Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Ψευδορκία μάρτυρος. Ηθική αυτουργία στην ψευδορκία μάρτυρος.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

634/2013 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 612383)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Ψευδορκία μάρτυρος. Ηθική αυτουργία στην ψευδορκία μάρτυρος. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Κατάθεση ψευδών γεγονότων ενόρκως ενώπιον του ΜΠΑ κατά τη συζήτηση αιτήσεως συντηρητικής κατάσχεσης.Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Ελλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Απόλυτη ακυρότητα. 

Η παραδοχή στο αιτιολογικό περί διενέργειας σε βάρος της αναιρεσείουσας κύριας ανάκρισης για την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, αντιφάσκει με την παραδοχή στο διατακτικό ότι η αναιρεσείουσα τέλεσε την πράξη αυτή. Οι παραδοχές αυτές ήταν πλεοναστικές και δεν ήταν αναγκαίες για την πληρότητα της αιτιολογίας και τούτο διότι το Εφετείο προσδιόρισε ρητώς τόσο τα ψευδή γεγονότα όσο και τα αληθή. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.


ΑΡΙΘΜΟΣ 634/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου - Εισηγήτρια, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειουσών-κατηγορούμενων, 1. Χ. Π. του Κ. και 2. Ε. Μ. του Δ., κατοίκων ..., που παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Πάτση, περί αναιρέσεως της υπ` αριθμ. 3727/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Π. του Λ., κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Χριστόπουλο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και οι αναιρεσείουσες-κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Ιουνίου 2012 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 825/2012.

Αφού άκουσε

Τους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, αυτουργός του εγκλήματος της ψευδορκίας είναι και εκείνος ο οποίος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι σκοπήθηκε με αυτήν η τιμωρία των παραβατών του καθήκοντος της αλήθειας που έχουν όσοι ενόρκως εξετάζονται ως μάρτυρες, υποχρεούμενοι, για τη διευκόλυνση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης που αντανακλά στο γενικότερο κοινωνικό όφελος, να καταθέτουν σ` αυτά την αλήθεια. Για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού απαιτείται, ένορκη κατάθεση, σε αρχή αρμόδια για ένορκη εξέταση, ανακριβών αντικειμενικά περιστατικών που σχετίζονται ουσιαστικά ή διαδικαστικά με την υπόθεση, ανεξάρτητα αν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη για την έκβασή της, για δε την υποκειμενική υπόσταση απαιτείται άμεσος δόλος που συνίσταται στη γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας-επίγνωσης, από το μάρτυρα ότι τα περιστατικά που καταθέτει είναι ψευδή. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθμ. 3727/2012 απόφαση με την οποία καταδικάσθηκαν, η μεν πρώτη αναιρεσείουσα Χ. Π. για ψευδορκία μάρτυρα, η δε δεύτερη, μητέρα της, Ε. Μ. για ηθική αυτουργία στην ως άνω ψευδορκία, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο αιτιολογητικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων κατ` είδος αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Κατά τη συζήτηση της από 31-1-2006 αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης του εγκαλούντος Γ. Π. του Λ. κατά της δεύτερης κατηγορουμένης Ε. Μ., με την οποία ο εγκαλών ζητούσε να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της ανωτέρω κατηγορουμένης μέχρι του ποσού των 450.000 ευρώ, προκειμένου να εξασφαλιστεί απαίτηση του σε βάρος της, ύψους 282.004,16 ευρώ, για την ικανοποίηση της οποίας είχε ήδη καταθέσει την από 3-1-2006 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η οποία συνίστατο στο προαναφερόμενο ποσό, που φερόταν ότι είχε ιδιοποιηθεί παράνομα η ως άνω κατηγορουμένη το έτος 2003, διαπράττοντας την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας και εκμεταλλευόμενη την άσχημη κατάσταση της υγείας του εγκαλούντος, συνεπεία της οποίας αυτός νοσηλεύτηκε σε διάφορα νοσηλευτικά ιδρύματα, εξετάστηκε ως μάρτυρας της δεύτερης κατηγορουμένης η πρώτη κατηγορουμένη Χ. Π., η οποία είναι κόρη της. Όμως, η εν λόγω πρώτη των κατηγορουμένων, ενώ εξετάστηκε ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα για γεγονότα, που είχαν ουσιώδη επιρροή στη δίκη και μπορούσα να επηρεάσουν αποφασιστικά την απόφαση του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, κατέθεσε α) ότι η μητέρα της δεύτερη κατηγορουμένη, η οποία ήταν σύζυγος του εγκαλούντος, ανέλαβε το επίδικο ποσό από κοινό λογαριασμό, που διατηρούσε με τον εγκαλούντα, προκειμένου να καλύψει τα έξοδα νοσηλείας και διαβίωσης του τελευταίου, και β) ότι η ίδια και η δεύτερη κατηγορουμένη μητέρα της είχαν αποκτήσει δύο πολυτελή αυτοκίνητα ".... ...." και "...........", αξίας 30.000 και 70.000 ευρώ, αντίστοιχα, κατόπιν σχετικής επιθυμίας του εγκαλούντος. Όμως, τα ως άνω γεγονότα ήταν εν γνώσει της ψευδή, δεδομένου ότι αφενός μεν τα έξοδα νοσηλείας και διαβίωσης του εγκαλούντος ανέρχονταν σε πολύ μικρότερο ποσό σε σχέση με το ύψος της προαναφερόμενης επίδικης απαίτησής του κατά της δεύτερης κατηγορουμένης και μάλιστα καταβλήθηκαν είτε από την ασφαλιστική εταιρεία "....... .... ........" είτε από προσωπικούς λογαριασμούς του, λαμβανομένου υπόψη, ότι ο εγκαλών είναι μηχανικός, ασχολούμενος με δημόσια έργα και έχει μεγάλη οικονομική επιφάνεια, αφετέρου δε η αγορά των ανωτέρω αναφερόμενων οχημάτων πραγματοποιήθηκε, χωρίς εντολή από τον εγκαλούντα με χρήματα αυτού, τα οποία ιδιοποιήθηκε εν αγνοία του η δεύτερη των κατηγορουμένων, τελώντας την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, για την οποία ήδη διενεργείται κυρία ανάκριση (βλ. το υπ` αριθμ. 1848/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών). Τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα, κατέθεσε ενόρκως η πρώτη των κατηγορουμένων, αν και γνώριζε ότι είναι ψευδή, όπως τούτο προκύπτει από τη συνεκτίμηση του όλου αποδεικτικού υλικού και μάλιστα η γνώση αυτής ενισχύεται και από τη στενή συγγενική σχέση αυτής με τη μητέρα της δεύτερη των κατηγορουμένων, συνεπεία της οποίας είχε άμεση γνώση των γεγονότων. Την απόφαση αυτή να καταθέσει ενόρκως ψέματα προκάλεσε στην πρώτη των κατηγορουμένων η μητέρα της δεύτερη των κατηγορουμένων Ε. Μ., η οποία, ως διάδικος στην ανωτέρω αναφερόμενη δίκη, με πειθώ, φορτικότητα, συνεχείς προτροπές και παραινέσεις και εκμεταλλευόμενη τη συγγενική τους σχέση, έπεισε την πρώτη κατηγορουμένη να προσέλθει στο δικαστήριο και να εξεταστεί ως μάρτυρας καταθέτοντας εν γνώσει της αναληθείας τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα. Κατά συνέπεια, πρέπει οι δύο κατηγορούμενες να κηρυχθούν ένοχες των αποδιδόμενων σ` αυτές αξιόποινων πράξεων ...".

Ακολούθως το Εφετείο κήρυξε ένοχες τις αναιρεσείουσες με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ και τους επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι μηνών σε καθεμία, ανασταλείσα επί τριετία, για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, συνιστάμενες στο ότι: "Στην Αθήνα, στις 10-7-2006: Α) Η πρώτη κατηγορουμένη, Χ. Π., ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα. Συγκεκριμένα εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη συζήτηση της από 31-1-2006 αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης του εγκαλούντος, Γ. Π. του Λ., κατά της δεύτερης κατηγορουμένης Ε. Μ., με την οποία ο εγκαλών ζητούσε να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της ανωτέρω κατηγορουμένης μέχρι του ποσού των 450.000 ευρώ, προκειμένου να εξασφαλιστεί απαίτησή του σε βάρος της, ύψους 282.004,16 ευρώ, για την ικανοποίησή της οποίας είχε καταθέσει την από 3-1-2006 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η οποία συνίστατο στο προαναφερόμενο ποσό, που φερόταν ότι είχε ιδιοποιηθεί παράνομα η ως άνω κατηγoρoυμένη το έτος 2003, διαπράττοντας την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας και εκμεταλλευόμενη την άσχημη κατάσταση της υγείας του εγκαλούντος, συνεπεία της οποίας αυτός νοσηλεύτηκε σε διάφορα νοσηλευτικά ιδρύματα. Στα πλαίσια της παραπάνω κατάθεσης ισχυρίστηκε ότι η μητέρα της δεύτερη κατηγορουμένη, η οποία ήταν σύζυγος του εγκαλούντος, ανέλαβε το επίδικο ποσό από κοινό λογαριασμό που διατηρούσε με τον εγκαλούντα, προκειμένου να καλύψει τα έξοδα νοσηλείας και διαβίωσης του τελευταίου, περαιτέρω δε ισχυρίστηκε ότι η ίδια και η δεύτερη κατηγορουμένη είχαν αποκτήσει δύο πολυτελή αυτοκίνητα "........" και "...............", αξίας 30.000 και 70.000 ευρώ αντίστοιχα, κατόπιν σχετικής επιθυμίας του εγκαλούντος, γεγονότα τα οποία ήταν εν γνώσει της ψευδή, καθώς αφενός μεν τα έξοδα νοσηλείας και διαβίωσης του εγκαλούντος ανέρχονταν σε πολύ μικρότερο ποσό από το ύψος της προαναφερόμενης επίδικης απαίτησης του κατά της δεύτερης κατηγορουμένης και καταβλήθηκαν είτε από την ασφαλιστική εταιρεία "......................." είτε από προσωπικούς λογαριασμούς του, αφετέρου δε η αγορά των ανωτέρω αναφερόμενων οχημάτων πραγματοποιήθηκε με χρήματα τoυ εγκαλούντος, που ιδιοποιήθηκε εν αγνοία του η δεύτερη κατηγορουμένη, τελώντας την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας. Τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη συζήτηση της προαναφερόμενης αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης, αν και γνώριζε ότι είναι ψευδή. Β)H δεύτερη κατηγορουμένη Ε. Μ., προκάλεσε σε άλλη την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη πoυ διέπραξε. Συγκεκριμένα, ως διάδικος στην ανωτέρω αναφερόμενη δίκη, με πειθώ, φορτικότητα συνεχείς προτροπές και παραινέσεις προκάλεσε στην πρώτη κατηγορουμένη την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, όπως αυτή περιγράφεται στο στοιχ. Α του παρόντος".
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι οι αναιρεσείουσες τέλεσαν τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκαν, αφού εκθέτει σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 45, 46 και 224 παρ.2 ΠΚ, που εφάρμοσε, χωρίς δηλαδή αντιφατικές παραδοχές που να ασκούν έννομη επιρροή στην καταδικαστική του κρίση, όπως αβάσιμα αιτιώνται με τον πρώτο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, αναιρετικό λόγο οι αναιρεσείουσες. Ειδικότερα και σε σχέση με την προβαλλόμενη δια του λόγου αυτού μοναδική αιτίαση του αναιρετηρίου, ότι η παραδοχή, στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης περί διενέργειας σε βάρος της δεύτερης αναιρεσείουσας κυρίας ανάκρισης για την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, αντιφάσκει με την παραδοχή στο διατακτικό της, ότι η ως άνω αναιρεσείουσα τέλεσε την πράξη αυτή, και ως εκ τούτου υφίσταται έλλειψη αιτιολογίας, δεδομένου ότι δεν έχει καταδικασθεί για την ως πράξη, είναι αβάσιμη, ενόψει του ότι οι ως άνω πλεοναστικές παραδοχές, δεν ήταν αναγκαίες για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης ως μη ασκούσες έννομη επιρροή για τη θεμελίωση του αδικήματος της ψευδορκίας μάρτυρα (και συνακόλουθα και της ηθικής αυτουργίας σ` αυτήν) για τα οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείουσες. Και τούτο διότι το Εφετείο, προσδιόρισε ρητώς στο σκεπτικό του, ως προς την ψευδορκία της πρώτης αναιρεσείουσας, τα ψευδή γεγονότα που αυτή κατέθεσε (τα συνδεόμενα με τον αναιρετικό αυτό λόγο) αλλά και τα αληθινά και συγκεκριμένα ότι τα δύο αυτοκίνητα αγοράσθηκαν "κατόπιν σχετικής επιθυμίας του εγκαλούντος", ενώ το αληθές ήταν ότι η αγορά των προαναφερομένων οχημάτων πραγματοποιήθηκε "χωρίς εντολή από τον εγκαλούντα με χρήματα αυτού, τα οποία ιδιοποιήθηκε εν αγνοία του η δεύτερη των κατηγορουμένων", τα δε πέραν αυτών, που παρατίθενται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της αποφάσεως, αναφορικά με την αιτιολόγηση του τρόπου που περιήλθαν στη δεύτερη αναιρεσείουσα τα χρήματα του εγκαλούντος, (τέλεση εκ μέρους της της αξιόποινης πράξης της κακουργηματικής πλαστογραφίας), δεν ήταν αναγκαία για τη θεμελίωση του αδικήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, αλλά αρκούσε προς τούτο ότι τα εν λόγω οχήματα αγοράσθηκαν χωρίς εντολή του εγκαλούντος, με χρήματα αυτού τα οποία ιδιοποιήθηκε εν αγνοία του η δεύτερη αναιρεσείουσα, περιστατικά που σαφώς διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της αποφάσεως. Κατά λογική συνέπεια των ανωτέρω, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` ΚΠοινΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες αιτιώνται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση θεμελίωσε την καταδικαστική της κρίση στο γεγονός ότι η δεύτερη αναιρεσείουσα τέλεσε την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, χωρίς αυτό να είναι αληθές, είναι απαράδεκτος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Και τούτο διότι υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες παραδοχές, σαφώς προκύπτει ότι η καταδικαστική κρίση της προσβαλλόμενης, θεμελιώθηκε στο γεγονός ότι τα κατατεθέντα από την πρώτη αναιρεσείουσα περιστατικά είναι ψευδή και ότι αυτή τελούσε σε γνώση της αναληθείας τους, χωρίς, όπως προαναφέρθηκε, να ασκεί έννομη επιρροή η πλεοναστική αναφορά περί τέλεσης από την δεύτερη αναιρεσείουσα της πράξης της κακουργηματικής πλαστογραφίας, η οποία και δεν αποτελούσε αντικείμενο της ένδικης ποινικής δίκης.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, με παράλληλη καταδίκη των αναιρεσειουσών στα δικαστικά έξοδα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Γ. Π..

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 13 Ιουνίου 2012 κοινή δήλωση των 1) Χ. Π. και 2) Ε. Μ., περί αναιρέσεως της υπ` αριθμ. 3727/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων).
Καταδικάζει καθεμία από τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Γ. Π. εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Απριλίου 2013.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις