Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΙΣΧΥΡΟΣ ΚΛΟΝΙΣΜΟΣ

386/2011 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ ( 593472)


(ΑΡΜ 2012/1407)

Διαζύγιο. Λόγο διαζυγίου αποτελεί ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης συμβίωσης, ο οποίος μπορεί να προέρχεται από γεγονότα που αφορούν τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο. Αντικείμενο της δίκης διαζυγίου δεν είναι η διάγνωση του λόγου διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου. Είναι αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε γεγονός υπαίτιο ή ανυπαίτιο για τον κάθε σύζυγο. Το δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης διαζυγίου δεν επεκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας.

Ηθική βλάβη. Χρηματική ικανοποίησ της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ένας σύζυγος λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του από τον άλλον μπορεί να αξιωθεί και στο πλαίσιο της δίκης διαζυγίου. Δεν συνιστά προσβολή της προσωπικότητας η οποιαδήποτε αντισυζυγική συμπεριφορά, η ψυχική δοκιμασία που προκαλείται από τον κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης και η παράβαση της υποχρέωσης συζυγικής πίστης.
Εφεση. Εννομο συμφέρον προς άσκηση έφεσης. Αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης. Ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Αν γίνουν δεκτές δύο αντίθετες αγωγές διαζυγίου, νίκησαν και οι δύο διάδικοι. Το ότι η απόφαση περιέχει δυσμενείς για αυτούς κρίσεις ως προς τα γεγονότα που επέφεραν τον ισχυρό κλονισμό δεν θεμελιώνει έννομο συμφέρον αυτών προς άσκηση έφεσης. Διότι από τις κρίσεις αυτές δεν ανακύπτει δεδικασμένο και δεν επηρεάζονται οι έννομες σχέσεις τους.
Με παρατηρήσεις του Σταμάτη Ι. Κουμάνη στον Αρμενόπουλο 2012/1410.
Η περίληψη αυτή ελήφθη από το περιοδικό "ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ", εκδόσεως του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης.
Εφθεσ 386/2011

Πρόεδρος: Στυλιανός Γωνιωτάκης.
Δικαστές: Σ. Αναστασιάδου (εισηγήτρια), Θ. Γιατροπούλου.
Δικηγόροι: Α. Γωγούση -Ι. Σκορδαλός.

Κατά το άρθρο 1439 παρ. 1 ΑΚ, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βασίμως η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης, χωρίς να απαντάται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο. Έτσι, ο ενάγων, για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του θα πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει, ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων με την έννοια της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσης γεγονότα αυτά και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός, ώστε βασίμως η εξακολούθηση της συμβίωσης έχει καταστεί γι` αυτόν αφόρητη. Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως από το ποιον από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξη του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενός μόνο. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση (ΑΠ 1751/1999, ΑΠ 1260/1999), ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 ΑΚ, ενόψει της διάταξης του άρθρου 1444 παρ. 1 ΑΚ. Αντικείμενο δε της δίκης διαζυγίου είναι, όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου που δικαιολογεί την αναγγελία αυτού, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου. Συνεπώς, αν ανακληθούν δύο αντίθετες αγωγές διαζυγίου, για ισχυρό κλονισμό, από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του άλλου συζύγου και το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε και τις δύο, τότε ενόψει του κατά τα προεκτιθέντα, αντικειμένου της δίκης περί διαζυγίου και του δεδικασμένου που παράγεται από την απόφαση αυτή, καθένας από τους διαδίκους θεωρείται ότι νίκησε, διότι με την παραδοχή και των δύο αγωγών επήλθε η έννομη συνέπεια που αμφότεροι οι διάδικοι επιδίωκαν με το αίτημα των αγωγών τους. Το γεγονός ότι η απόφαση περιέχει δυσμενείς για τον καθένα αιτιολογίες, δέχεται δηλαδή ότι ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης επήλθε εξαιτίας γεγονότων που αφορούν και το πρόσωπο του, δεν ασκεί καμία δυσμενή επιρροή στις έννομες σχέσεις του, αφού από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν προσόντα διατακτικού, δεν ιδρύεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας, το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει κατά τα προε- κτεθέντα, σε άλλη δίκη. Συνεπώς, ουδείς από τους διαδίκους συζύγους έχει στην περίπτωση αυτή, αν και νίκησε, έννομο συμφέρον να ασκήσει κατ` άρθρο 516 § 2 ΚΠολΔ έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης (ΑΠ 1352/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1756/2006 ΕλλΔνη 48.441, ΑΠ 1934/2006, ΕλλΔνη 48.150, ΑΠ 669/2005 ΕλλΔνη 46.1074). Τέλος, το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η έλλειψη του δε συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου (άρθρα 68,73 και 532 ΚΠολΔ). Στην προκείμενη περίπτωση με την από 18.6.2007 (υπ` αριθμ. κατ. .../2007) αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου θεσσαλονίκης, η ενάγουσα - εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ζήτησε την μεταξύ αυτής και του εναγομένου - ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, λύση υφισταμένου γάμου, επικαλούμενη ότι από λόγους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο του συζύγου της επήλθε ισχυρός κλονισμός των σχέσεων τους, ώστε βασίμως πλέον η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη γι` αυτόν. Επιπλέον, επικαλούμενη ότι τα αναφερόμενα στην αγωγή συζυγικά παραπτώματα του εναγομένου είναι τέτοια, που εκφεύγουν των ορίων της συνήθους δοκιμασίας που συνεπάγεται γι` αυτήν η παράβαση από τον άλλον των συζυγικών καθηκόντων και της προκάλεσαν σοβαρή προσβολή στην προσωπικότητα της, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος έχει υποχρέωση και της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 100.000 ευρώ. Εξάλλου, ο εναγόμενος - ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την από 10.1.2008 (υπ; αριθμ. κατ. .../2008) αγωγή του, ενώπιον του ίδιου άνω δικαστηρίου, ζήτησε τη λύση του γάμου του με την ήδη εφεσίβλητη, για λόγους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο της επικαλούμενος ότι για εκείνον, βασίμως, η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης με την ενάγουσα θα είναι αφόρητη. Επί των αγωγών αυτών, που συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρα 598 έως 612 ΚΠολΔ) η υπ` αριθμ. 22295/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου θεσσαλονίκης, με την οποία έγιναν δεκτές, ως ουσιαστικά βάσιμες, οι δύο αντίθετες αγωγές διαζυγίου για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης, από λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο και των δύο διαδίκων συζύγων και λύθηκε ο μεταξύ τους γάμος, ενώ απορρίφθηκε κατ` ουσίαν η κριθείσα νόμιμη σωρευόμενη στην αγωγή διαζυγίου της ενάγουσας, αγωγή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω προσβολής της προσωπικότητας της. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την νομίμως και εμπροθέσμως ασκηθείσα έφεση η εκκαλούσα - ενάγουσα εναγομένη, διότι αυτή, κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά και κακή εκτίμηση των αποδείξεων: α) έκρινε ότι ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης επήλθε από λόγους που αφορούν, όχι μόνο το πρόσωπο του αντιδίκου, όπως ο καθένας επικαλέστηκε, αλλά και αυτήν, β) απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη τη σωρευόμενη αγωγή χρηματικής ικανοποίησης και ζητεί την εξαφάνιση της, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του εναγομένου και να γίνει δεκτή στο σύνολο της η δική της αγωγή. Με το περιεχόμενο αυτό η έφεση, κατά το μέρος που πλήπει το κεφάλαιο της εκκαλούμενης με το οποίο, κατά παραδοχή και της αγωγής του εφεσίβλητου απαγγέλθηκε η λύση του γάμου λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης, εξαιτίας γεγονότων που αφορούν και το πρόσωπο της, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην αρχή του σκεπτικού, καθόσον, η έννομη συνέπεια, δηλαδή η λύση του γάμου, που επιδίωξαν αμφότεροι οι διάδικοι και στην οποία εξαντλείται η δίκη διαζυγίου, έχει ήδη επέλθει με την παραδοχή από την εκκαλούμενη της αγωγής διαζυγίου του εφεσίβλητου, που έχει το ίδιο αντικείμενο και αίτημα με την αντίθετη αγωγή της εκκαλούσας. Το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει τις ανωτέρω δυσμενείς για την εκκαλούσα αιτιολογίες, δεν έχει καμία δυσμενή επίδραση τις έννομες σχέσεις της, ώστε να δικαιολογείται έννομο συμφέρον για άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης, αφού από τις αιτιολογίες αυτές δεν ιδρύεται δεδικασμένο.
Πράγματι, το ότι ο ισχυρός κλονισμός επήλθε εξαιτίας γεγονότων που συνδέονται αποκλειστικά με το πρόσωπο της εκκαλούσας, δεν έχει άλλη έννομη συνέπεια γι` αυτήν, πέρα από την επιδιωκόμενη και από αυτήν λύση του γάμου/Οπως δε εκτέθηκε, στη δίκη διαζυγίου, θέμα υπαιτιότητας που μπορεί να έχει περαιτέρω έννομες συνέπειες (για τον ενδεχόμενο αποκλεισμό του δικαιώματος διατροφής), δεν τίθεται πλέον. Το θέμα αυτό ανακύπτει και κρίνεται μόνο στη δίκη για διατροφή (άρθρο 1442 επ. ΑΚ), δεδομένου ότι μόνο εκεί αναπτύσσει έννομες συνέπειες. Περαιτέρω η έφεση, κατά το μέρος που πλήττει την εκκαλουμένη, κατά το κεφάλαιο με το οποίο απορρίφθηκε η σωρευόμενη αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της εκκαλούσας, πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο αυτής, κατά την ίδια άνω διαδικασία.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 592 § 2 ΚΠολΔ, με τις διαφορές που αναφέρονται στην § 1 και κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 593 έως 612, μπορούν να ενωθούν ή να συνεκδικαστούν διαφορές που αφορούν παροχή διατροφής του ενός συζύγου προς τον άλλον ή, σε περίπτωση διαζυγίου, απαίτηση του αναίτιου συζύγου για ηθική βλάβη. Ήδη, μετά την κατάργηση με το άρθρο 16 του ν. 1329/1983 της διάταξης του άρθρου 1453 ΑΚ, με την οποία ρυθμιζόταν το θέμα της χρηματικής ικανοποίησης που μπορούσε να επιδικασθεί από το δικαστήριο, με την απόφαση για το διαζύγιο, στον αναίτιο σύζυγο για την ηθική βλάβη του από τη βαριά προσβολή στο πρόσωπο του επήλθε από το γεγονός το οποίο αποτέλεσε το λόγο διαζυγίου, το αντίστοιχο δικαίωμα ρυθμίζεται πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 299 ΑΚ, από τις διατάξεις των άρθρων 57 59 και 932 ΑΚ, κατά τις οποίες για τη θεμελίωση του δικαιώματος αυτού πρέπει τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν υπαίτια παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων να είναι πρόσφορα και ικανά, αυτοτελώς κρινόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από τη συζυγική σχέση, να επιφέρουν την προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου ή να συνιστούν αδικοπραξία, χωρίς να αρκεί οποιαδήποτε αντισυζυγική συμπεριφορά και η προκαλούμενη εξαιτίας του κλονισμού του γάμου που επέφερε αυτή ψυχική δοκιμασία (ΑΠ 686/2004 ΕλλΔνη 47.775, ΑΠ 566/2033 ΕλλΔνη 45.1367). Με την έννοια αυτή, δεν επιφέρουν προσβολή της προσωπικότητας οι παραβάσεις των υποχρεώσεων συμπαράστασης, συνοίκησης, στοργής και επίδειξης του επιβαλλόμενου ενδιαφέροντος από τον ένα σύζυγο για τον άλλο ή ακόμα και η παράβαση της υποχρέωσης της συζυγικής πίστης, συνιστούν όμως προσβολή της προσωπικότητας, πράξεις εξύβρισης, σωματικών βλαβών ή απλών βιαιοπραγιών, που προσβάλλουν την τιμή, τη σωματική ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια του προσώπου, αφού αυτές γεννούν αξίωση χρηματικής ικανοποίησης, διότι καθεαυτές και ανεξάρτητα από τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης που οφείλεται σε αυτές, επιφέρουν προσβολή της προσωπικότητας (ΑΠ 558/2006 Δημ. Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως εκτέθηκε σε οικεία θέση της παρούσας, η ενάγουσα, στο ίδιο από 18.6.2007 δικόγραφο, μαζί με την αγωγή διαζυγίου, σωρεύει και αγωγή επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Από την επισκόπηση του άνω δικογράφου προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του αιτήματος της τελευταίας αυτής αγωγής επικαλέστηκε η ενάγουσα, κατά πιστή αναφορά, τα εξής: «(Νομική σκέψη)... Εν προκειμένω, ο εναγόμενος δημιούργησε εξωσυζυγικές σχέσεις σε μία πολύ κρίσιμη και ευαίσθητη περίοδο της ζωής μου. Μόλις είχα μείνει έγκυος στα τρίδυμα μωρά μας στη δεύτερη προσπάθεια μας με τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης και αφού είχαν παρέλθει πέντε χρόνια άκαρπων προσπαθειών να αποκτήσουμε παιδιά. Η ψυχολογία μου, αλλά και η υγεία μου ήταν σε πολύ κακή κατάσταση λόγω και των ορμονών και των φαρμάκων που για πολύ καιρό μου χορηγούνταν, δεδομένου ότι ξεκινήσαμε να προσπαθούμε με τη μέθοδο αυτή από τον Φεβρουάριο του 2005.Έπρεπε να είμαι στο σπίτι σε πλήρη ακινησία για να μην αποβάλω κάποιο από τα μωρά μας, ενώ τους δύο τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης μου, εισήχθηκα στην κλινική «Γ». 0 εναγόμενος, αντί να μου συμπαρασταθεί και να επιδείξει κατανόηση στην τόσο δύσκολη εκείνη περίοδο της ζωής μου, ήταν απών. Η μεταξύ μας ανυπαρξία ερωτικής επαφής λόγω της εγκυμοσύνης μου (δικαιολογείται ότι) τον απομάκρυνε εντελώς από μένα.Ήταν σα να μην υπάρχω πια. Δημιούργησε εξωσυζυγικές σχέσεις (μόνιμη και περιστασιακές) όχι απλά με άλλες γυναίκες αλλά με στριπτιζέζ, με πόρνες. Στην προαναφερθείσα Χ. μίσθωσε κύρια κατοικία για να μένει, εξοχικό στην Κ, όπου είμαστε και εμείς για να μπορεί να την βλέπει, την έπαιρνε μαζί του στη Λ, όπου πήγαινε για δουλειά, έβγαινε μαζί της στη 0. για ποτό ή για φαγητό σε μέρη όπου μας γνωρίζουν, με αποτέλεσμα να μειώνει ευσυνείδητα την τιμή και την υπόληψη μου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που φίλοι και γνωστοί μας, με ενημέρωναν ότι τον έβλεπαν μαζί της σε διάφορα μέρη. Ξενυχτούσε μαζί της μέχρι το πρωί σε μπουζούκια, ξοδεύοντας πολλά χρήματα αδιαφορώντας για την οικογένεια μας, για το πρόσωπο μου και για το ότι τον βλέπουν φίλοι, συγγενείς και συνεργάτες. Ο εναγόμενος εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι δεν έχω δικά μου εισοδήματα και εξαρτάμαι οικονομικά αποκλειστικά από αυτόν και γι` αυτόν τον λόγο με εξευτελίζει, με ταπεινώνει και καταρρακώνει την αξιοπρέπεια μου. Για όλες αυτές τις πράξεις του και την εξ αυτών προερχόμενη προσβολή της προσωπικότητας μου, πρέπει ο εναγόμενος να υποχρεωθεί να μου καταβάλει ως αποζημίωση μου, το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ». Από τα ανωτέρω είναι πρόδηλο ότι η ενάγουσα, ως ηθική βλάβη, της οποίας ζήτησε την αποκατάσταση, επικαλέστηκε αντισυζυγική συμπεριφορά του εναγομένου, συνιστάμενη: α) στην έλλειψη συμπαράστασης (ψυχολογικής στήριξης) του άνω συζύγου της, στην αντιμετώπιση της δύσκολης εγκυμοσύνης της, εξαιτίας της οποίας παρέμεινε κλινήρης για μεγάλο διάστημα, ενώ λόγω των φαρμάκων που λάμβανε, ήταν σε κακή ψυχολογική κατάσταση και β) στη δημιουργία εξωσυζυγικών σχέσεων αυτού με πόρνες και με την κατονομαζόμενη Χ, την οποία συντηρούσε και μαζί της ξενυχτούσε, ξοδεύοντας πολλά χρήματα και αδιαφορώντας για την οικογένεια του.
Επομένως, την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης η ενάγουσα συνδέει, μόνο με τα ανωτέρω παραπτώματα, τα οποία αποτελούν μεν κλονιστικά της έγγαμης σχέσης των διαδίκων γεγονότα, πλην δεν στοιχειοθετούν την αξίωση επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης και συγκεκριμένα δεν συνιστούν αδικοπραξία του συζύγου της ενάγουσας σε βάρος της, ούτε συγκροτούν περιστάσεις εξερχόμενες των συνήθων και προκαλούσες ιδιαίτερη ψυχική δοκιμασία. Με τη θεμελίωση όμως αυτή, η άνω περιεχομένου αγωγή, ήταν μη νόμιμη και απορριπτέα. Από τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής προκύπτει σαφώς ότι, την αναφορά σ` αυτή κάποιων εξυβριστικών φράσεων και ενός επεισοδίου χειροδικίας του εναγομένου σε βάρος της ενάγουσας, η τελευταία συνδέει με τη ζητούμενη κήρυξη του αντιδίκου της, ως αποκλειστικά υπαιτίου για τη λύση του γάμου τους. Η για πρώτη φορά με το δικόγραφο της έφεσης επίκληση και των άνω πράξεων (εξύβρισης, σωματικής βλάβης), καθώς και την περί εφαρμογής του ν. 3500/2006 «για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας» προς θεμελίωση της ως άνω περιεχομένου, σωρευόμενης αγωγής χρηματικής ικανοποίησης, αποτελεί ανεπίτρεπτη, κατ` άρθρο 224 § 1 ΚΠολΔ διεύρυνση (συμπλήρωση) της ιστορικής βάσης της αγωγής αυτής και γι` αυτό κρίνεται απορριπτέα. (ΑΠ 1364/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1612/1983 ΝοΒ 1984.60, Σ. Σαμουήλ Η έφεση εκδ. Ε` δ. 276 επ.).

Μετά τις σκέψεις αυτές, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση, έκρινε την παραπάνω αγωγή (χρηματικής ικανοποίησης), ως νόμιμη και ακολούθησε την απέρριψε κατ` ουσίαν, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Πρέπει, συνεπώς, το δικαστήριο τούτο, το οποίο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, έχει την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή είναι νόμιμη να κάνει δεκτό το σχετικό (με την αγωγή αυτή) λόγο της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά τη διάταξη της με την οποία απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την άνω αγωγή και αφού κρατηθεί και δικάσει αυτή, να την απορρίψει ως μη νόμιμη. Απλή αντικατάσταση εδώ της απορριπτικής αιτιολογίας, κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, δεν αρκεί γιατί η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο οδηγεί σε διάφορο κατ` αποτέλεσμα διατακτικό (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41.51, ΑΠ 455/1995 ΕλλΔνη 37.1319). Συνακόλουθα πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, συμψηφιζομένων των δικαστικών εξόδων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, διότι πρόκειται για διαφορά μεταξύ συζύγων (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις