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται μετά από άσκηση αγωγής, έστω και αναγνωριστικού χαρακτήρα, γεγονός που δεν συνάδει με τη χορηγηθείσα αναστολή και τη σκοπιμότητα αυτής (βλ. ΕφΘεσ 1652/2009 ΕπισκΕμΔ 2010.153, ΕφΑθ 3535/2004 ΕλλΔνη 2006. 548, Λ. Κοτσίρη, Η διαδικασία της συνδιαλλαγής κατά το Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδοση 2010, σ. 59). Περαιτέρω, πράξεις που επιχειρούνται κατά παράβαση της διαταχθείσας αναστολής των ατομικών διώξεων είναι δικονομικά άκυρες σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 25 § 2 ΠτΚ σε συνδυασμό μ` αυτή του άρθρου 159 περ. 1 ΚΠολΔ, ενώ από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 691 § 2 και 700 περ. 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η προσωρινή διαταγή που εκδίδεται από το δικαστή στα πλαίσια της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και καθορίζει τα ασφαλιστικά μέτρα που είναι ληπτέα αμέσως, προς εξασφάλιση δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης, μέχρι την έκδοση της απόφασης, δεν είναι δικαστική απόφαση, αφού δεν περιέχει διάγνωση της έννομης σχέσης που ρυθμίζει, στερείται, δε, και των κατά το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 305 ΚΠολΔ, στοιχείων της δικαστικής απόφασης, που ανάγονται από το νόμο σε προϋποθέσεις του κύρους αυτής και δεν υποβάλλεται σε δημοσίευση, η οποία αποτελεί κατά το άρθρο 313 § 1 του ίδιου Κώδικα, προϋπόθεση του υπαρκτού της δικαστικής απόφασης, είναι όμως, εκτελεστή πράξη της δικαστικής αρχής (Ολομ. 4/2004) και, επομένως, δεσμευτική, με την έννοια ότι πράξεις που είναι αντίθετες με το περιεχόμενο της, στερούνται νομιμότητας (ΑΠ 866/2004 δημ. Νόμος).
Επομένως, η διαταγή πληρωμής η οποία εκδόθηκε κατά το χρονικό διάστημα ισχύος προσωρινής διαταγής με την οποία διατάχθηκε η αναστολή των ατομικών διώξεων σε βάρος του αιτήσαντος την προσωρινή διαταγή είναι άκυρη, ανεξάρτητα από την καλοπιστία ή μη του αιτήσαντος την έκδοσης της διαταγής πληρωμής και του γεγονότος της μη δημοσίευσης της στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών, δημοσίευση η οποία προβλέπεται για τις αποφάσεις που διατάσσουν το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής και διατάσσουν τη λήψη προληπτικών μέτρων (πρβλ. ΑΠ 866/2004 ΕλλΔνη 45. 1621, βλ. ΜΠρΠατρ 3054/2010 δημ. Νόμος).
... Κατά το χρόνο έκδοσης της υπ` αριθ. ...../11.1.2011 Διαταγής Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία αποτέλεσε τον τίτλο για την εγγραφή των ανωτέρω προσημειώσεων, είχε ήδη εκδοθεί και παρέμενε σε ισχύ η από 29.12.2010 προσωρινή διαταγή του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, απαγορεύθηκε οποιαδήποτε ατομική δίωξη και κάθε πράξη εκτέλεσης και λήψης ασφαλιστικού σε βάρος της πρώτης αιτούσας ανώνυμης εταιρίας, πλην όμως η απαγόρευση αυτή δεν καταλάμβανε τις ατομικές διώξεις και τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος των εγγυητών υπέρ αυτής, καθόσον είχε ρητά απορριφθεί ως προς αυτούς. Ως εκ τούτου, η έκδοση της διαταγής πληρωμής σε βάρος του δεύτερου αιτούντος και η εγγραφή των ένδικων προσημειώσεων υποθήκης στα προπεριγραφόμενα ακίνητα του δεν αντίκειται στην ταχθείσα με την προσωρινή διαταγή απαγόρευση και δεν πιθανολογείται ότι πάσχουν από ακυρότητα και για το λόγο αυτό δεν πρέπει να διαταχθεί η εξάλειψη τους, απορριπτόμενης της υπό κρίσης αίτησης, κατά το κύριο αίτημα της, ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Περαιτέρω, από τα ανωτέρω εκτιθέμενα, δεν πιθανολογήθηκε η εξόφληση από το δεύτερο των αιτούντων του ποσού που αφορά η διαταγή πληρωμή ή η απαρχής ανυπαρξία της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε αυτή, ενώ μόνο η άσκηση της με αριθμό κατάθ. 4561/14.2.2011 ανακοπής και των από 30.9.2011 πρόσθετων λόγων επ` αυτής δεν δικαιολογεί την ανάκληση των ένδικων προσημειώσεων υποθήκης. Τέλος, πιθανολογήθηκε ότι η καθ`ης η αίτηση διατηρεί απαίτηση σε βάρος του δεύτερου των αιτούντων ύψους 508.857,76 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, από την καταρτισθείσα μεταξύ αυτής και της πρώτης αιτούσας ως άνω σύμβασης χορήγησης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, υπέρ της εκτέλεσης των όρων της οποίας εγγυήθηκε ο δεύτερος. Ενόψει του ύψους της απαίτησης της καθ` ης η αίτηση, δεν πιθανολογήθηκε ότι ο περιορισμός των ένδικων προσημειώσεων υποθήκης επί ποσοστού 27,50% εξ αδιαιρέτου της προπεριγραφόμενης με αριθμό 7 ιδιοκτησίας, εμβαδού 2.945,06 τ.μ., ελάχιστης εμπορικής αξίας 600.000 ευρώ, και μόνο μέχρι το ποσό των 510.000 ευρώ, επαρκεί για την εξασφάλιση της, απορριπτόμενης της υπό κρίσης αίτησης, και κατά το επικουρικό αίτημα της, ως ουσιαστικά αβάσιμη.


Ν.Σ.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις