Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ-ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

115/2003 ΑΠ (325430)

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΧΡΙΔ 2003/427, ΝΟΒ 2003/1632)
Δικονομία πολιτική. Ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών. Προθεσμίες
ασκήσως εφέσεως κατά της οριστικής απόφασης που εκδίδεται με τη διαδικασία
των μισθωτικών διαφορών. Οι διατάξεις της συγκεκριμένης ειδικής διαδικασίας
εφαρμόζεται και επί των διαφορών για την κατάρτιση, τροποποίηση ή συμπλήρωση
κανονισμού κτιρίου οροφοκτησίας.Ρύθμιση ειδικότερης προθεσμίας για την

άσκηση ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων που αναφέρονται στις συγκεκριμένες
διαφορές. Σε περίπτωση συνεκδίκασης αγωγών η απόφαση που κρίνει αυτές είναι
ξεχωριστή για καθεμία εκ των συνεκδικασθεισών αγωγών.

 Συνεπώς η επίδοση αυτής θέτει σε κίνηση διαφορετική προθεσμία για την άσκηση ενδίκου μέσου αναλόγωςτης αγωγής στην οποία αναφέρεται. Χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας γιατην άσκηση της αναίρεσης κατά πρωτοβάθμιας απόφασης, εναντίον της οποίας ηέφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της. Συνολικά οιπροϋποθέσεις του παραδεκτού της αναίρεσης άρα και η προθεσμία της εξετάζονταιαυτεπάγγελτα. 
Σε περίπτωση ελλείψεως έστω και μιας η αναίρεση απορρίπτεται ως
απαράδεκτη. Προϋποθέσεις σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας. Συνύπαρξη κάθετης και
οριζόντιας ιδιοκτησίας. Ο κύριος εκάστης εξ αυτών των ιδιοκτησιών είναι
συγκύριος με τους λοιπούς στο έδαφος του κοινού οικοπέδου. Αναιρετικοί λόγοι.
Προϋποθέσεις ορισμένου και παραδεκτού του λόγου της παραβίασης των
ερμηνευτικών μιας δικαιοπραξίας κανόνων. Χρονικό σημείο παραδεκτής προβολής
των ενστάσεων (ειδικότερα της ένστασης κατάχρησης του δικαιώματος). Η
σχετικής υποχρέωση του εναγομένου προκύπτει από την αρχή του άνευ επικουρίας
δικάζεσθαι. (Επικυρώνει την 306/2002 ΕφΑθ και την 4821/1999 ΜΠρΑθ).


Κ.Μ.
Αριθμός 115/2003
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Σουλτανιά, Αντιπρόεδρο, Παύλο
Μεϊδάνη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Αθανάσιο Κρητικό, και Ανάργυρο Πλατή,
Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Δεκεμβρίου 2002, με
την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών: ............... οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τους
πληρεξούσιους δικηγόρους τους Αλέξανδρο Βασαρδάνη και Αικατερίνη ΄Ημελλου.

Των αναιρεσιβλήτων:............... Οι υπό στοιχεία 1, 2, 3, 5, 6, 7, 8, 9, 11
α, β, γ και δ εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ
Μούντριχα, η υπό στοιχείο 18 εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της
Αριστοτέλη Τατάκα, ενώ οι υπό στοιχεία 4, 10, 12, 13, 14, 15, 16 και 17 δεν
παραστάθηκαν.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 2 Ιουνίου 1998 και 15 Νοεμβρίου 1998
αγωγές και την από 10 Αυγούστου 1998 πρόσθετη παρέμβαση, που κατατέθηκαν στο
Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
4821/1999 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 306/2002 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση των αποφάσεων αυτών ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 19
Φεβρουαρίου 2002 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι
διάδικοι παραστάθηκαν όλοι πλην των υπό στοιχεία 4, 10, 12, 13, 14, 15, 16
και 17 εκ των αναιρεσειβλήτων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής
Αρεοπαγίτης Παύλος Μεϊδάνης ανάγνωσε την από 6 Νοεμβρίου 2002 έκθεσή του, με
την οποία εισηγήθηκε την εν μέρει παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειουσών ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και οι
πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την
καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη
συζήτηση δεν εμφανιστεί..., ο Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν
κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη
συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος. Στην προκειμένη υπόθεση, όπως
προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τις αναιρεσείουσες
5996Β, 6012β, 5982Β, 6010Β/12-4-2002, 6019Β, 6017Β, 6015Β/15-4-2002 και
5980Β/12-4-2002 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου
Αθηνών Αντώνη Πάπαρη, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με
την πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου της αναφερόμενης στην αρχή της
παρούσας και με κλήση προς συζήτηση αυτής επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα
στους τέταρτο, δέκατη, δωδέκατο, δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο, δέκατη πέμπτη,
δέκατο έκτο και δέκατη έβδομη αντίστοιχα από τους αναιρεσιβλήτους.
Συνεπώς, εφόσον οι τελευταίοι δεν εμφανίστηκαν κατά την προκειμένη
συνεδρίαση, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση σαν να ήταν παρόντες.

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρ. 144 παρ. 1, 518 παρ. 1, 2, 647 και 652 παρ. 1
ΚΠολΔ προκύπτει ότι στις μισθωτικές διαφορές και τις διαφορές του άρθρου 17
παρ. 2 του ίδιου κώδικα η προθεσμία της έφεσης για εκείνους που διαμένουν
στην Ελλάδα και δικαιούνται να την ασκήσουν είναι δέκα πέντε ημερών, από την
επομένη ημέρα της επίδοσης της απόφασης που περατώνει τη δίκη, αλλιώς
ελλείψει τέτοιας επίδοσης, είναι τριών ετών από τη δημοσίευση της άνω
απόφασης. Κατά τις διατάξεις όμως των άρθρων 2 και 9 ν. 1562/1985 επί
διαφορών για την κατάρτιση, τροποποίηση ή συμπλήρωση κανονισμού κτιρίου που
έχει υπαχθεί στις διατάξεις για την κατ` ορόφους ιδιοκτησία, εφαρμόζεται από
το αρμόδιο προς τούτο Μονομελές Πρωτοδικείο η διαδικασία των άρθ. 648 έως 650
και 652 έως 657 Κ.Πολ.Δ. με την επιφύλαξη, μεταξύ άλλων και της διάταξης της
παρ. 3 του άρθρ. 3 του ίδιου νόμου, κατά την οποία "η προθεσμία ανακοπής
ερημοδικίας, έφεσης, αναψηλάφησης και αναίρεσης είναι οκτώ ημερών, εφόσον ο
δικαιούμενος προς άσκηση αυτών διαμένει στην ημεδαπή...." Με την ανωτέρω
ρητή, νεότερη και ειδικότερη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 του ν. 1562/1985,
που ρυθμίζει ειδικά την προθεσμία των ένδικων μέσων και συνεπώς υπερισχύει
της γενικής διάταξης του άρθρου 652 Κ.Πολ.Δ. για την άσκηση των ένδικων μέσων
στις μισθωτικές διαφορές, θεσπίζεται σύντομη προθεσμία οκτώ ημερών για την
άσκηση της έφεσης, καθώς και των παραπάνω ρητά αναφερόμενων ένδικων μέσων
στις ανωτέρω διαφορές που προκύπτουν από το ν. 1562/1985. Η θέσπιση της
ειδικής αυτής σύντομης προθεσμίας υπήρξε ηθελημένη από το νόμο και σκόπιμη με
στόχο την ταχεία περάτωση των δικών αυτών. Περαιτέρω από τις διατάξεις των
άρθρων 513 παρ. 1 στοιχ. β΄ και 518 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι επί συνεκδίκασης
αγωγών δεν αίρεται η νομική αυτοτέλεια των δικών που ανοίχθηκαν με αυτές,
ώστε είναι δυνατό να τεθούν σε κίνηση χωριστές προθεσμίες από την επίδοση της
απόφασης που τις συνεκδίκασε και περιλαμβάνει ξεχωριστή δικαστική κρίση για
κάθε μία από τις συνεκδικασθείσες αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας. Στην
προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το
Εφετείο δέχθηκε τα εξής : Ότι η από 7-3-2000 έφεση με τον πρόσθετο λόγο της
που παραδεκτώς ασκήθηκε με τις προτάσεις των εκκαλουσών και ήδη
αναιρεσειουσών που κατατέθηκαν στις 29/10/2001 (άρθρ. 654 Κ.Πολ.Δ.) στρέφεται
κατά της υπ` αριθμ. 4821/1999 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των άρθρων 647 επ. Κ.Πολ.Δ. και με
την οποία συνεκδικάστηκε η από 2/6/1998 αγωγή των εναγόντων και ήδη
αναιρεσιβλήτων με την από 10/8/1998 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εναγόντων
αυτής και η από 15/11/1998 αγωγή των αναιρεσειουσών κατά των άνω εναγόντων
και της άνω παρεμβαίνουσας. Με την πρώτη των άνω αγωγών οι ενάγοντες και ήδη
αναιρεσίβλητοι ιδιοκτήτες χωριστών ιδιοκτησιών συγκροτήματος οικοδομών που
έχει υπαχθεί στις διατάξεις για την οριζόντια ιδιοκτησία ζήτησαν, όπως και η
προσθέτως παρεμβαίνουσα, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες και ήδη αναιρεσείουσες,
ιδιοκτήτριες επίσης χωριστών ιδιοκτησιών του ίδιου συγκροτήματος, που
ενήργησαν κατά παράβαση του κανονισμού να αποδώσουν στην κοινή χρήση τον
ακάλυπτο κοινόχρηστο χώρο του Β΄ κτιρίου κατεδαφίζοντας το διαχωριστικό τοίχο
που έκτισαν επ` αυτού και τις εντός του ίδιου χώρου εγκαταστάσεις τους,
αφαιρώντας επίσης τις πινακίδες των επιχειρήσεών τους. Με τη δεύτερη των άνω
αγωγών οι εναγόμενες με την πρώτη αγωγή, ιδιοκτήτριες του 65% της
συνιδιοκτησίας, ζήτησαν να τους επιτραπεί να προβούν στην τροποποίηση και
συμπλήρωση του κανονισμού του συγκροτήματος που εμφανίζει ελλείψεις και
εμποδίζουν τη λειτουργία της συνιδιοκτησίας. Με την πρωτόδικη απόφαση
απορρίφθηκε η δεύτερη αγωγή και έγινε δεκτή η πρώτη αγωγή με την πρόσθετη
παρέμβαση. Κατά της εν λόγω απόφασης που επιδόθηκε στις αναιρεσείουσες στις
23/2/2000 οι τελευταίες, ως ηττηθείσες, άσκησαν την κρινόμενη έφεσή τους,
στις 9/3/2000 και ζητούν την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η πρώτη
αγωγή με την πρόσθετη παρέμβαση και να γίνει δεκτή η δική τους αγωγή. Η έφεση
κατά το μέρος που προσβάλλει την εκκαλουμένη, σε σχέση με την απορριφθείσα
αγωγή των αναιρεσειουσών, η οποία αναφέρεται στην τροποποίηση και συμπλήρωση
του κανονισμού του άνω συγκροτήματος, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη,
γιατί ασκήθηκε μετά την πάροδο της οκταήμερης προθεσμίας από την επίδοση κατά
τα ως άνω της εκκαλουμένης, ενώ κατά τα λοιπά που προσβάλλει την εκκαλουμένη
σε σχέση με την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και την πρόσθετη παρέμβαση που
έγιναν δεκτές ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της δεκαπενθήμερης
προθεσμίας του άρθρ. 652 Κ.Πολ.Δ., ώστε πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να
ερευνηθεί κατ` ουσία. Έτσι που έκρινε το Εφετείο και ακολούθως απέρριψε ως
απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) την ανωτέρω έφεση των αναιρεσειουσών κατά το μέρος
που προσβάλλει την πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με την απορριφθείσα
αγωγή, που αναφέρεται στην τροποποίηση και συμπλήρωση του κανονισμού του
αναφερόμενου συγκροτήματος οικοδομών, σύμφωνα με το νόμο, την απέρριψε ως
απαράδεκτη. Επομένως οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης, από το
άρθρο 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει
να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

ΙΙΙ.-Κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 του ν.
1562/1985 επί των διαφορών για την κατάρτιση, τροποποίηση ή συμπλήρωση
κανονισμού κτιρίου, που έχει υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου για την κατ`
ορόφους ιδιοκτησία, η προθεσμία της αναίρεσης είναι οκτώ ημέρες, αν ο
δικαιούμενος στην άσκησή της διαμένει στην ημεδαπή. Περαιτέρω από το
συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2, 9 ν. 1562/1985, 518 παρ. 1, 552, 553
παρ. 1, 564 παρ. 1 και 652 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι για το διάδικο που
άσκησε εκπροθέσμως κατά της πρωτόδικης απόφασης έφεση η οποία απορρίφθηκε από
το Εφετείο ως εκπρόθεσμη, η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά της
πρωτόδικης απόφασης αρχίζει όχι από την επίδοση της ως άνω αποφάσεως του
Εφετείου, αλλά από την πάροδο της προθεσμίας προς άσκηση εφέσεως κατά της
πρωτόδικης απόφασης, οπότε αυτή κατέστη τελεσίδικη. Και τούτο γιατί
διαφορετικά θα μπορούσε ο πιο πάνω διάδικος, ασκώντας οποτεδήποτε ήθελε
εκπροθέσμως έφεση, να καταστρατηγεί τις διατάξεις περί προθεσμίας για άσκηση
αναίρεσης. Εξ άλλου κατά το άρθρο 577 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ. το δικαστήριο του
Αρείου Πάγου πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης. Αν η αναίρεση δεν
ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο
Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση,
όπως προκύπτει από την επισημείωση από 23-2-2000 του δικαστικού επιμελητή
Αναστασίου Κωστογιάννη στο επιδοθέν αντίγραφο της 4821/1999 πρωτόδικης
απόφασης, η προβαλλόμενη 4821/1999 πρωτόδικη απόφαση επιδόθηκε την 23-2-2000,
η δε υπό κρίση αίτηση αναίρεσης κατά της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης, όπως
προκύπτει από την από 27-2-2002 πράξη κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Αθηνών της
αρμόδιας Γραμματέας του Πρωτοδικείου ασκήθηκε την 27-2-2002, δηλαδή μετά την
πάροδο της ως άνω οριζόμενης από το άρθρο 3 παρ. 3 ν. 1562/1985 οκταήμερης
προθεσμίας. Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά το μέρος που
απευθύνεται και κατά της 4221/1999 πρωτόδικης απόφασης, στην οποία και
αναφέρονται οι τέταρτος, πέμπτος, έκτος και έβδομος λόγοι αναίρεσης, πρέπει
να απορριφθεί ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη).

ΙV.-Στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.δ. 1024/1971 "περί διηρημένης
ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου" ορίζεται
ότι "εν τη εννοία του άρθρου 1 του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117
του Αστικού Κώδικος δύναται να συσταθεί διηρημένη ιδιοκτησία και επί πλειόνων
αυτοτελών οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου ανήκοντος εις ένα
ή πλείονας, ως και επί ορόφων ήμερων των οικοδομημάτων τούτων,
επιφυλασσομένων των πολεοδομικών διατάξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει
ότι προϋπόθεση για τη σύσταση της κατά τη διάταξη αυτή διαιρεμένης
ιδιοκτησίας, της λεγομένης κάθετης ιδιοκτησίας, είναι η ύπαρξη δύο ή
περισσότερων αυτοτελών οικοδομημάτων είτε ανεγερθέντων ή μελλόντων να
ανεγερθούν σε ενιαίο οικόπεδο που ανήκει σε ένα ή περισσότερους κυρίους,
οπότε μπορεί να συσταθεί τέτοια χωριστή ιδιοκτησία είτε σε ολόκληρο το
αυτοτελές οικοδόμημα (απλή κάθετη συνιδιοκτησία), είτε σε ορόφους ή
διαμερίσματα ορόφων των αυτοτελών τούτων οικοδομημάτων, οπότε συνυπάρχει
κάθετη συνιδιοκτησία και οριζόντια ιδιοκτησία (σύνθετη κάθετη συνιδιοκτησία).
Και στις δύο περιπτώσεις η κάθετη συνιδιοκτησία διέπεται κατά τα λοιπά από
τις διατάξεις των άρθρων 1 επ. του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117
ΑΚ, οι οποίες ισχύουν απαραλλάκτως και επί της κάθετης ιδιοκτησίας, διότι ο
ανωτέρω ν. 1024/1971 δεν επέφερε καμία μεταβολή στη νομική κατασκευή του
θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας, όπως διαμορφώθηκε με τις ανωτέρω
διατάξεις. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 4 παρ.
1, 5 ν. 3741/1922 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ προκύπτει ότι ιδρύεται
κυρίως μεν χωριστή κυριότητα στο αυτοτελές οικοδόμημα ή σε όροφο ή διαμέρισμα
αυτού, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται αυτοδικαίως
κατ` ανάλογη μερίδα στα κοινά μέρη του όλου ενιαίου οικοπέδου που χρησιμεύουν
σε κοινή από όλους τους συνιδιοκτήτες χρήση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται
και το έδαφος του ενιαίου οικοπέδου. Περαιτέρω από την πιο πάνω διάταξη του
ν. 1024/1971 και τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3, 4, 13 ν. 3741/1929,
1002, 1108 και 1117 ΑΚ προκύπτει ότι υπό τους όρους των άρθρων 4 και 13 του
νόμου όλοι οι ιδιοκτήτες και συνιδιοκτήτες αυτοτελών οικοδομημάτων, που
υπάγονται στις διατάξεις της κάθετης καθώς και της οριζόντιας ιδιοκτησίας,
μπορούν με την αρχική συστατική πράξη (κανονισμός) ή με ιδιαίτερες συμφωνίες
μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών να κανονίσουν τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της
συνιδιοκτησίας τόσο στα κοινά μέρη που θα καθορίσουν, όσο και στις
διαιρεμένες ιδιοκτησίες κατά παρέκκλιση των διατάξεων του νόμου αυτού που
αποτελούν ενδοτικό δίκαιο. Αν δε με τον κανονισμό απαγορεύεται η ενέργεια από
τους συνιδιοκτήτες μεταβολής στα κοινά μέρη, η απαγόρευση αυτή δεσμεύει όλους
τους συνιδιοκτήτες, ακόμη και αν από την απαγορευμένη ενέργεια δεν
παραβλάπτεται η χρήση των άλλων συνιδιοκτητών ή των οικοδομημάτων, ούτε
μεταβάλλεται ο συνήθης προορισμός τους. Έτσι και επί κάθετης συνιδιοκτησίας,
καθώς και επί της οριζόντιας ιδιοκτησίας, κάθε συνιδιοκτήτης δικαιούται στην
απόλυτη χρήση των κοινών πραγμάτων καθώς και στη χρήση σύμφωνα με τον
κανονισμό σε περίπτωση δε που προσβάλλεται στη χρήση αυτή δικαιούται να
ζητήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψη αυτής στο μέλλον. Στην
προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το
Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: α) Στη συμβολή των
οδών Αρκαδίου και Λ. Κηφισίας 209 στο Δήμο Αμαρουσίου Αττικής, επί
συνενωθέντων οικοπέδων συνολικού εμβαδού 4.935,70 τ.μ. ανεγέρθηκε συγκρότημα
δύο ανεξάρτητων πολυόροφων κτιρίων Α και Β, εκ των οποίων το Α αποτελείται
από δύο εν επαφή κτίρια Α13 και Α16 (με 13 και 16 διαμερίσματα αντίστοιχα
έκαστο). Το άνω συγκρότημα έχει υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου για την κατ`
ορόφους ιδιοκτησία με την υπ` αριθμ. 2229/1977 πράξη σύστασης οριζόντιας
ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Χ. Μπρή - Κριτσινέλη που έχει
μεταγραφεί νομίμως. Οι ενάγοντες, ή κυρίως παρεμβαίνουσα και η δεύτερη των
εναγομένων είναι κύριοι χωριστών ιδιοκτησιών του Α κτιρίου, ενώ η πρώτη των
εναγομένων είναι κυρία των ιδιοκτησιών του Β κτιρίου, πλην του τρίτου ορόφου
που ανήκει στην τρίτη των εναγομένων. Με την άνω συστατική πράξη ορίζεται ότι
συνιστάται και αναγνωρίζεται κοινή και αδιαίρετη συνιδιοκτησία επί του
οικοπέδου και παντός χώρου, πράγματος και εγκαταστάσεως των δύο κτιρίων
πολυκατοικιών και ότι κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι χώροι, πράγματα, τμήματα
και εγκαταστάσεις των πολυκατοικιών του συγκροτήματος ανήκοντα εξ αδιαιρέτου
και κατ` ιδανικά μερίδια στους συνιδιοκτήτες, ανάλογα προς την οριζόμενη στο
σχετικό πίνακα συμμετοχή των ιδιοκτησιών, είναι και το οικόπεδο της
οικοδομής, μετά των ακαλύπτων χώρων και αυλών και εν γένει όλα τα πράγματα,
τμήματα και όλοι οι χώροι και εγκαταστάσεις που χαρακτηρίζονται ως
κοινόχρηστα κατά το ν. 3741/1929 και το άρθρ. 1117 Α.Κ. Με πρωτοβουλία της
δεύτερης των εναγόμενων εταιριών "ΠΕΡΣΕΥΣ Α.Τ.Ε." συγκλήθηκε στις 27/12/1994
έκτακτη γενική συνέλευση των συνιδιοκτητών του συγκροτήματος και αποφάσισε,
με τη δεδομένη πλειοψηφία των εναγόμενων εταιριών (792,30/1000) που απέβλεπαν
στο διαχωρισμό των άνω κτιρίων με αποκλειστικούς κοινόχρηστους χώρους και
εισόδους για κάθε κτίριο, σε αντίθεση με τους ενάγοντες και την παρεμβαίνουσα
που δεν συμφώνησαν, την ερμηνεία και τροποποίηση του κανονισμού του
συγκροτήματος, ιδίως σε σχέση με την αποκλειστική χρήση τμημάτων του
κοινόχρηστου ακάλυπτου χώρου και τα περί απαρτίας και σύγκλησης γενικών
συνελεύσεων για την τροποποίηση του κανονισμού Οι εναγόμενες εταιρίες, στα
πλαίσια της εν λόγω απόφασης, κατά το έτος 1995 οικοδόμησαν διαχωριστικό
τοίχο ανάμεσα στις πτέρυγες Α και Β, εκτεινόμενο σε μήκος 29,88 τ.μ. από Λ.
Κηφισίας μέχρι το όριο με την ιδιοκτησία πρώην Ρουμπέση και απέκλεισαν για
τους ενάγοντες τον ακάλυπτο χώρο του συγκροτήματος που έχει έξοδο προς την
οδό Κυριακού. Ακολούθως η πρώτη των εναγομένων κατέλαβε τον πέριξ του κτιρίου
Β κοινόχρηστο ακάλυπτο χώρο και εγκατέστησε πινακίδες δηλωτικές της
επιχείρησής της (ομίλου .......) και οικίσκο για την εγκατάσταση φύλακα
του κτιρίου Β. Με πρωτοβουλία των εναγόντων ακυρώθηκε η απόφαση της άνω
γενικής συνέλευσης, δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 7172/1995 απόφασης του
πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που κατέστη αμετάκλητη, μετά την έκδοση των υπ`
αριθμ. 3973/1996 και 689/1997 αποφάσεων του Εφετείου και του Αρείου Πάγου
αντίστοιχα. Από την άνω συστατική πράξη που περιέχει και τον κανονισμό του
συγκροτήματος προκύπτει επίσης, πέραν των εκτεθέντων, ότι στους ακάλυπτους
χώρους που είναι κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι απαγορεύεται απολύτως ή έστω
και προσωρινώς τοποθέτηση πραγμάτων (αριθ. 1 και 16 της άνω πράξης), ενώ οι
επιγραφές των καταστημάτων επιτρέπεται να τοποθετούνται μόνο άνωθεν της
εισόδου των και κατά μήκος της πρόσοψης αυτών και απαγορεύεται η τοποθέτησή
τους σε άλλη θέση. Οι εναγόμενες εταιρίες με τις παραπάνω ενέργειές τους
παραβίασαν τις παραπάνω διατάξεις της συστατικής πράξης και του κανονισμού
της, δεδομένου ότι παρεμποδίζουν τους ενάγοντες συνιδιοκτήτες να
χρησιμοποιούν, όπως και αυτοί δικαιούνται, τον παραπάνω ακάλυπτο κοινόχρηστο
χώρο, τόσο με την ανέγερση τοίχου από οπλισμένο σκυρόδεμα ύψους 1,5 μ., με
επ΄ αυτού κάγκελα του αυτού ύψους, όσο και με την τοποθέτηση στον ίδιο χώρο
πινακίδων και οικίσκου για φύλακα, ενώ, όπως αναφέρθηκε, απαγορεύεται η
τοποθέτηση των εν λόγω αντικειμένων έστω και προσωρινώς στο χώρο αυτό. β) Όσα
αντίθετα με τα παραπάνω ισχυρίζονται οι εναγόμενες και ιδίως τα εκτιθέμενα
στους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και τον πρόσθετο λόγο εφέσεως ότι δηλαδή στα
πλαίσια κάθετης ιδιοκτησίας το καθένα από τα παραπάνω κτίρια του
συγκροτήματος έχει ιδιαίτερο κοινόχρηστο τμήμα του οικοπέδου (όπως και το
αποκλεισθέν με τον παραπάνω μανδρότοιχο) που δεν ανήκει σε όλους τους
συνιδιοκτήτες του συγκροτήματος κατά χρήση, δηλαδή με χωριστές επιφάνειες
χρήσης γης για κάθε ένα κτίριο, είναι κατά τα εκτεθέντα απορριπτέα ως
αβάσιμα. Επομένως η από 2/6/1998 αγωγή και η πρόσθετη παρέμβαση είναι βάσιμες
κατ` ουσία. Με τα παραπάνω που δέχθηκε το Εφετείο και ειδικότερα ότι οι
εναγόμενες παραβίασαν τις ανωτέρω διατάξεις της συστατικής πράξης και του
Κανονισμού του συγκροτήματος κτιρίων, και ακολούθως απέρριψε ως αβάσιμη στην
ουσία την έφεση των αναιρεσειουσών, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, η
οποία δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία την πιο πάνω αγωγή των αναιρεσιβλήτων,
διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις
αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ερμηνεία
και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1, 2 ν.δ. 1024/1971, 1, 2, 4, 5, 13
ν. 374/1929, 361, 1002 και 1117 ΑΚ, αφού από τις ως άνω παραδοχές, ότι δηλαδή
επί των συνενωθέντων οικοπέδων ανεγέρθηκε επί του ενιαίου οικοπέδου,
συνολικού εμβαδού 4.935,70 τ.μ. συγκρότημα τριών πολυόροφων οικοδομημάτων (Α
13, Α16 και Β) που έχει επαχθεί στις διατάξεις του νόμου για την κατ`
ορόφους ιδιοκτησία, προκύπτει σαφώς ότι πρόκειται για συνύπαρξη κάθετης
συνιδιοκτησίας και οριζόντιας ιδιοκτησίας που ρυθμίζεται από τις ανωτέρω
διατάξεις, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη. Επομένως ο ενδέκατος λόγος
της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο υποστηρίζονται
τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω δε με την ανωτέρω υπό στοιχ. β` απόφανση "όσα αντίθετα με τα
παραπάνω ισχυρίζονται οι εναγόμενες και ιδίως τα εκτιθέμενα στους δεύτερο,
τρίτο, τέταρτο και τον πρόσθετο λόγους εφέσεως, ότι δηλαδή... είναι
απορριπτέα ως αβάσιμα" έλαβε υπόψη το μοναδικό πρόσθετο λόγο έφεσης, με τον
οποίο πρότειναν την αναφερεόμενη σ` αυτόν ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, και
τον απέρριψε ως άνω ως αβάσιμο στην ουσία. Επομένως οι ένατος και δέκατος
τρίτος κατά το πρώτο μέρος λόγοι της αναίρεσης (με αριθμό 10.4.1 του
αναιρετηρίου), από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται
τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ο προβαλλόμενος δε δέκατος
τρίτος λόγος της αναίρεσης κατά το δεύτερο μέρος (με αριθμό αναιρετηρίου
10.4.2), από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην
προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο παρά το νόμο απέρριψε ως
απαράδεκτο τον ανωτέρω πρόσθετο λόγο κατάχρησης δικαιώματος, πρέπει να
απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού από
την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτο τον
πέμπτο λόγο της εφέσεως και όχι τον πρόσθετο λόγο, τον οποίο απέρριψε ως άνω
ως αβάσιμο κατ` ουσία.

V.-Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση
επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών
των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, οι οποίοι όμως εφαρμόζονται τότε μόνο όταν το
δικαστήριο της ουσίας, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά, ως προς αυτό, κρίση
του, διαπιστώνει ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προ τη δήλωση
της βουλήσεως των συμβαλλομένων. Επομένως τότε μόνο ιδρύεται λόγος αναιρέσεως
από το ότι το δικαστήριο δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες,
όταν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της
ουσίας διαπίστωσε ευθέως ή εμμέσως ότι υπάρχει κενό ή αμφιβολία στις δηλώσεις
των συμβαλλομένων και παρόλα αυτά δεν τους εφάρμοσε. Το στοιχείο αυτό ότι το
δικαστήριο διαπίστωσε κενό ή αμφιβολία στις δηλώσεις των συμβαλλομένων πρέπει
να το επικαλείται συγκεκριμένως ο αναιρεσείων, για να είναι ορισμένος ο
σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. Στην
προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείουσες παρόλο ότι με τον όγδοο λόγο της
αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. στην αίτησή τους αποδίδουν στην
αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της παραβιάσεως εκ πλαγίου των
ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών από τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ,
σχετικά με την έννοια της μεταξύ αυτών και των αναιρεσιβλήτων 2229/26-10-1977
πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και Κανονισμού σχέσεων συνιδιοκτητών
της συμβολαιογράφου Αθηνών Χρυσάνθης Νικ. Μπρή-Κριτσινέλη, δεν επικαλούνται
ότι το Εφετείο διαπίστωσε ευθέως ή εμμέσως ότι υπάρχει κενό ή αμφιβολία στις
δηλώσεις των συμβαλλομένων σχετικά με την πράξη αυτή. Εξαιτίας της ελλείψεως
αυτής ο λόγος εκείνος είναι αόριστος.

VΙ.-Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως
ιδρύεται και αν το δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι
διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Στην προκειμένη περίπτωση οι
αναιρεσείουσες προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του και
την ομολογία των αναφερόμενων αναιρεσίβλητων με τις πρωτόδικες προτάσεις του,
ότι με την ανωτέρω 2229/1977 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας έχει
συσταθεί κάθετη συνιδιοκτησία, και το από 22-12-1999 (κατατέθει στη ΔΥΟ
Αμαρουσίου στις 29-12-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των αναιρεσίβλητων και
της εταιρίας INTERLAR A.E. περί παραχωρήσεως δικαιώματος χρήσεως κοινοκτήτων
χώρων, επικαλεσθεί και προσκομίσει και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια που
ιδρύει τον από τον αριθ. 11 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως. Όμως από
τη βεβαίωση στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι το Εφετείο για να σχηματίσει
τη δικανική του πεποίθηση έλαβε υπόψη, εκτός από τα άλλα αποδεικτικά μέσα,
και όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τις
ομολογίες τους, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο υπόλοιπο αιτιολογικό της
αποφάσεως, δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να
δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη και την παραπάνω
ομολογία, και το από 22-12-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό, γίνεται απολύτως βέβαιο
ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και την ομολογία αυτή και το παραπάνω συμφωνητικό.
Είναι, επομένως αβάσιμοι οι δέκατος και δωδέκατος λόγοι της αιτήσεως.

VIΙ.-Από τις διατάξεις του άρθ. 269 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι για το
παραδεκτό της ένστασης που στηρίζεται στο αρθρο 281 Α.Κ. από πλευράς χρόνου
προβολής του, πρέπει ο εναγόμενος να έχει προτείνει από την πρώτη στον πρώτο
βαθμό συζήτηση τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση, με
σχετική επίκληση της προκύπτουσας εξ αυτών κατάχρησης και να διατυπώνει
συγκεκριμένως αίτημα απόρριψης της αγωγής για την αιτία αυτή. Συνεπώς η μη
προβολή κατά τα ανωτέρω της ένστασης μαζί με το σχετικό αίτημα, χωρίς
δικαιολογημένη αιτία έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψή της ως απαράδεκτης σε
περίπτωση προβολής της σε μεταγενέστερη συζήτηση ή για πρώτη φορά ενώπιον του
Εφετείου (Ολ. ΑΠ 472/1983). Εξ άλλου κατά την διάταξη του αρθρου 559 αρ. 19
Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως
αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς
σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη
αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για να ιδρυθεί ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι να
εισήλθε το δικαστήριο στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και να διατύπωσε
αποδεικτικό πόρισμα. Συνεπώς δεν ιδρύεται, όταν απέρριψε την αγωγή ή τον
ισχυρισμό ως απαράδεκτο ή μη νόμιμο, πότε το τυχόν σφάλμα ελέγχεται κατά το
στο άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ (Ολ. ΑΠ 44/1990). Στην προκειμένη περίπτωση,
σχετικά με την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος που πρόβαλαν οι αναιρεσείουσες,
το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα
: Οι εναγόμενες προβάλλουν με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους και τις
προτάσεις τους ενώπιον του Εφετείου αίτημα για απόρριψη της αγωγής ως
καταχρηστικής αναφερόμενες σε περιστατικά που είχαν προταθεί με τις
πρωτόδικες προτάσεις της πρώτης τούτων, εκθέτοντας ότι οι ενάγοντες ουδέποτε
χρησιμοποίησαν επί 23 έτη τον επίδικο ακάλυπτο χώρο και την έξοδό του προς
την οδό Κυριακού που εξυπηρετεί μόνο το υπόγειο "πάρκινκ" και συνεπώς ουδόλως
τους βλάπτει η υφιστάμενη κατάσταση που στηρίζεται στην αμοιβαιότητα και
ισότητα των συνιδιοκτητών και αποσκοπεί στην ορθολογικότερη λειτουργία του
συγκροτήματος προς όφελος και των εναγόντων, αλλά και του ιδιοκτήτη
μεγαλοεπιχειρηματία ............ που πρέπει να προστατεύει εαυτόν και το
προσωπικό του από τρομοκρατικές επιθέσεις. Στις από 8/3/1999 προτάσεις τους
ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που επικαλούνται και προσκομίζουν οι
εναγόμενες εκκαλούσες δεν περιέχεται αίτημα για απόρριψη της αγωγής για τα
άνω περιστατικά ούτε προβάλλεται ενώπιον του Εφετείου ότι ο το πρώτον
προβαλλόμενος ενώπιον αυτού ισχυρισμός έγινε από κάποια δικαιολογημένη αιτία.
Επομένως, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι συντρέχουν για την όψιμη προβολή οι
προϋποθέσεις των αρθρ. 527 και 269 Κ.Πολ.Δ. ο το πρώτον ενώπιον του Εφετείου
προβαλλόμενος ως άνω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Αν όμως
ήθελε θεωρηθεί ότι υποβλήθηκε τέτοιο αίτημα πρωτοδίκως σαφώς τα άνω
περιστατικά δεν μπορούν να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του
δικαιώματος των εναγόντων, για ελευθέρωση από κτίσματα των κοινόχρηστων χώρων
του ακινήτου και σύγχρηση τούτων κατά την εκτεθείσα έννοια του άρθ. 281 Α.Κ.
Έτσι το Εφετείο απέρριψε την πιο πάνω ένσταση με δύο διαδοχικές αιτιολογίες,
καθεμία από τις οποίες αυτοτελώς στηρίζει το απορριπτικό διατακτικό της,
χωρίς να την εξετάσει στην ουσία, ήτοι με την κύρια αιτιολογία την απέρριψε
ως απαράδεκτη, με την επικουρική δε την απέρριψε ως μη νόμιμη, αφού κατά τα
εκτιθέμενα σ` αυτήν τα ως άνω περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, "δεν
μπορούν να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος των
εναγόντων....". Επομένως ο δέκατος τρίτος λόγος αναίρεσης κατά το τρίτο μέρος
με αριθμό αναιρετηρίου (10.5) που προβάλλεται επικουρικά, από το άρθρο 559 19
Κ.Πολ.Δ., πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, γιατί το Εφετείο κατά τα
ανωτέρω απέρριψε την πιο πάνω ένσταση ως απαράδεκτη, αλλιώς ως μη νόμιμη,
χωρίς να την εξετάσει στην ουσία.

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την από 19-2-2002 αίτηση των αναφερόμενων στην αρχή της παρούσας
αναιρεσειουσών για αναίρεση της 306/2002 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και τη
4821/1999 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Και

Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη των παρόντων
αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε επτακόσια (700) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2002. Και
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 29 Ιανουαρίου 2003.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις