Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ

432/2013 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 607932)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Καταδίκη του αναιρεσείοντος για επικίνδυνη σωματική βλάβη. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Αθώωση ετέρων κατηγορουμένων για απόπειρα εκβίασης από κοινού και ηθική αυτουργία στην απόπειρα εκβίασης. Πραγματικά περιστατικά. Πρόκληση σωματικής βλάβης από τον αναιρεσείοντα, ο οποίος διατηρεί ταβέρνα, σε βάρος προσώπου που του ζήτησε οφειλόμενα ποσά από πώληση ζώων δια πυροβολισμού με πιστόλι. Πρόκληση πιο συγκεκριμένα διαμπερούς τραύματος του αριστερού άνω άκρου. Είδος διακινδύνευσης. Σωματική βλάβη από την οποία μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για τη ζωή του παθόντος. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση.



Λόγοι. Ελλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Απόλυτη ακυρότητα. Υπεράσπιση - υπερασπίσεως δικαιώματα. Μέσα αποδείξεως. Απαγόρευση αποδεικτικής αξιολόγησης απολογίας ή μαρτυρικής κατάθεσης συγκατηγορουμένου. Εννοια συγκατηγορουμένου στην περίπτωση αυτή. Ευρεία έννοια. Κάθε πρόσωπο, του οποίου η αξιόποινη πράξη αν και αυτοτελής και διακεκριμένη συνέχεται με την αξιόποινη πράξη του κατηγορουμένου, ήτοι κάθε πρόσωπο του οποίου η πράξη πηγάζει από το ίδιο βιοτικό συμβάν. Εν προκειμένω λήφθηκαν υπ΄ όψιν οι καταθέσεις των προσώπων αυτών, ωστόσο το Δικαστήριο δεν στήριξε αποκλειστικά την καταδικαστική του κρίση στις καταθέσεις αυτές, αλλά σε όλα τα αποδεικτικά μέσα. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση.

Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 432/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη- Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Μ. του Ε., κατοίκου ... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Πάχη, για αναίρεση της υπ` αριθ. 8711/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον E. T. του H., κάτοικο .. . ... , που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Νοεμβρίου 2011 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1436/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 του Π.Κ., αν η σωματική βλάβη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται στον υπαίτιο φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, συνίσταται στην πρόκληση της, κατά το άρθρο 308 παρ. 1, σωματικής βλάβης κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντος ή βαριά σωματική βλάβη, όπως ενδεικτικά αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 310 § 2 του ΠΚ. Ενόψει της διαζευκτικής διατυπώσεως της δεύτερης από τις διατάξεις αυτές, είναι απαραίτητο στην καταδικαστική για επικίνδυνη σωματική βλάβη απόφαση, να καθορίζεται ποια από τις ως άνω δύο διακινδυνεύσεις δέχεται το δικαστήριο ότι συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή διακινδύνευση για τη ζωή ή για βαριά σωματική βλάβη. Αυτό δε, δεν στερείται εννόμων συνεπειών, διότι η παραδοχή της μίας ή της άλλης περίπτωσης, αν και στις δύο περιπτώσεις η πράξη τιμωρείται με τα αυτά όρια ποινής, πρακτικώς οδηγεί σε διαφοροποίηση της ποινικής μεταχείρισης του δράστη, αφού στην πρώτη πλήττεται έννομο αγαθό υπέρτερο από τη σωματική υγεία και ακεραιότητα και η ποινή του θα καθοριστεί με βάση τα κριτήρια του άρθρου 79 Π.Κ. Αν υπάρχει ασάφεια, αναφορικά με το είδος της διακινδύνευσης, τότε συντρέχει περίπτωση εκ πλαγίου παραβίασης της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 309 του Π.Κ και ιδρύεται ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, διότι ο Αρειος Πάγος αδυνατεί να ελέγξει ακυρωτικά την απόφαση, για το αν δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε σωστά ή μη το νόμο, με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσης. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος, δηλαδή, γνώση της δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας. Ιδιαίτερη εξειδίκευση του δόλου δεν απαιτείται, αρκεί να προκύπτει από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά.
Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο αποδεικτικό μέσο αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Ε` του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης, υπ` αρ. 8711/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το ανωτέρω Δικαστήριο, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό: Α) καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης(άρθρ. 308 σε συνδ. με 309 ΠΚ) και Β) αθώωσε: α) τους T. E., και Ι. Α. για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβίασης από κοινού και β) τον Δ. Π. για ηθική αυτουργία στην αμέσως παραπάνω πράξη της απόπειρας εκβίασης από κοινού.
Συγκεκριμένα το δικαστήριο δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του σε σχέση με τον αναιρεσείοντα -κατηγορούμενο, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζει κατ` είδος, και ειδικότερα την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τις ένορκες καταθέσεις των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, την απολογία των κατηγορουμένων και γενικά όλη τη συζήτηση της υποθέσεως, ότι αποδείχθηκαν - κατά πιστή μεταφορά -τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο τέταρτος κατηγορούμενος είναι ζωέμπορος, ενώ ο πρώτος (αναιρεσείων) διατηρεί ταβέρνα στην ... . Ο τρίτος κατηγορούμενος εργάζεται ως οδηγός του τέταρτου κατηγορούμενου και ο δεύτερος κατηγορούμενος, που είναι Αλβανός υπήκοος, εργάζεται τόσο στον τέταρτο κατηγορούμενο όσο και στον αδελφό του. Από πώληση ζώων που έγινε μεταξύ του 4ου και 1ου, τυπικά δε με την εταιρεία "...... ...... ............. ............" προς τον 1ο και τη σύζυγο του και εκπληρώθηκε το Πάσχα του άνω χρόνου, ο 1ος όφειλε στον 4° τα ποσά των 7.155 Ε και 3.780 Ε., εκδοθέντων για την οφειλή αυτή, των υπ` αρ. 63 και 64/2005 διαταγών πληρωμής του Ειρηνοδίκη Λαμίας. Ο 4°ς κατηγορούμενος ζήτησε από τον 1ο την εξόφληση του άνω τιμήματος, το οποίο τελικά δεν κατέβαλε ο 10ς παρά το ότι επανειλημμένως το είχε υποσχεθεί. Τελικώς αυτός συμφώνησε την 15η Αυγούστου του 2004 να εξοφλήσει τα άνω ποσά. Οι 2ος και 3ος πήγαν στον 1° για λογαριασμό του 4ου να εισπράξουν τα οφειλόμενα. Αρχικά δεν τον βρήκαν εκεί και επέστρεψαν μετά 1 ώρα, αφού η σύζυγος του 1ου κατηγορουμένου τους είπε ότι τότε αυτός θα γύριζε. Οταν αυτός τους αντίκρισε άρχισε να τους βρίζει και με όπλο που άρπαξε στα χέρια του πυροβόλησε τον E. (2° ατηγορούμενο), σημαδεύοντας την κοιλιά του αλλά αυτός για να προστατευθεί έβαλε μπροστά το χέρι του και η σφαίρα τον βρήκε εκεί. Αμέσως ο 2°ς και 3°ς μετέβησαν στην Αστυνομία για να δηλώσουν το συμβάν, όταν δε επέστεψαν στο χώρο που έλαβε χώρα αυτό, ο 10ς και η οικογένεια του είχαν αποχωρήσει και είχαν σκουπίσει τα αίματα, γεγονός που αποδέχονται πλην όμως ισχυρίζονται ότι τα αίματα ήταν από τα σφαχτά. Από τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι ο 2°ς κρατούσε όπλο ή με οποιονδήποτε τρόπο οι 2ος και 3ος απείλησαν τη ζωή του 1ου μ` αυτό, ούτε ότι εκπυρσοκρότησε και ο 1ος με την οικογένεια του φοβήθηκαν απ` αυτό. Αν ο ισχυρισμός αυτός ήταν αληθής η σφαίρα που τυχόν είχε φύγει από το όπλο του 2ου θα βρισκόταν από την αστυνομία στο χώρο του συμβάντος. Μάλιστα στην κατάθεση της, η μάρτυρας του 1ου, σύζυγος του ανέφερε ότι οι 2ος και 3ος δεν κρατούσαν όπλα στα χέρια, αλλά τα είχαν πίσω από τη ζώνη και φορούσαν από πάνω πουκάμισα. Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε βάρος του E. T. ". Στη συνέχεια το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα -κατηγορούμενο του ότι: "Στον ..., στις 14-8-2004 με πρόθεση, προξένησε σε άλλον σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του κατά τρόπο που μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για τη ζωή του και συγκεκριμένα επιτέθηκε εναντίον του E. T. του Η. και τον πυροβόλησε με το πιστόλι που κρατούσε, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει διαμπερές τραύμα του αριστερού άνω άκρου, με πύλη εισόδου στη μεσότητα περίπου της ωλένιου μοίρας της καμπτικής επιφάνειας του αριστερού αντιβραχίου, διαμέτρου 1,1 εκ. και πύλη εξόδου την έσω -οπίσθια επιφάνεια του αριστερού αγκώνα. Από τον τρόπο δε τελέσεως της πράξεως και ιδίως από το μέσο που χρησιμοποιήθηκε για την τέλεση αυτής, μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για τη ζωή του παθόντος " και του επέβαλε για την πράξη αυτή ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, την οποία μετέτρεψε προς 3 Ευρώ ημερησίως. Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφαση του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης πράξης, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε γι` αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους, τα υπήγαγε στην ουσιαστική ποινική διάταξη των άρθρων 6παρ. 1, 27παρ. 1 και 308-309 παρ.1 ΠΚ, που εφαρμόσθηκε, την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα το δικαστήριο αιτιολογεί, ως προς την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, που δέχθηκε ότι τέλεσε ο αναιρεσείων σε βάρος του E. T., λόγω της αναφοράς στο σκεπτικό το οποίο συμπληρώθηκε παραδεκτά από το διατακτικό της : α) πως προκλήθηκε η σωματική βλάβη του παθόντος β) το μέσο με το οποίο έγινε αυτή (όπλο), γ) τον τρόπο της ενέργειας του αναιρεσείοντος και δ) τη διακινδύνευση του εννόμου αγαθού του παθόντος που συνίστατο, στο ότι μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για την ζωή του. Από την τελευταία παραδοχή, ότι "από τον τρόπο τελέσεως της πράξεως και ιδίως από το μέσο που χρησιμοποιήθηκε για την τέλεση αυτής, μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για τη ζωή του παθόντος", που εκτίθεται στο διατακτικό και αιτιολογείται η κρίση του για την παραδοχή αυτή, απ` όσα πραγματικά περιστατικά διαλαμβάνονται τόσο στο σκεπτικό όσο και το διατακτικό της προσβαλλόμενης, δεν δημιουργείται ασάφεια ως προς το είδος της διακινδύνευσης που δέχθηκε ότι συνέτρεξε και έτσι δεν παραβιάσθηκε εκ πλαγίου η διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ, ούτε στέρησε την απόφαση του από τη νόμιμη βάση. Μετά ταύτα ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, προβάλλει την αιτίαση ότι υπάρχει ασάφεια στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε σχέση με το ποίο από τα δύο διαζευκτικά τιθέμενα στη διάταξη του άρθρου 309 παρ.1 ΠΚ είδη διακινδύνευσης συνέτρεξε στην προκειμένη περίπτωση, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους-όπως ακριβώς παρατέθηκαν παραπάνω - από τα οποία το Δικαστήριο της ουσίας, συνήγαγε τις παραδοχές που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά το νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα. Από το όλο δε περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς καμία αμφιβολία προκύπτει ότι για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση, συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: α) ότι είναι αντιφατική η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ο κατηγορούμενος πυροβόλησε τον παθόντα σημαδεύοντας τον στην κοιλιακή χώρα αλλά αυτός για να προστατευθεί έθεσε το χέρι του εκεί, όπου και τον έπληξε η σφαίρα, σε σχέση με την αναγνωσθείσα στο ακροατήριο υπ` αρ. 1610/2004 ιατροδικαστική έκθεση, που διαλαμβάνει ότι ο παθών φέρει διαμπερές τραύμα αριστερού άνω άκρου που προκλήθηκε από βολίδα πυροβόλου όπλου, μικρού διαμετρήματος και πύλη εισόδου στην μεσότητα περίπου της ωλένιου μοίρας της καμπτικής επιφάνειας του αριστερού αντιβραχίου, διαμέτρου 1,1 εκ. και πύλη εξόδου στην έσω επιφάνεια του αριστερού αγκώνα που αφορά μόνο μαλακά μόρια, "διότι - ως διατείνεται - η ωλένη δεν μπορεί να προστατεύσει την κοιλία" β) ότι δεν λήφθηκε υπόψη η αναγνωσθείσα στο ακροατήριο από 11-6-2005 έκθεση ενόρκου καταθέσεως του αυτόπτη μάρτυρα Ε. Μ., καθώς και η ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο της θυγατέρας του Α. Μ., είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, διότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμένος, υπό την επίφαση του λόγου της αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας με τις αιτιάσεις αυτές. Επίσης η αιτίαση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογείται το υποκειμενικό στοιχείο της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάσθηκε, ήτοι ο δόλος του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Τούτο διότι, ως προαναφέρθηκε και στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, για το συγκεκριμένο έγκλημα, δεν υπήρχε ανάγκη ειδικής αιτιολογίας του δόλου, αφού αυτός ενυπάρχει στα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος και εξυπακούεται η ύπαρξη του από τη πραγμάτωση αυτών. Τέλος και η αιτίαση του, ότι το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης είναι εντελώς τυπικό και δε μπορεί να συμπληρωθεί από το διατακτικό με ολική αναφορά στα στοιχεία του τελευταίου, είναι αβάσιμη και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί, διότι στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας από την διαδικασία, για την αξιόποινη πράξη που κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, καθώς και οι νομικές σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν αυτά στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΠΚΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από τη διάταξη του άρθρου 211Α Κ.Π.Δ., η οποία ορίζει ότι, μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου, σαφώς προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν μπορεί να θεμελιώσει την κρίση του για καταδίκη του κατηγορουμένου αποκλειστικά και μόνο σε τέτοια μαρτυρική κατάθεση ή απολογία συγκατηγορουμένου του για την ίδια πράξη. Στην περίπτωση αυτή, η κρίση του Δικαστηρίου στηρίζεται σε μη επιτρεπόμενο κατά νόμο αποδεικτικό μέσο και η απόφαση είναι αναιρετέα για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. 4 Κ.Π.Δ.). Εάν, όμως, η περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου στηρίζεται, εκτός από τέτοια μαρτυρική κατάθεση ή απολογία και σε άλλες αποδείξεις, η συνεκτίμηση απλώς μαρτυρικής κατάθεσης ή απολογίας συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, δε δημιουργεί τέτοια ακυρότητα.
Ως συγκατηγορούμενος, για την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως, πρέπει να θεωρηθεί ,όχι μόνον ο με την έννοια των άρθρων 45 έως 49 του ΠΚ, συναυτουργός, ηθικός αυτουργός, συνεργός, αλλά και κάθε άλλος, του οποίου η αξιόποινη πράξη που ακολούθησε, αν και αυτοτελής και διακεκριμένη, συνέχεται αμέσως με την προηγηθείσα αξιόποινη πράξη που τελέστηκε από άλλο πρόσωπο, επί της οποίας στηρίζεται η μεταγενέστερη αξιόποινη συμπεριφορά του εν συνεχεία αυτουργού (ΑΠ 1578/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, προβάλλει την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση από μόνη την μαρτυρία των εξετασθέντων, ως μαρτύρων κατηγορίας, συγκατηγορουμένων του, Ι. Α. και T. E.. H αιτίαση αυτή, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α` ΚΠΔ σε συνδ. με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ` λόγο αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και κατά συνέπεια και ο προβαλλόμενος με την αίτηση αναιρέσεως λόγος αυτός, γιατί στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως. Τούτο διότι, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι οι ανωτέρω, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο και κατέθεσαν, ανωμοτί ο δεύτερος λόγω της ιδιότητας του ως πολιτικώς ενάγοντος και ενόρκως ο πρώτος, κατέθεσαν ως βασικοί μάρτυρες κατηγορίας για την σε βάρος του T. E. αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, που φερόταν ότι τέλεσε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, η οποία είναι διαφορετική αξιόποινη πράξη από την απόπειρα εκβίασης από κοινού που αποδόθηκε σε αυτούς, για την οποία θα κατέθετε ως βασικός μάρτυρας κατηγορίας ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, αν δε δικαζόταν εκπροσωπούμενος από τον συνήγορο του κωνσταντίνο Πάχη που δήλωσε και παράσταση πολιτικής αγωγής για λογαριασμό του. Πηγάζει όμως η πράξη αυτή από το ίδιο βιοτικό συμβάν, που τους καθιστούσε όλους συγκατηγορουμένους εν ευρεία έννοια. Το Δικαστήριο όμως της ουσίας, λαμβάνοντας υπόψη του και τις καταθέσεις αυτές, δεν υπέπεσε σε πλημμέλεια, ως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, διότι δεν στήριξε αποκλειστικά την καταδικαστική του κρίση μόνο στις καταθέσεις αυτές, αλλά τις έλαβε υπ` όψη του, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, μάρτυρες και έγγραφα. Μετά από αυτά, και εφ` όσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 28-11-2011 αίτηση του Κ. Μ. του Ε., κατοίκου ... , για αναίρεση της υπ` αρ. 8711/2011 αποφάσεως του Ε` Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις