Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΕΥΘΥΝΗ ΝΟΜΙΜΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

1380/2013 ΑΠ ( 613761)


(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , ΔΕΕ 2014/256 , ΕΕΜΠΔ 2014/125 , ΧΡΙΔ 2014/211) Αδικοπραξία. Εταιρείες. Έκδοση ακάλυπτης επιταγής από νόμιμο εκπρόσωπο εταιρείας. Ει ολόκληρον η ευθύνη αυτού με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, ανεξάρτητα από τη μορφή της εταιρείας ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, αφού και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Η καταρχήν μη δέσμευση της εταιρείας στη περίπτωση που το φυσικό πρόσωπο που εξέδωσε την επιταγή για λογαριασμό της δεν διέθετε την αναγκαία προς τούτο εξουσία, δεν επηρεάζει την ευθύνη του ίδιου ως εκδότη της επιταγής. Πολιτική δικονομία. Προσωποκράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης. Επιτρεπτή επί απαιτήσεων προερχόμενων από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του φυσικού προσώπου, έστω και αν η αδικοπραξία έλαβε χώρα στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σε αυτό καθηκόντων. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ` αριθμ. 6225/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.


Αριθμός 1380/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1` Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο Κράνη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Σ. Κ. του Κ., κατοίκου .... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ασπρογέρακα - Γρίβα, με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Ν. του Θ., κατοίκου ... ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5 Ιανουαρίου 2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6309/2008 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 6225/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4 Μαΐου 2011 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κράνης, ανέγνωσε την από 26 Φεβρουαρίου 2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Από τις διατάξεις των άρθρ. 108, 110§2, 498§1, 568§§1,2 και 4, 576§§1-3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί και δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ` αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και αν μεν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησής της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση. Εξ άλλου κατά τις διατάξεις του άρθρ. 226§4εδ.γ`και δ` ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην αναιρετική δίκη (άρθρ. 575§1εδ.β` ΚΠολΔ), αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε, κατά την οποία δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου προς εμφάνιση και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Ωστόσο κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων, η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ` αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήση του απολειπόμενου κατ` αυτή διαδίκου, εφόσον αυτός είτε είχε επισπεύσει ο ίδιος τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την αρχική δικάσιμο είτε είχε νόμιμα κλητευθεί να παραστεί κατά την αρχική δικάσιμο είτε είχε σε κάθε περίπτωση νόμιμα παραστεί κατ` αυτή, οπότε με τη νόμιμη παράστασή του χωρίς εναντίωσή του καλύφθηκε η τυχόν ακυρότητα της κλήτευσής του για την αρχική δικάσιμο. Διαφορετικά η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ` αναβολή δικάσιμο δεν ισχύει ως κλήτευση του απολειπόμενου κατ` αυτή διαδίκου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι η συζήτηση της από 4.5.2011 αίτησης για αναίρεση της υπ` αριθ. 6225/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 7.5.2012, κατά την οποία όμως ματαιώθηκε. Με την από 11.5.2012 κλήση του αναιρεσείοντος ορίστηκε νέος χρόνος συζήτησης της αίτησης αναίρεσης η δικάσιμος της 4.3.2013, κατά την οποία παρέστη μόνον ο αναιρεσείων και η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο της 13.5.2013, όπως προκύπτει από τα αντίστοιχα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, όπως και πάλι προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, παρέστη μεν ο αναιρεσείων κατά την νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το πινάκιο του Δικαστηρίου, όμως δεν παρέστη και τη φορά αυτή ο αναιρεσίβλητος, μολονότι, με επίσπευση του αντιδίκου του, κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί στην προηγηθείσα δικάσιμο της 4.3.2013. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον αναιρεσείοντα υπ` αριθ. .../18.7.2012 έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..…, επιδόθηκε με παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου του αντίγραφο της από 11.5.2012 κλήσης του προς τον αναιρεσίβλητο, ενώ μετά την αναβολή της υπόθεσης από τη δικάσιμο της 4.3.2013 για τη δικάσιμο της 13.5.2013 επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο από τον αναιρεσείοντα και αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, όπως προκύπτει από την υπ` αριθ. …/7.3.2013 έκθεση του αυτού δικαστικού επιμελητή (άρθρ.122§1, 123, 126§1α, 128§§1-3, 230§2, 498§§1 & 2, 568 ΚΠολΔ).

Συνεπώς εφόσον ο αναιρεσίβλητος κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί κατά τη δικάσιμο της 4.3.2013 και η μεταφορά της υπόθεσης από τη δικάσιμο αυτή στο πινάκιο της μετ` αναβολή δικασίμου της 13.5.2013 ισχύει ως κλήτευσή του για τη δικάσιμο αυτή, πρέπει να δικασθεί ερήμην, αλλά να προχωρήσει η συζήτηση σαν να ήταν και αυτός παρών. 2. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ` αριθ. 6225/2010 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε από ουσιαστικής πλευράς τόσο την από 16.12.2008 έφεση του αναιρεσείοντος όσο και την συνεκδικασθείσα μ` αυτή από 24.11.2008 έφεση του Λ. Κ. κατά της υπ` αριθ. 6309/2008 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή η από 5.1.2006 αγωγή του αναιρεσιβλήτου κατά του αναιρεσείοντος και κατά του ως άνω συνεναχθέντος μ` αυτόν Λ. Κ., τους οποίους υποχρέωσε εις ολόκληρο να καταβάλουν νομιμοτόκως στον αναιρεσείοντα, σε διαταγή του οποίου εξέδωσαν για λογαριασμό της εταιρείας ......... δυο ακάλυπτες τραπεζικές επιταγές, τα ποσά των 97.650,96 και 3.000 ευρώ, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για την ισόποση με τις επιταγές υλική ζημία και την αντίστοιχη ηθική βλάβη που του προκάλεσαν με την αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, ενώ ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης απαγγέλθηκε σε βάρος τους με την ίδια απόφαση προσωπική κράτηση διάρκειας πέντε μηνών. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ).

3. Η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης αντίστοιχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρ. 79 του ν. 5960/1933 αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο (άρθρ. 26 ΠΚ), που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος (άρθρ. 27 ΠΚ), αφού μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρ. 79 του ν. 5960/1933 με το άρθρ. 1 του ν.δ/τος 1325/1972 δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια [ΑΠ 150/1992 (ποινική)]. Ετσι δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό (ΑΠ 1051/2012). Οι διατάξεις του άρθρ. 79 του ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής και μάλιστα μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρ. 4§1 του ν. 2408/1996 αυτό είναι το κατ` εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται.

Συνεπώς η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία, που τον υποχρεώνει κατά τα άρθρ. 914 και 932 ΑΚ σε ισόποση κατ` αρχήν με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της, ο οποίος μάλιστα δεν είναι αναγκαίο να είναι αυτός που την εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά μπορεί να είναι και προηγούμενος οπισθογράφος που πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής με δικαίωμα αναγωγής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, με την έννοια ότι η ζημία του είναι απότοκη της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια μ` αυτή (ΟλΑΠ 29/2007, ΑΠ 1008/2010). Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρ. 28, 29§§1, 4 και 56 του ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία έκδοσης (ΑΠ 342/2005, 11/2007, 705/2007). Περαιτέρω την αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής δεν αποκλείει το γεγονός ότι την υπέγραψε ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας και απλώς στην περίπτωση αυτή ευθύνεται κατά το άρθρ. 71 ΑΚ εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας και μάλιστα ανεξάρτητα από τη μορφή της εταιρείας ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, αφού και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επομένως και για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής (AΠ 1083/2008, 1051/2012).

Παρέπεται ότι το φυσικό πρόσωπο που εξέδωσε επιταγή για λογαριασμό εταιρείας, μολονότι δεν διέθετε την αναγκαία προς τούτο εξουσία, ναι μεν δεν δεσμεύει κατ` αρχήν την εταιρεία, όμως ευθύνεται το ίδιο ως εκδότης της επιταγής. Συνακόλουθα για τις εναντίον του απαιτήσεις από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του μπορεί ως μέσο εκτέλεσης να διαταχθεί κατά το άρθρ. 1047§1 ΚΠολΔ και η προσωποκράτησή του, αφού η εξαίρεση της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου εμποδίζει την προσωποκράτησή του για χρέη που βαρύνουν το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (Α.Ε. ή Ε.Π.Ε.) και όχι ατομικά το ίδιο το φυσικό πρόσωπο, έστω και αν αυτό αδικοπράκτησε στο πλαίσιο των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (ΑΠ 1720/2010). Εξ άλλου κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999). Δηλαδή ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι ορισμένος, εφόσον στο αναιρετήριο αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντιφατικότητα των αιτιολογιών της απόφασης, δηλαδή εφόσον προσδιορίζεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις σε σχέση με νόμιμο ισχυρισμό, που παραδεκτά προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε από το ίδιο το αναιρετήριο να προκύπτει η αποδιδόμενη στην απόφαση νομική πλημμέλεια (ΟλΑΠ 20/2005). Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης εφετειακής απόφασης (άρθρ. 561 §2 ΚΠολΔ) ότι αυτή, διαβεβαιώνοντας ότι έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υπόθεσης και τα ακόλουθα: "Οι εκκαλούντες..., ως εκπρόσωποι της εταιρείας... με την επωνυμία ................. Εταιρεία, εξέδωσαν για λογαριασμό της εταιρείας αυτής σε διαταγή του εφεσιβλήτου (αναιρεσιβλήτου) τις με αριθμούς ... επιταγές, ποσών αντίστοιχα 48.000 και 49.650,96 ευρώ, πληρωτέες από την ...................... ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε., με χρονολογία εκδόσεως την 28.2.2005 για την πρώτη επιταγή και την 31.3.2005 για τη δεύτερη. Οι παραπάνω εκδότες των επιταγών, που τις υπέγραψαν ως φυσικά πρόσωπα εκπροσωπούντα την ανώνυμη εταιρεία, ενεργούσαν δυνάμει αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της, που νόμιμα δημοσιεύτηκε α) στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης και β) στο με αριθμό 9428/12.9.2002 ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, στο οποίο δημοσιεύτηκε το από 5.8.2002 πρακτικό της γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας... και το από 6.8.2002 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της, με το οποίο το διοικητικό συμβούλιο, που εκλέχθηκε από την ανωτέρω γενική συνέλευση, συγκροτήθηκε σε σώμα και χορήγησε δικαίωμα εκπροσώπησης και δέσμευσης της εταιρείας στον Πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου και στους εκκαλούντες, από τους οποίους ο ένας (Λ. Κ.) ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου και ο άλλος (αναιρεσείων) ήταν υπάλληλος της εταιρείας... Οι επιταγές εμφανίστηκαν από τον εφεσίβλητο προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα στις 3.3.2005 και στις 4.4.2005 και δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης κεφαλαίων της εκδότριας εταιρείας, το γεγονός δε της μη πληρωμής... βεβαιώθηκε επί του σώματος των επιταγών... Από την έκδοση των ακάλυπτων αυτών επιταγών ο εφεσίβλητος υπέστη ζημία ύψους 97.650,96 ευρώ, όση δηλαδή και το ποσό των δυο επιταγών, το οποίο δεν έλαβε με την εμφάνιση των επιταγών στην τράπεζα και το οποίο αφορούσε αμοιβή για έργο που είχε παραδώσει στην εταιρεία ..... .... Σε αποκατάσταση της ζημίας υπόχρεοι είναι εις ολόκληρο και οι εκκαλούντες, που υπέγραψαν τις επιταγές ως νόμιμοι εκπρόσωποι της παραπάνω εταιρείας εν γνώσει τους ότι δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα..., γνωρίζοντας και την οικονομική κατάσταση της εταιρείας... Η συμπεριφορά τους είναι έτσι παράνομη και υπαίτια, αφού αν και γνώριζαν την ανυπαρξία κεφαλαίων, εξέδωσαν τις ως άνω επιταγές, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι δεν είχαν πρόσβαση στο ταμείο της εταιρείας, ότι ήταν απλοί υπάλληλοι και ενεργούσαν υπό την πίεση του εργοδότη τους, όταν υπέγραφαν τις επιταγές. Εξ άλλου ο ένας είναι πολιτικός μηχανικός και ο άλλος έχει οικονομικές γνώσεις, απασχολούμενος ως λογιστής στην παραπάνω εταιρεία και ηδύναντο να αρνηθούν την υπογραφή των επιταγών. Μαζί συνεπώς με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας και ανεξάρτητα από αυτό ευθύνη για αποζημίωση του εφεσιβλήτου έχουν εις ολόκληρο και οι δυο εκκαλούντες. Αποδείχθηκε ακόμη ότι ο εφεσίβλητος πέραν της περιουσιακής ζημίας υπέστη και ηθική βλάβη από την σε βάρος του τελεσθείσα από τους εκκαλούντες αδικοπραξία. Εν όψει των περιστάσεων αυτών, του ύψους της ζημίας του και της αιτίας ένεκα της οποίας έλαβε τις επιταγές από τους εκκαλούντες, που ήταν αμοιβή για έργο υδραυλικών εγκαταστάσεων που παρέδωσε στην εταιρεία, του πταίσματος των εκκαλούντων και της ανυπαρξίας πταίσματος αυτού στη συμπεριφορά του, της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι η εταιρεία ..... τέθηκε στην ειδική εκκαθάριση του άρθρ. 46 του ν. 1892/1990, πρέπει να επιδικαστεί στον εφεσίβλητο ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τις εφέσεις των εκκαλούντων, κρίνοντας, όπως και η πρωτόδικη απόφαση, ότι στον εφεσίβλητο πρέπει να επιδικασθεί, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για τη ζημία και την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εκκαλούντων, το συνολικό ποσό των 100.650,96 ευρώ, το οποίο υποχρεούνται αυτοί να του καταβάλλουν νομιμοτόκως και εις ολόκληρο. Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού με σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, δέχθηκε ότι οι εκκαλούντες γνώριζαν κατά το χρόνο ήδη που εξέδωσαν για λογαριασμό της εταιρείας ............. τις ως άνω επιταγές ότι αυτές θα ήταν ακάλυπτες κατά την εμφάνισή τους στην πληρώτρια τράπεζα και μάλιστα στήριξε ως προς τον αναιρεσείοντα ειδικότερα την παραδοχή αυτή στο ότι αυτός ως λογιστής της εταιρείας γνώριζε από τότε την επισφαλή οικονομική κατάστασή της. Εξ άλλου επαρκή είναι και τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση στοιχεία, στα οποία το Εφετείο στήριξε την κρίση του ότι αποτελεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του αναιρεσιβλήτου το ποσό των 3.000 ευρώ, που οφείλουν εις ολόκληρο να καταβάλουν σ` αυτόν οι εκκαλούντες, αφού ως τέτοια στοιχεία αναφέρονται στην απόφαση οι συνθήκες και η αιτία έκδοσης των επιταγών, το πταίσμα των εκκαλούντων και το ύψος της ζημίας του εφεσιβλήτου, σε συνδυασμό και με την όλη κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, που έμμεσα συνάγεται από την υπάρχουσα στην απόφαση αναφορά του επαγγέλματός τους, ενώ σύμφυτη με την μη πληρωμή των επιταγών, που εκδόθηκαν σε διαταγή του αναιρεσιβλήτου, είναι η πρόκληση σ` αυτόν στενοχώριας και ταλαιπωρίας.

Συνεπώς είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο αντίθετος πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο, επιχειρείται στην πραγματικότητα να πληγεί ανεπίτρεπτα (άρθρ. 561§1 ΚΠολΔ), με πρόσχημα πλημμέλειες από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου ως προς την ουσία της υπόθεσης. 4. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 1047§1εδ.α ΚΠολΔ, προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, και κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, μπορεί δε να διαταχθεί και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες. Εξ άλλου με το ν. 2462/1997 κυρώθηκε το "Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα", που καταρτίσθηκε μεταξύ των κρατών-μελών του Ο.Η.Ε στη Νέα Υόρκη στις 16.12.1966 και έκτοτε έχει κατά το άρθρ. 28§1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ. Με το άρθρ. 11 του Συμφώνου αυτού ορίζεται ότι "κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση". Ετσι από την ίδια τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει λεκτικά και νοηματικά ότι δεν υπήρξε επιθυμία των συντακτών του Συμφώνου να καταργήσουν ολοσχερώς την προσωπική κράτηση, αλλά μόνο να ορίσουν ως εξαίρεση, ειδικά για τις απαιτήσεις από σύμβαση, ότι ο οφειλέτης δεν επιτρέπεται να προσωποκρατηθεί όταν η μη πληρωμή των χρεών του οφείλεται αποκλειστικά σε οικονομική αδυναμία του.

Συνεπώς το μεν άρθρ. 1047§1 ΚΠολΔ εξακολουθεί να προβλέπει την προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, το δε άρθρ. 11 του ως άνω Συμφώνου εισάγει διακωλυτικό κανόνα που αποκλείει γενικότερα την απαγγελία προσωπικής κράτησης για υποχρεώσεις από σύμβαση, επομένως και κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, όταν η μη πληρωμή οφείλεται αποκλειστικά σε αντίστοιχη οικονομική αδυναμία, ενώ σε κάθε περίπτωση διατηρείται ανέπαφη η δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης για απαιτήσεις από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 23/ 2005, ΑΠ 33/2011, 272/2011). Επανάληψη της ρύθμισης του άρθρ. 11 του Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα αποτελεί η διάταξη του άρθρ. 1 του Τέταρτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που ορίζει, ως εξαίρεση και πάλι από τον κανόνα του επιτρεπτού της προσωπικής κράτησης, ότι κανείς δεν φυλακίζεται λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωσή του, ενώ η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας ως μέτρο για την είσπραξη γενικώς απαιτήσεων προβλέπεται και από την ίδια την ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε αρχικά με το ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974, με το άρθρ. 5§1περ.β της οποίας ορίζεται σχετικά ότι επιτρέπεται κατ` εξαίρεση η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν το πρόσωπο υποβλήθηκε σε κανονική σύλληψη και κράτηση "εις εγγύησιν εκτελέσεως υποχρεώσεως οριζομένης υπό του νόμου". Η δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης στις παραπάνω περιπτώσεις δεν προσκρούει στις επιταγές των άρθρ. 2§1, 5§§1-4, 7§2 και 25§1 του Συντάγματος, εφόσον η επερχόμενη μ` αυτή στέρηση της προσωπικής ελευθερίας προβλέπεται με νόμο και δεν έρχεται εξ ορισμού σε αντίθεση οπωσδήποτε με την αρχή της αναλογικότητας (ΑΠ 495/2010). Ειδικότερα ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας αποτελούν ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρ. 2§1 Συντ.), πυρήνας της οποίας είναι η απαραβίαστη κατά το άρθρ. 5§3 του Συντάγματος προσωπική ελευθερία, όμως, όπως ρητά περαιτέρω ορίζεται στην ίδια συνταγματική παράγραφο, επιτρέπεται με νόμο και αυτή η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (ΟλΑΠ 1/2009), εφόσον βέβαια η στέρησή της είναι αναγκαία για την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος, όπως ερμηνευτικά θα πρέπει να γίνει δεκτό. Αυτό ασφαλώς ισχύει για την προσωπική κράτηση (ΑΠ 842/2011), η οποία ως μέσο εκτέλεσης για την ικανοποίηση ιδιωτικών απαιτήσεων συμβάλλει στη διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης με την εμπέδωση αισθήματος δικαίου, υπό την επιφύλαξη πάντως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θα διασφαλίζεται παράλληλα και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας (πρβλ. ΟλΑΠ 43/2005, 6/2009), με την έννοια ότι θα πρέπει να σταθμίζονται από το δικαστήριο οι συνθήκες της κάθε ατομικής περίπτωσης σε σχέση με το σκοπό που εξυπηρετεί το μέτρο της προσωπικής κράτησης και να λαμβάνεται έτσι το μέτρο αυτό μόνο όταν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς πρόσφορο, αλλά απόλυτα αναγκαίο για την ικανοποίηση της σχετικής απαίτησης, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που θα προκαλέσει (ΑΠ 1051/2012). Ετσι δυσανάλογη και ασφαλώς καταχρηστική θα είναι η απαγγελία προσωπικής κράτησης όταν εξ αιτίας της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την είσπραξη της απαίτησης του δανειστή, δηλαδή ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση απαγγέλθηκε με την πρωτόδικη απόφαση, που επικυρώθηκε με την προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση, προσωπική κράτηση διάρκειας μέχρι πέντε μηνών σε βάρος των εκκαλούντων ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά παράβαση των ως άνω συνταγματικών διατάξεων έκρινε σύμφωνη μ` αυτές τη διάταξη του άρθρ. 1047§1 ΚΠολΔ και έτσι με βάση τη διάταξη αυτή απείλησε προσωπική κράτηση σε βάρος και του αναιρεσείοντος, ενώ έπρεπε να κρίνει αντισυνταγματική τη διάταξη αυτή και να αρνηθεί την εφαρμογή της. Σύμφωνα όμως με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξ άλλου τα στοιχεία που έλαβε υπόψη το Εφετείο προκειμένου να κρίνει ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση του αναιρεσιβλήτου το ποσό των 3.000 ευρώ, που επιδικάσθηκε σ` αυτόν, στηρίζουν και την κρίση του Εφετείου για την αναγκαιότητα της απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εκκαλούντων, η οποία με βάση τα αυτά στοιχεία τελεί, ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς μέτρο πρόσφορο, αλλά απόλυτα αναγκαίο, αν ληφθεί υπόψη ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν γίνεται κατά τα λοιπά δεκτή η ύπαρξη εμφανών περιουσιακών στοιχείων του αναιρεσείοντος.

Συνεπώς ως αβάσιμοι πρέπει να απορριφθούν τόσο ο τρίτος όσο και ο τέταρτος των λόγων της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τους αριθμούς αντίστοιχα 19 και 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, δηλαδή για ανεπαρκή αιτιολόγηση της απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του αναιρεσείοντος και για αντίθεση του μέτρου αυτού με την αρχή της αναλογικότητας. Συνακόλουθα η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς ωστόσο ο αναιρεσείων να πρέπει να καταδικασθεί, ως διάδικος που ηττήθηκε, στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του, αφού ο τελευταίος ερημοδικάστηκε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 4.5.2011 αίτηση του Σ. Κ. για αναίρεση της υπ` αριθ. 6225/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2013, όπου και δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Ιουνίου 2013.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις