Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΑΦΑΝΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

1630/2013 ΑΠ ( 617679)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Ε7 2014/556 , ΕΕΜΠΔ 2014/101)
Σύσταση αφανούς εταιρείας. Άκαιρη καταγγελία αυτής από τον εμφανή εταίρο χωρίς σπουδαίο λόγο. Είναι άκαιρη η καταγγελία, η οποία έγινε σε χρόνο, κατά τον οποίο η διατήρηση της εταιρείας είχε ιδιαίτερη σημασία για τα συμφέροντα των εταίρων και ως εκ τούτου η λύση της συνεπάγεται γι` αυτούς την πρόκληση θετικής ζημίας ή διαφυγόντος κέρδους, προσδοκώμενου λόγω ειδικών περιστάσεων, κατά το χρόνο της καταγγελίας και ματαιωθέντος συνεπεία αυτής. Έννοια «σπουδαίου λόγου». Παραδεκτή η άσκηση αγωγής του αφανούς κατά του εμφανούς εταίρου προς απόδοση σ` αυτόν της αναλογίας της μερίδας του εκ των εταιρικών κερδών, καθώς και της εισφοράς του, χωρίς να προηγηθεί εκκαθάριση, εκτός αν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο μεταξύ των εταίρων ή αν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι απαραίτητη η εκκαθάριση, διότι από την παράλειψή της επέρχεται σύγχυση. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ` αριθμ. 271/2011 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς.


Αριθμός 1630/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, και Γεώργιο Κοντό Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 11 Φεβρουαρίου 2013, με την
παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Σ. Π. του Ε., κατοίκου ..... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Καραμέτο.

Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Μ., κατοίκου .. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Απόστολο Τσιαντή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-1-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5067/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 271/2011 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά με την από 12-7-2011 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Κοντός, ανέγνωσε την από 28-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης.Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά το άρθρο 767 Α.Κ.., που εφαρμόζεται, κατά τα άρθρα 47-50 του Εμπ.Ν., όπως
ίσχυαν προ της καταργήσεώς των με το άρθρο 294 παρ. 2 του ν. 4072/2012, και στην
στερουμένη νομικής προσωπικότητος αφανή εταιρεία, αφού δεν αντίκειται στον ιδιάζοντα
χαρακτήρα αυτής (Α.Π. 885/ 2001): "Εταιρεία που έχει αόριστη διάρκεια λύεται οποτεδήποτε με καταγγελία οποιουδήποτε εταίρου. Αν ο εταίρος κατήγγειλε την εταιρία ακαίρως και χωρίς σπουδαίο λόγο, που να δικαιολογεί την άκαιρη καταγγελία ενέχεται για τη ζημία που προεκάλεσε στους άλλους εταίρους". Σπουδαίος λόγος προώρου λύσεως της εταιρείας νοείται, κατά κύριο λόγο, η ουσιώδης παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων, αλλά και γεγονότα, εξαιτίας των οποίων, ενόψει και των ιδιαιτέρων συνθηκών, δεν πρέπει να απαιτηθεί από τον καταγγέλλοντα, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, η εξακολούθηση της εταιρείας. Θεωρείται δε άκαιρη η καταγγελία, εάν έγινε σε χρόνο, κατά τον οποίο η διατήρηση της εταιρείας είχε ιδιαιτέρα σημασία για τα συμφέροντα των εταίρων και ως εκ τούτου η λύση της συνεπάγεται γι` αυτούς την πρόκληση θετικής ζημίας ή διαφυγόντος κέρδους, προσδοκομένου λόγω ειδικών περιστάσεων, κατά το χρόνο της καταγγελίας και ματαιωθέντος συνεπεία ταύτης.
Ειδικότερα, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 767 του Α.Κ., που αποτελεί εκδήλωση της αρχής της καλής πίστεως, αποκαθίσταται η ζημία που προκλήθηκε στους λοιπούς εταίρους από το γεγονός της λύσεως της εταιρείας, που συνάπτεται αιτιωδώς, κατά την έννοια του άρθρου 298 του Α.Κ., προς την άκαιρη λύση της, δηλαδή η ζημία που προκλήθηκε από την αδικαιολόγητη επιλογή από τον καταγγείλαντα του χρονικού αυτού σημείου και η οποία κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και με πιθανότητα δεν θα επερχόταν, αν ο εταίρος, τηρώντας τους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, δεν είχε καταγγείλει ακαίρως την εταιρεία (Ολ. Α.Π. 31/1998, Α.Π 957/2006, 855/2009, 654/2010 και 1496/2011). Εξάλλου, μετά τη λύση της αφανούς εταιρείας δεν απαιτείται να επακολουθήσει υποχρεωτικώς στάδιο εκκαθαρίσεως, διότι δεν υπάρχει εταιρική περιουσία, εφόσον ο εμφανής εταίρος εμπορεύεται ατομικώς έναντι των τρίτων,
με αποτέλεσμα να είναι παραδεκτή η άσκηση αγωγής εκ μέρους του αφανούς εταίρου, κατ`
ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 779 έως 782 Α.Κ., σε συνδυασμό με το άρθρο 719 Α.Κ., κατά του εμφανούς εταίρου προς απόδοση της ανηκούσης σ` αυτόν μερίδος εκ των εταιρικών κερδών, καθώς και της εισφοράς του, χωρίς να προηγηθεί εκκαθάριση, εκτός αν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο μεταξύ των εταίρων (άρθρ. 361 ΑΚ) ή αν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι απαραίτητη η εκκαθάριση, διότι από την παράλειψή της επέρχεται σύγχυση (Α.Π. 749/2012, 362/2008, 393/2006, 860/2002). Τέλος από τις ίδιες, ως άνω, διατάξεις του άρθρου 767 του Α.Κ. , σε συνδυασμό προς την δημοσίας τάξεως διάταξη του άρθρου 281 του ιδίου Κώδικος, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της ανεντιμότητος και της κακοπιστίας στις συναλλαγές και απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, συνάγεται περαιτέρω ότι η καταγγελία της αορίστου διαρκείας εταιρείας, που αποτελεί δικαίωμα του εταίρου, αν ασκήθηκε καταχρηστικώς, έγινε δηλαδή κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, επιφέρει μεν τη λύση της εταιρίας, πλην όμως συνιστά αδικοπραξία, κατά την έννοια των άρθρων 914 και 919 του Α.Κ., από την οποία γεννάται ευθύνη προς αποζημίωση ή και χρηματική ικανοποίηση των λοιπών εταίρων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299 και 932 του αυτού Κώδικος. Ασκείται δε καταχρηστικώς το δικαίωμα, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η εντεύθεν δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε ουσιώδη σχέση με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει ν` αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματος του. Ειδικότερα, το δικαίωμα του εταίρου, να προβεί σε λύση με καταγγελία της αορίστου διαρκείας εταιρείας, δεν ασκείται εναντίον των χρηστών ηθών, όταν η καταγγελία αυτή εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από τους λοιπούς εταίρους δυνατότητες του καταγγέλλοντος και δεν είναι άσχετο προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχειρήσεως (Ολ.Α.Π. 12/2004, Α.Π.841/2010, 855/2009, 895/2004). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ.: "Αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών..." Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ. Α.Π. 27 και 28/1998, 7/2006 και 4/2005, Α.Π.282/2010, 1756/2011). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ.: "Αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης". Ο προβλεπόμενος από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνος δικαίου, για την επέλευση της εννόμου συνεπείας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία - Ολ. Α.Π. 1/1999). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την προκειμένη αναιρετική διαδικασία μέρος τους, τα εξής: "Οι διάδικοι που κατάγονται από την Αίγινα και συνδέονταν με στενή φιλία και από το έτος 1997 με επαγγελματική συνεργασία, κατά την άνοιξη του 2000, συμφώνησαν προφορικά να εκμεταλλευθούν την παραλία στην περιοχή Αιγινίτισσα της Αίγινας... Προς το σκοπό αυτόν μίσθωσαν από το Δήμο Αίγινας το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης τμήματος της παραλίας στην προαναφερόμενη τοποθεσία, έκτασης 263,75 τμ...
Επίσης μίσθωσαν γειτονικό ιδιωτικό οίκημα εμβαδού 288 τ.μ., και το χρησιμοποίησαν αρχικά ως αποθήκη και αργότερα ως εστιατόριο. Αφού δε αγόρασαν και τον αναγκαίο εξοπλισμό (ομπρέλες, καθίσματα, ξαπλώστρες), έθεσαν σε λειτουργία την εν λόγω επιχείρηση από την τουριστική περίοδο του έτους 2000. Η επιχείρηση αυτή λειτούργησε με τη μορφή της αφανούς εταιρείας, με εμφανή εταίρο τον εναγόμενο και αφανή τον ενάγοντα. Η εταιρεία συμφωνήθηκε να είναι αόριστης διάρκειας-ενώ η μερίδα συμμετοχής καθενός από τους εταίρους στα κέρδη και τις ζημίες ορίστηκε στα 50%. Ως εισφορά για την αγορά του εξοπλισμού της επιχείρησης ο κάθε εταίρος κατέβαλε 1.000.000 δραχμές περίπου, ενώ επιπλέον οι διάδικοι συμφωνήθηκε να παρέχουν και προσέφεραν πράγματι στην εταιρεία και την προσωπική τους εργασία. Η άδεια λειτουργίας της επιχείρησης εκδόθηκε στο όνομα του εναγομένου-εμφανούς εταίρου και η επιχείρηση λειτούργησε με
ικανοποιητικά αποτελέσματα, για το λόγο δε αυτόν οι διάδικοι σταδιακά την επεξέτειναν.
Ειδικότερα, αφού διαμόρφωσαν κατάλληλα το οίκημα, το οποίο είχαν μισθώσει .... μαζί με τον εξοπλισμό του και έλαβε ο εναγόμενος τη σχετική άδεια ίδρυσης και λειτουργίας, λειτούργησαν στο οίκημα αυτό εστιατόριο-αναψυκτήριο-σνακ μπαρ,... έναντι δε αυτού, προς την πλευρά της παραλίας, διαμόρφωσαν και εκμεταλλεύθηκαν υπαίθριο χώρο-βεράντα, εμβαδού 40 τμ, στον οποίο ανέπτυξαν επίσης τραπεζοκαθίσματα. Για το μίσθιο εστιατόριο το 2004 συνήφθη νέα τριετής μίσθωση με μίσθωμα 7.336,75 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο. Ως μισθωτής στην εν λόγω μίσθωση, όπως άλλωστε και στην αρχική, συμβλήθηκε ο εναγόμενος, στο όνομα του οποίου επίσης εκδίδονταν όλες οι σχετικές άδειες (κατάληψης πεζοδρομίων, τοποθέτησης ομπρελών κλπ) και τα αναγκαία για τη λειτουργία της επιχείρησης παραστατικά (τιμολόγια αγοράς κλπ). Η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας του εστιατορίου εκδόθηκε το έτος 2002 και μετά την επέκταση της η επιχείρηση συνέχισε να έχει εποχικό χαρακτήρα, να λειτουργεί δηλαδή από τις αρχές Μαΐου μέχρι τα μέσα περίπου Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Για την ως άνω επέκταση της επιχείρησης και τον εξοπλισμό του εστιατορίου κάθε συνέταιρος εισέφερε το ποσό των 12.000 ευρώ περίπου, ο δε ενάγων συνέχισε να προσφέρει τις προσωπικές του υπηρεσίες και στο εστιατόριο. Επίσης οι διάδικοι... απασχολούσαν σε καθημερινή βάση τέσσερα άτομα, ενώ κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες απασχολούσαν μεγαλύτερο αριθμό σερβιτόρων και βοηθών. Καθόλη δε τη διάρκεια της συνεργασίας τους μέχρι και την τουριστική περίοδο του 2006 αποφάσιζαν από κοινού για όλα τα θέματα που αφορούσαν την επιχείρηση. Πιο συγκεκριμένα, έρχονταν σε επαφή με τους προμηθευτές, ρύθμιζαν τα θέματα που αφορούσαν το προσωπικό, είχαν οριστεί και οι δύο αγορανομικοί υπεύθυνοι, είχαν από κοινού την οικονομική διαχείριση της εταιρικής επιχείρησης, τηρούσαν προς τούτο κοινό τραπεζικό λογαριασμό στην τράπεζα ............ ...... , στον οποίο κατέθεταν το αποθεματικό της επιχείρησης και από τον οποίο αναλάμβαναν τα ποσά που απαιτούνταν για την πληρωμή του μισθώματος του εστιατορίου και την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων της επιχείρησης, προέβαιναν τακτικά σε διανομή των εταιρικών κερδών, ελάμβαναν και εξοφλούσαν επιταγές πελατών και ενεργούσαν γενικά κάθε πράξη που ήταν αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία της εταιρικής επιχείρησης και την ευόδωση του εταιρικού σκοπού...Η εταιρική συνεργασία των διαδίκων υπήρξε απρόσκοπτη και αποδοτική μέχρι το τέλος της τουριστικής περιόδου του έτους 2006. Μέχρι το χρονικό αυτό σημείο η επιχείρηση παρουσίαζε συνεχώς ανοδική πορεία λόγω της προνομιακής θέσης της συγκεκριμένης παραλίας, η οποία αποτελούσε τότε τη μόνη οργανωμένη και εξοπλισμένη παραλία της Αίγινας, της ανυπαρξίας στην ίδια περιοχή ανταγωνιστικής επιχείρησης, των γνωριμιών που διέθεταν οι διάδικοι, της καλής εν γένει συνεργασίας που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους και της βοήθειας που τους παρείχε ο πατέρας του εναγομένου, ο οποίος ήταν δημοτικός σύμβουλος Αίγινας. Κατά το τέλος ωστόσο του 2006 και τις αρχές του 2007 εμφανίστηκαν τα πρώτα προβλήματα στις σχέσεις των διαδίκων, τα οποία ο μεν ενάγων αποδίδει σε παρεμβάσεις της συζύγου του εναγομένου σε θέματα λειτουργίας της επιχείρησης, ο δε εναγόμενος στο γεγονός ότι ο ενάγων "...αδιαφορούσε παντελώς για τις ευθύνες που είχε επωμισθεί...". Το βέβαιο είναι ότι ο ενάγων στις αρχές Απριλίου 2007 επικοινώνησε με τον εναγόμενο, προκειμένου να συναντηθούν και να προγραμματίσουν, όπως έκαναν κάθε έτος, τις εργασίες συντήρησης των εγκαταστάσεων της επιχείρησης ενόψει της επερχόμενης τουριστικής περιόδου. Ο εναγόμενος όμως δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση αυτή του ενάγοντος. Μάλιστα, όταν ο τελευταίος επισκέφθηκε το εταιρικό κατάστημα, διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος είχε στο μεταξύ αλλάξει τις κλειδαριές του.
Για τους λόγους αυτούς και επειδή ο εναγόμενος απέφευγε έκτοτε με διάφορες προφάσεις να επικοινωνήσει μαζί του, ο ενάγων κοινοποίησε προς αυτόν την από 16.4.2007 εξώδικη δήλωση- πρόσκληση-διαμαρτυρία, με την οποία τον κάλεσε να προσέλθει στην επιχείρηση για να εκτελέσουν τις προαναφερόμενες εργασίες συντήρησης. Ο εναγόμενος όμως τον αγνόησε εντελώς. Δεν απάντησε καθόλου στην παραπάνω πρόσκληση και, κατά τις αρχές Μαΐου του ίδιου έτους, έθεσε μόνος του σε λειτουργία την επιχείρηση, όταν δε εμφανίστηκε εκεί ο ενάγων τον απέπεμψε και εξέφρασε μάλιστα και παράπονα προς το Α/Τ Αίγινας, ότι τάχα διαταράσσει τη λειτουργία της επιχείρησης και τον ενοχλεί, επειδή, όπως ισχυρίστηκε, κατήγγειλε την εργασιακή σύμβαση που τους συνέδεε. Μετά απ` αυτά, ο ενάγων στις 26.6.2007 κοινοποίησε προς τον εναγόμενο την από 19.5.2007 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία, με την οποία τον κάλεσε για τελευταία - όπως σημείωνε - φορά να στέρξει στη συνέχιση της συνεργασίας τους άλλως να του αποδώσει την αναλογία του στα κέρδη και την υπεραξία της επιχείρησης. Ο εναγόμενος, ένα περίπου μήνα μετά..., απάντησε με την από 20.7.2007 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία-πρόσκληση... με την οποία δήλωσε ότι δεν επιθυμεί πλέον τη συνέχιση της "εργασιακής τους σχέσης", όπως χαρακτήρισε τη συνεργασία τους, και προέβαλε περαιτέρω για πρώτη φορά τους αρνητικούς ισχυρισμούς που προβάλλει και στην προκείμενη δίκη. Ετσι ο ενάγων αναγκάστηκε να ασκήσει την κρινόμενη αγωγή. Από τα περιστατικά που εκτέθηκαν...γίνεται φανερό ότι η προπεριγραφόμενη συμπεριφορά του εναγομένου συνιστά καταγγελία από την πλευρά του της αφανούς εταιρείας ......... χωρίς να αποδεικνύεται ότι ο ενάγων επέδειξε, όπως ο εναγόμενος διατείνεται, αδιαφορία για την εκτέλεση των καθηκόντων του ή ότι συνέτρεξε κάποιος άλλος σπουδαίος λόγος..., ο οποίος να δικαιολογεί την άσκησή της και τη λύση της εταιρείας κατά τη χρονική εκείνη στιγμή. Υπήρξε δε η καταγγελία αυτή και άκαιρη, αφού κατά το χρόνο που έγινε, δηλαδή λίγο πριν από την έναρξη της θερινής τουριστικής περιόδου του έτους 2007, υπήρχε ειδική προσδοκία κερδών για τους συνεταίρους κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των μέτρων που είχαν ληφθεί και ιδίως της ανοδικής πορείας που παρουσίαζε η επιχείρηση, δεδομένου μάλιστα ότι όλες οι ομοειδείς επιχειρήσεις την τουριστική περίοδο αποκομίζουν τα κέρδη τους... τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης των διαδίκων κατά το έτος 2006 από την εκμετάλλευση της παραλίας, στην οποία παρείχαν στους λουομένους υπηρεσίες ενοικίασης 60 ομπρελών θαλάσσης και 100 ξαπλώστρων [προς 7 ευρώ την ομπρέλα και 3,50 ευρώ μεμονωμένα την ξαπλώστρα για απεριόριστο χρόνο] ανήλθαν στο ποσό των 61.453 ευρώ. Εξάλλου, κατά το ίδιο έτος τα κέρδη της εταιρείας από την εκμετάλλευση του εστιατορίου ανήλθαν στα 45.040 ευρώ. Πιο συγκεκριμένα.....(παρατίθενται αναλυτικώς τα στοιχεία από τα οποία προκύπτουν τα ανωτέρω ποσά που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω). Οσον άφορα τα κέρδη από το μπαρ την ίδια περίοδο ανήλθαν σε 98.128,06 ευρώ.
Έτσι, τα κέρδη της επιχείρησης για το έτος 2006 ανήλθαν συνολικά σε (61.453 + 45.040 +
98.128,06) 204.621,06 ευρώ. Από το ποσό όμως τούτο πρέπει να αφαιρεθούν τα πάγια έξοδα της επιχείρησης, τα οποία κατά το εν λόγω έτος ανήλθαν συνολικά σε 50.273,93 ευρώ (αναφέρονται αναλυτικώς). Επομένως, απομένει καθαρό κέρδος (204.621,06 -50.273,93 =) 154.347,13 ευρώ, το οποίο, τουλάχιστον, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και λόγω της συνεχούς ανοδικής πορείας της επιχείρησης θα αποκόμιζαν οι διάδικοι και την επόμενη τουριστική (θερινή) περίοδο του έτους 2007. Βάσει δε της μερίδας συμμετοχής του ενάγοντος στα εταιρικά κέρδη (50%), θα αναλογούσε σ` αυτόν το ήμισυ των κερδών αυτών, δηλαδή (157.347,13 : 2) 77.173,57 ευρώ.
Πέραν των ανωτέρω, κατά το χρόνο καταγγελίας από τον εναγόμενο της αφανούς εταιρείας η επίδικη επιχείρηση, για την οποία υπήρχαν πολλά ευμενή σχόλια σε περιοδικά και ειδικές στήλες των τοπικών εφημερίδων, είχε αποκτήσει σταδιακά μια σταθερή πελατεία και καλή φήμη. Έτσι, ενόψει των ανωτέρω, είχε αποκτήσει υπεραξία, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 200.000 ευρώ, το ήμισυ του οποίου δηλαδή οι 100.000 ευρώ, δικαιούται βάσει της μερίδας του να λάβει ο ενάγων. Τέλος αποδεικνύεται ότι, ενόψει ιδίως του ότι ο εναγόμενος κατήγγειλε την αφανή εταιρεία απροειδοποίητα, άκαιρα και χωρίς σπουδαίο λόγο, λίγο πριν από την έναρξη της τουριστικής περιόδου του έτους 2007, ότι πριν από την καταγγελία απέφευγε αυτός συστηματικά να επικοινωνήσει με τον ενάγοντα, ότι απήντησε στις εξώδικες δηλώσεις του τελευταίου στο μέσον περίπου της ως άνω τουριστικής περιόδου και ότι, όταν ο ενάγων πήγε στο εταιρικό κατάστημα, τον απέπεμψε και τον κατήγγειλε στο οικείο Α/Τ για παρενόχληση, την καταγγελία αυτή άσκησε ο εναγόμενος με πρόθεση ιδιοποίησης (και) της αναλογίας του ενάγοντος στα εταιρικά κέρδη και πρόκλησης στον τελευταίο αντίστοιχης ζημίας, η οποία πράγματι και προκλήθηκε, και ότι η ως άνω συμπεριφορά του εναγομένου, κατ` αντικειμενική κρίση, αντίκειται στα χρηστά ήθη, δηλαδή στην κοινωνική ηθική και τις θεμελιώδεις δικαιϊκές αρχές, πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου. Η συμπεριφορά δε αυτή του εναγομένου προκάλεσε στον ενάγοντα, με τον οποίο μέχρι τότε συνδεόταν με στενή και μακροχρόνια φιλία και συνεργαζόταν αρμονικά, μεγάλη στενοχώρια, δεδομένου ότι η επιχείρηση αναπτύχθηκε και με τη δική του (του ενάγοντος) συμβολή και από την εκμετάλλευση αυτής αποκόμιζε το εισόδημα που απαιτούνταν για τη διαβίωση του ίδιου και της οικογένειάς του. Υπέστη, έτσι, ο ενάγων και ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικαστεί σ` αυτόν εύλογη χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας, ενόψει όσων προαναφέρθηκαν και ιδίως της περιουσιακής ζημίας του ενάγοντος, του βαθμού του πταίσματος του εναγομένου και της οικονομικής κατάστασης και κοινωνικής θέσης των διαδίκων, πρέπει να οριστεί στα 20.000 ευρώ. Ενόψει όλων τούτων, ο ενάγων για όλες τις πιο πάνω αιτίες δικαιούται και ο εναγόμενος υποχρεούται να του καταβάλει συνολικά (77.173,57 + 100.000 + 20.000 =) 197.173,57 ευρώ".
Ετσι κρίνοντας το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο και δεν παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, τις εφαρμοσθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που παρατέθηκαν στην αρχή της παρούσης, διέλαβε δε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές κρίσεις αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεώς του ως προς την ορθή εφαρμογή των διατάξεων τούτων, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών.
Συνεπώς δεν υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες του 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ., που αποδίδονται σ` αυτό με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και αφορούν ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των προειρημένων ουσιαστικών διατάξεων. Συγκεκριμένα, με τον πρώτο κατά σειρά λόγο του αναιρετηρίου προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αριθμ.1 του Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι ενώ δέχθηκε ότι από το τέλος του 2006 και τις αρχές του 2007 άρχισαν να διαταράσσονται οι μεταξύ των εταίρων σχέσεις, έβαιναν δε, κατά τον αναιρεσείοντα, διαρκώς επιδεινούμενες, εις τρόπον ώστε κατά τον χρόνο της γενομένης καταγγελίας να έχει εκλείψει κάθε πρόθεση εταιρικής συνεργασίας αμφοτέρων των μερών, και να συντρέχει εντεύθεν σπουδαίος λόγος καταγγελίας, έκρινε παρά ταύτα ότι η εκ μέρους του αναιρεσείοντος καταγγελία της αφανούς εταιρεία έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο, παραβιάζοντας τη αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 767 του Α.Κ.. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως τυγχάνει αβάσιμος, διότι η απλή διαταραχή των σχέσεων των εταίρων, η οποία δεν είναι και ασυνήθης σε ανάλογες συνεργασίες , μακράς διαρκείας και ευρέως κύκλου επιχειρηματικής δραστηριότητος, δεν συνιστούσε αφ` εαυτής σπουδαίο λόγο λύσεως της εταιρείας, που να δικαιολογεί την καταγγελία αυτής εκ μέρους του εναγομένου, καθόσον αυτή δεν ήγαγε στην παραβίαση οποιασδήποτε συμβατικής υποχρεώσεως των εταίρων και δεν επηρέασε την δυνατότητα αυτών για εξακολούθηση της εταιρικής των συνεργασίας. Επίσης δεν προέκυψαν, σύμφωνα με τις αναιρετικώς ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, ούτε άλλωστε και ο αναιρεσείων επικαλείται, γεγονότα, εξαιτίας των οποίων, δεν θα έπρεπε, ενόψει και των ιδιαιτέρων συνθηκών, να απαιτηθεί απ` αυτόν, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, η εξακολούθηση της εταιρείας. Επίσης, η ιδία ως άνω αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ.1 Κ.Πολ.Δ. προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση και με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, σύμφωνα με τον οποίο το Εφετείο, επιδικάζοντας στον αναιρεσίβλητο ως αποζημίωση για την άκαιρο και άνευ σπουδαίου λόγου καταγγελία της εταιρείας το ποσό των 100.000 ευρώ, που συνιστά το αναλογούν στη μερίδα του ποσό της υπεραξίας της ασκουμένης από την εταιρεία επιχειρήσεως, "παρεβίασε, και ως προς την αξίωση αυτή την ως είρηται διάταξη του άρθρου 767 του Α.Κ., διότι η ζημία, προς αποκατάσταση της οποίας επιδίκασε το ως άνω ποσό, δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς το άκαιρο της καταγγελίας, πέραν του ότι η όποια υπεραξία της επιχειρήσεως, αποτελούσα περιουσιακό στοιχείο του εμφανούς εταίρου που έχει υποχρέωση, κατά τα κρατούντα επί αφανούς εταιρείας, να το μεταβιβάσει στους αφανείς κατά το λόγο της μερίδος εκάστου, δεν αναιρέθηκε, ούτε μειώθηκε με την καταγγελία της εταιρείας, η τύχη της δε θα ρυθμιστεί κατά την εκκαθάριση της εταιρείας η οποία αναγκαίως θα επακολουθήσει". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος, ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού το ποσό των 100.000 ευρώ δεν επιδικάσθηκε στον αναιρεσίβλητο ως αποζημίωση για την άκαιρο και άνευ σπουδαίου λόγου καταγγελία της εταιρείας, αλλά συνεπεία της εκ της καταγγελίας ταύτης επελθούσης λύσεως της εταιρείας και αντιστοιχεί στην μερίδα αυτού επί της υπεραξίας της ασκουμένης επιχειρήσεως, που αποτελεί περιουσία της λυθείσης εταιρείας. Η μερίδα του δε αυτή του ενάγοντος, αφανούς εταίρου, παραδεκτώς και νομίμως ζητείται και του αποδίδεται, χωρίς να προηγηθεί εκκαθάριση, αφού ως εκ της φύσεως της συγκεκριμένης εταιρείας και της ελλείψεως αντιθέτου συμφωνίας των διαδίκων, δεν απαιτείται της λύσεως αυτής να επακολουθήσει υποχρεωτικώς στάδιο εκκαθαρίσεως, κατά τα προεκτεθέντα.
Εξάλλου, ο αναιρεσείων με τον τρίτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως ισχυρίζεται ότι το Εφετείο δεχόμενο ότι ο αναιρεσίβλητος, εξαιτίας της επίμαχης καταγγελίας της εταιρείας και των λοιπών περιστατικών που παρατίθενται στην προσβαλλομένη απόφασή του υπέστη ηθική βλάβη και επιδικάζοντας σ` αυτόν ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 20.000 ευρώ, παρεβίασε τις αντίστοιχες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 299 και 932 του Α.Κ. και δεν διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς αιτιολογίες, υποπίπτοντας έτσι στις πλημμέλειες του 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ.. Και ο λόγος αυτός αναιρέσεως τυγχάνει αβάσιμος, διότι, με βάση τις προεκτεθείσες αντίστοιχες ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου, το δικαίωμα του αναιρεσείοντος προς καταγγελία της περί ης ο λόγος εταιρείας ασκήθηκε καταχρηστικώς, δηλαδή κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και συνιστά αδικοπραξία, κατά την έννοια των άρθρων 914 και 919 του Α.Κ., από την οποία γεννάται ευθύνη προς χρηματική ικανοποίηση. Επομένως το Εφετείο επιδικάζοντας χρηματική ικανοποίηση στον αναιρεσίβλητο, λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία αυτός, κατά τις αναιρετικώς ανέλεγκτες παραδοχές του, υπέστη ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις αντίστοιχες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 299, 914, 919 και 932 του Α.Κ., τις οποίες δεν παρεβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού στην απόφασή του διέλαβε σαφείς αιτιολογίες και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των διατάξεων τούτων. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινομένη αίτηση, που δεν περιέχει άλλους λόγους, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, να καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-7-2011 αίτηση του Σ. Π. του Ε., κατοίκου ...... .... , για αναίρεση της υπ` αριθμ.271/2011 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Ιουλίου 2013.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις