Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Προκαταρκτική εξέταση

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν 3160/30.6.2003 (Επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας και άλλες διατάξεις): "Ο εισαγγελέας, όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όπου αυτό προβλέπεται. Σε κακουργήματα όμως ή πλημμελήματα αρμοδιότητας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου κινεί την ποινική δίωξη μόνο εφόσον έχουν ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση (την οποία έχει δικαίωμα να ενεργεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 περ. α` ΚΠΔ ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών για να κρίνει αν υπάρχει περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης) ή προανακριτικές πράξεις κατά την παρ. 2 του άρθρου 243 και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Επίσης, μπορεί να μην ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση, εφόσον έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 3 ΚΠΔ, "όσα αναφέρονται στα άρθρα 43 παρ. 1,44 και 45 εφαρμόζονται και ως προς την έγκληση". 

Η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση, αξιοποιώντας πρωταρχικά τον εισαγγελικό λειτουργό, όπως ορίζει το Σύνταγμα, περιβάλλει με μείζονες εγγυήσεις τη σημαντική για την ποινική διαδικασία προσωρινή δικαιοδοτική κρίση του περί άσκησης ή μη της ποινικής δίωξης, αναγνωρίζοντας παράλληλα και την ιδιαίτερη κοινωνική σημασία που έχει να αποκτήσει ένας πολίτης την ιδιότητα του κατηγορουμένου (Δασκαλοπούλου, "Η προκαταρκτική εξέταση και η άσκηση ποινικής δίωξης κατά το Ν 3160/2003", ΠοινΧρ 2003, 1027). Δικαιολογητικός λόγος της ένταξης της προκαταρκτικής εξέτασης στους θεσμούς της ποινικής δίκης είναι η ανάγκη διάγνωσης εκ μέρους του εισαγγελέα αφενός μεν της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της καταγγελίας (μήνυσης ή έγκλησης ή αναφοράς), αφετέρου δε της λογικής βασιμότητας (επάρκειας) ή μη των ενδείξεων ενοχής που απαιτεί ο νομοθέτης για την κίνηση της ποινικής δίωξης, με σκοπό, κατά την εισηγητική έκθεση του ανωτέρω νόμου (Ν 3160/2003), τη διασφάλιση της προστασίας της προσωπικότητας των πολιτών από προπετείς μηνύσεις και αναφορές (Δαλακούρας, "Η λειτουργική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών υπό το φως των ρυθμίσεων του Ν. 3160/2003"). Έτσι, η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης διατάσσεται υποχρεωτικά για όλα τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα που υπάγονται στην υλική αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και διεξάγεται προς συλλογή ουσιαστικών στοιχείων σχετικά με τα αναφερόμενα στην υποβληθείσα μήνυση, έγκληση ή αναφορά, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για την περαιτέρω ενεργοποίηση της ποινικής διαδικασίας, με την έννοια ότι ερείδονται σε πραγματικά περιστατικά ικανά να θεμελιώσουν λογικά και βάσιμα την κίνηση ποινικής δίωξης για την τελεσθείσα ποινικά κολάσιμη πράξη. Με προφανή στόχο συνεπώς την ενίσχυση του ελέγχου συνδρομής των προϋποθέσεων κίνησης της ποινικής δίωξης, ο δικονομικός νομοθέτης ενέταξε με σαφέστερο τρόπο πλέον την προκαταρκτική εξέταση στους θεσμούς της ποινικής δίκης και υπερβαίνοντας τις παλιότερες αμφισβητήσεις για τον ποινικό ή μη χαρακτήρα της, της προσέδωσε εναργέστερο δικονομικό ρόλο. Ρόλο με τον οποίο προωθούνται αμφότεροι οι στόχοι της διαδικασίας αυτής, δηλαδή η αποφυγή άσκοπων ποινικών διώξεων που επιβαρύνουν τα κρατικά όργανα και σχετικοποιούν την αυθεντία τους και αφετέρου η προστασία αθώων πολιτών από τον άδικο στιγματισμό επιπόλαιων διώξεων. 
Στις προαναφερόμενες περιπτώσεις, αν κινηθεί η ποινική δίωξη χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατ` άρθρο 171 παρ. 1 περ. β` ΚΠΔ, διότι υφίσταται περίπτωση μη τήρησης των διατάξεων που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα, εκτός αν προηγήθηκε αστυνομική προανάκριση (άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ) ή ένορκη διοικητική εξέταση, αφού κατ` εξαίρεση στις περιπτώσεις αυτές δεν απαιτείται η προηγούμενη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για την κίνηση της ποινικής δίωξης (ΣυμβΠλημΧαλκ 203/2007 ΠοινΔικ 2007, 841, Παπαδαμάκης, "Ποινική Δικονομία - Η δομή της ποινικής δίκης", έκδ. 2004, σελ. 251 επ., Αθ. Κονταξής, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Συνδυασμός Θεωρίας και Πράξης, Δ` έκδοση, 2006, άρθρο 43, σελ. 494). 

Πόσο χρόνο μπορεί να διαρκέσει η προκαταρκτική εξέταση 

Η προκαταρκτική εξέταση είναι συνοπτική και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την κατά το άρθρο 36 πληροφόρηση της αρμόδιας αρχής μέχρι την κίνηση ή όχι της ποινικής δίωξης, δε μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο χρόνος αυτός μπορεί να παραταθεί έως τρεις το πολύ μήνες ή, εφόσον η φύση της υπόθεσης ή της πράξης που πρέπει να διενεργηθεί το επιβάλλει, για εύλογο χρονικό διάστημα, με ειδικά αιτιολογημένη πράξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών κατά περίπτωση. 

 Αρχειοθέτηση-Δίωξη 

Αν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για τη δίωξη, ο Εισαγγελέας ασκεί την ποινική δίωξη. Οι ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης θεωρούνται επαρκείς, όταν πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή όταν από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να υποβάλει στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία αυτές στηρίζονται. 
Αντιθέτως, οι ενδείξεις δεν θεωρούνται σοβαρές, όταν αυτές καθαυτές κρινόμενες, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορουμένου και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απαλλαγή του, όταν δηλαδή από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο δεν θα έχει άξιο λόγου αντικείμενο (ΟλΑΠ 9/2001, ΠοινΔικ 2001.711- Α. Παπαδαμάκης Ποινική Δικονομία εκδ. 2004, σελ. 376). 
Περαιτέρω νομικά αστήρικτη είναι η έγκληση μεταξύ άλλων, όταν υπάρχει μία αρνητική δικονομική προυπόθεση, που καθιστά απαράδεκτη την ποινική δίωξη, όπως η ύπαρξη δεδικασμένου (Λ. Μαργαρίτης-Αθ. Ζαχαριάδης, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, εκδ. 1999, σελ. 13, Καρράς μαθήματα Ποινικού Δικονομικού Δικαίου τεύχος Β' τριτη έκδ. 1990, σελ. 25 επ.). Σύμφωνα εξάλλου με το άρθρο 57 ΚΠ, το δεδικασμένο εξαντεί την ποινική αξίωση της πολιτείας για το έγκλημα που έχει δικαστεί και παρεμποδίζει τη νέα ποινική δίωξη για το έγκλημα αυτό (Μπουρόπουλος Ερμηνεία ΚΠΔ 1957, άρθ. 57, σελ. 101, Χωραφάς Ποινικό Δίκαιο 1978, 9η έκδοση σελ. 429 σημ. 1). Προυποθέσεις αυτού είναι: α) ταυτότητα προσώπων β) ταυτότητα πράξης και γ) αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα. Υποστηρίζεται, ότι το δεδικασμένο προσήκει μόνο στις αμετάκλητες αποφάσεις και τα βουλεύματα (Διάταξη Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών αριθμός 37584/20.10.76, Ζησιάδης Ποιν. Δικονομία, Τομ. Α 1964, παρ. 221, σελ. 332). Ομως και η εισαγγελική διάταξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθ. 47 ΚΠΔ, στο διατακτικό στάδιο πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης αποτελεί μία αυθεντική διάγνωση της ποινικής έννομης σχέσης και έχει οιωνεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι ο Εισαγγελέας Πλημ/κών κρίνει δικαιοδοτικά υπό τον Ελεγχο του Εισαγγελέως Εφετών στην περίπτωση που απορρίπτει την έγκληση κατ'άρθ. 47 ΚΠΔ. Συνακόλουθα, η έκδοση της εισαγγελικής διάταξης προάγει αποτελέσματα σχεδόν όμοια προς το δεδικασμένο, δηλαδή υπάρχει περιορισμένο οιωνεί ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ δεδικασμένο, που κάνει απαράδεκτη προγενέστερα κατά τη διαδικασία του άρθ. 47 ΚΠΔ ΑΝ ΔΕΝ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΝΕΩΤΕΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ Η ΑΝ ΔΕΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΘΟΥΝ ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΑΡΧΙΚΑ. (Διάταξη αρ. 1/1993 Εισαγγελέως Εφετων Δ. Μακεδονίας ΠΧ-ΜΓ-334, Διάταξη αρ. 36/1991 Υπεράσπιση 1992 σελ. 153, Διάταξη Α92-907/1994 ΕισΠλημΑθ, Διάταξη 23/2015 ΕισΠλημΑθ- ΝΟΜΟΣ, Σταμάτης, Η προκαταρκτική εξέταση 1984, σελ. 94, 95). 
Κατά συνέπεια, το το οιωνεί αυτό δεδικασμένο κάμπτεται, εφόσον προκύψουν νεώτερα ουσιώδη ή άγνωστα πραγματικά περιστατικά ή συμπληρωθούν οι διαδικαστικές προυποθέσεις και δύναται ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών να ανασύρει από το αρχείο την δικογραφία αν προσκομιστούν νεώτερα στοιχεία και να κινήσει την δέουσα ποινική δίωξη. (ΑΠ 1699/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1995/2004 ΠοινΛογ 2004/2385, ΔιατΕισΕφΛαρ 134/2005, ΠοινΧρ ΝΖ' 182, Διατ. ΕισαγΠρωτΑθ 907/94 ΠοινΧρ ΜΔ883, Διαταξη ΕισΕφετών Δυτ. Μακεδονίας 1/1993 ΠοινΧρ ΜΓ' 334, Μπουρόπουλου α' 66, Ζησιάδη α' 374-5, Ανδρουλάκη Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης 1994, 233). 
Έτσι, για την ανάσυρση δικογραφίας απαιτούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: 
-Νεώτερα στοιχεία 
-Εγκριση Εισαγγελέα Εφετών και 
- κλήτευση υπόπτου για εξηγήσεις επί της ανάσυρσης
 Η μη άσκηση ποινικής δίωξης πάντως, ως επιλογή κρίσης, αξιώνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ο Εισαγγελέας δηλαδή υποχρεούταν να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν πείσθηκε για την ύπαρξη τουλάχιστον επαρκών ενδείξεων για την άσκηση της ποινικής δίωξης, αναφέροντας στο κείμενο της απορριπτικής διάταξής του, τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα που αξιολόγησε και εκτίμησε. 

Δικαιώματα εγκαλούντος 

Ο εγκαλών δικαιούται να προσφύγει στον Εισαγγελέα Εφετών κατά της απορριπτικής διάταξης μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την έκδοσή της και με την κατάθεση παραβόλου 300 ευρώ.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις