Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

127/2002 ΑΠ (310831)

Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/2002 (1)
Δικονομία πολιτική. Αναιρετικοί λόγοι. Προϋποθέσεις ορισμένου και
παραδεκτού του αναιρετικού λόγου της παραβίασης των κανόνων του
ουσιαστικού δικαίου και της ελλείψεως νομίμου βάσεως.

Δικαίωμα χρήσεως της πυλωτής σε πολυκατοικία. Παρεμπίπτων έλεγχος των
πολιτικών δικαστηρίων της νομιμότητας μιας διοικητικής πράξης.
(Επικυρώνει την 2164/1999 ΕφΘεσ).
Κ.Μ.
Αριθμός 127/2002
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ? Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αντιπρόεδρο,
Παύλο Μεϊδάνη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Αθανάσιο Κρητικό και Αχιλλέα
Ζήση, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου
2001, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να
δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: ........................... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φώτιο Κουβέλη.
Των αναιρεσίβλητων: ........................... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κωστόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-5-1997 αγωγή των ήδη
αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 34641/1997 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και
2164/1999 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας
απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 31-12- 1999 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο,
οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής
Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Κρητικός ανάγνωσε την από 20-11-2001 έκθεσή
του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης
αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της
αίτησης και ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της και
καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Για να είναι ορισμένος ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 1
ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως πρέπει με σαφήνεια ν? αναφέρονται στο
αναιρετήριο: 1) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου και μάλιστα ενάριθμα,
που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, 2) οι πραγματικές διαπιστώσεις
(παραδοχές της ελάσσονος προτάσεως), που θεμελίωσαν την κρίση του
δικαστηρίου για το βάσιμο ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και 3) το
νομικό σφάλμα, δηλαδή που βρίσκεται η παραβίαση, κατά την ερμηνεία ή
εφαρμογή του κανόνα. Εξάλλου για να είναι ορισμένος ο προβλεπόμενος
από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως πρέπει να
διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: 1) οι πραγματικές παραδοχές της
αποφάσεως ή η μνεία ότι αυτή στερείται παντελώς αιτιολογίας, 2) ο
ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς
θεμελίωσή του, ως προς το οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και
η σύνδεσή του με το διατακτικό και 3) εξειδίκευση του σφάλματος του
δικαστηρίου, δηλαδή αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας,
μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποια επί
πλέον περιστατικά έπρεπε ν? αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη
του νομικού χαρακτηρισμού και αν πρόκειται για αντιφατικές
αιτιολογίες, ποιες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από
πού προκύπτει. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες
διατείνονται: α) με τον πρώτο λόγο, και κατά το πρώτο μέρος του, ότι
παραβιάσθηκαν κανόνες ουσιαστικού δικαίου, β) με τον δεύτερο λόγο της
αιτήσεως αναιρέσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατ? εσφαλμένη
ερμηνεία του νόμου δέχθηκε, ότι ο όρος του συνταχθέντος με την
27248/22-4-1983 πράξη της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Νέτσκου
? Τσουκαλά κανονισμού της πολυκατοικίας, με τον οποίο προβλέπεται η
δυνατότητα αποκλειστικής χρήσεως της ??PILLOTIS?? από τους
αναιρεσείοντες, είναι άκυρος ως αντίθετος προς τις διατάξεις του ν.
1221/1981, γιατί μπορεί να συμφωνηθεί με ομόφωνη απόφαση των
συνιδιοκτητών η ρύθμιση συμμετοχής στη χρήση της ??PILLOTIS?? ή ότι
κάποιος από τους ιδιοκτήτες θα έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως στα
κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής αρκεί η συμφωνία αυτή να
καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί, γ) με τον
τέταρτο λόγο, ότι κατά παράβαση κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, άλλως
με ανεπαρκή αιτιολογία, έκρινε, ότι οι αναιρεσείοντες, ενεργώντας κατά
παράβαση του κανονισμού, κατασκεύασαν σε κοινόχρηστο χώρο της
οικοδομής και συγκεκριμένα κάτω από την κλίμακα της εισόδου και πίσω
από τον ανελκυστήρα, αποθήκη, την οποία χρησιμοποιούν αποκλειστικώς
και δ) με τον τρίτο λόγο ότι με ανεπαρκή αιτιολογία δέχθηκε, ότι οι
αναιρεσείοντες από το Νοέμβριο του έτους 1984 κατασκεύασαν αυθαίρετα
ιδιόκτητο κτίσμα στο δώμα της οικοδομής και ότι με την παράνομη αυτή
συμπεριφορά τους απέκλεισαν τους αναιρεσιβλήτους από την ελεύθερη
χρήση του δώματος παρά τη ρύθμιση του κανονισμού, χωρίς να αναφέρει
με ποιόν τρόπο απέκλεισαν τους αναιρεσίβλητους από τη χρήση του
δώματος. Επομένως οι από τους αριθμούς 1, 1, 1 και 19 και 19 του
άρθρου 559 αντίστοιχοι λόγοι αναιρέσεως είναι αόριστοι και συνεπώς
απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, γιατί δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο
εναρίθμως οι κανόνες ουσιαστικού δικαίου, που φέρονται, ότι
παραβιάσθηκαν, σε τι συνίσταται η παραβίασή τους κατά την ερμηνεία κα
εφαρμογή τους, όπως επίσης δεν αναφέρονται οι πλήρεις παραδοχές της
προσβαλλόμενης αποφάσεως.

ΙΙ.- Το άρθρο 2 του ΚΠολΔ, ορίζει ότι ??τα πολιτικά δικαστήρια
απαγορεύεται να επεμβαίνουν σε διοικητικές διαφορές ή υποθέσεις που
υπάγονται σε διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως επίσης απαγορεύεται
τα διοικητικά δικαστήρια ή αρχές να επεμβαίνουν σε διαφορές ή
υποθέσεις του ιδιωτικού δικαίου και επιτρέπεται μόνο η εξέταση των
ζητημάτων που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως??. Από την διάταξη αυτή
προκύπτει, ότι τα πολιτικά δικαστήρια δύνανται να ελέγχουν τη
νομιμότητα των διοικητικών πράξεων, δηλαδή την αντίθεσή τους προς το
Σύνταγμα ή τους νόμους, εφόσον από το κύρος τους εξαρτάται η διάγνωση
της κρινόμενης διαφοράς ιδιωτικού δικαίου. Στα πλαίσια ενός τέτοιου
παρεμπίπτοντος ελέγχου τα πολιτικά δικαστήρια δεν ακυρώνουν τις
παράνομες διοικητικές πράξεις ούτε αναγνωρίζουν την ακυρότητά τους.
Απλώς δεν τις εφαρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Βέβαια ένα από
τα χαρακτηριστικά της διοικητικής πράξεως είναι το τεκμήριο της
νομιμότητας. Σύμφωνα με βασική αρχή του διοικητικού δικαίου η
ελαττωματική ατομική διοικητική πράξη από την έναρξη της ισχύος μέχρι
την ακύρωσή της με δικαστική απόφαση ή μέσω της διοικητικής οδού
παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της (τεκμήριο της νομιμότητας).
ξμως το τεκμήριο αυτό της νομιμότητας δεν εμποδίζει στα πολιτικά
δικαστήρια τον παρεμπίπτοντα έλεγχο ατομικής διοικητικής πράξεως. Η
δυνατότητα αυτή προκύπτει από την αδιάστικτη διατύπωση του άρθρ. 2
ΚΠολΔ., αλλά και τον διαφορετικό σκοπό, που επιδιώκει η διοικητική σε
σχέση με την πολιτική δίκη. Η δυνατότητα αυτή υπάρχει και όταν ακόμη
για την προσβολή της διοικητικής πράξεως προβλέπεται στο νόμο τρόπος
προσβολής της με προσφυγή ή αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του αρμοδίου
διοικητικού δικαστηρίου μέσα σε ορισμένη προθεσμία, η οποία έχει
παρέλθει άπρακτη. Το απρόσβλητο της ατομικής διοικητικής πράξεως μέσα
στην οριζόμενη προθεσμία του νόμου δεν αναιρεί την κατά το ιδιωτικό
δίκαιο τυχόν παρανομία, η οποία απορρέει από μια τέτοια διοικητική
πράξη. Δηλαδή παρά το απρόσβλητο της ατομικής διοικητικής πράξεως κατά
το διοικητικό δίκαιο, είναι δυνατό να μη αναιρείται η παρανομία κατά
το ιδιωτικό δίκαιο, όταν η ατομική διοικητική πράξη είναι αντίθετη με
κανόνα ιδιωτικού δικαίου ή με ιδιωτική συμφωνία δεσμευτική και του
προσώπου υπέρ του οποίου η ατομική διοικητική πράξη. Η διαφορετική
αυτή αντιμετώπιση μιας και της ίδιας διοικητικής πράξεως ανάλογα με τη
δικαιοδοσία, υπό την οπτική γωνία της οποίας αυτή εξετάζεται, δεν
αποτελεί ανωμαλία ή διάσπαση της έννομης τάξεως. Πράγματι η προσβολή
της πράξεως ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου σκοπό έχει
την ακύρωσή της, ενώ αντιθέτως η εξέταση της πράξεως στα πλαίσια της
πολιτικής δίκης έχει άλλο αντικείμενο, δηλαδή την άρση της
δημιουργηθείσας προσβολής κατά τρόπο αντίθετο προς τους κανόνες
ιδιωτικού δικαίου ή αποζημίωση. Διαφορετικά η μία δικαιοδοσία θα
δέσμευε την άλλη χωρίς αυτό να μπορεί να δικαιολογηθεί πειστικώς. Θα
ήταν εξάλλου τούτο και αντίθετο στη ρύθμιση του άρθρ. 2 του ΚΠολΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο μέρος του πρώτου λόγου
αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρ. 559
αριθ. 4 του ΚΠολΔ απορρέουσα πλημμέλεια, για το λόγο, ότι καθ?
υπέρβαση δικαιοδοσίας προέβη σε παρεμπίπτοντα έλεγχο του κύρους και
της νομιμότητας της υπό της Διευθύνσεως Πολεοδομίας της Νομαρχίας
Θεσσαλονίκης εκδοθείσας 375/19.2.1997 αδείας για προσθήκη στο δώμα και
στη πιλοτή, η οποία αποτελούσε ατομική διοικητική πράξη, με την οποία
νομιμοποιήθηκαν τα επίδικα κτίσματα των αναιρεσειόντων. Συνεπώς ο
λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί, όπως συνάγεται από την
προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο επιτρεπτώς, κατά το άρθρ. 2 ΚΠολΔ,
προέβη στον παρεμπίπτοντα έλεγχο της μνησθείσας αποφάσεως του
γραφείου πολεοδομίας Νομαρχίας Θεσ/νίκης, έστω και αν είχε παρέλθει η
προθεσμία προσβολής της, όπως ισχυρίζονται με την αναίρεση οι
αναιρεσείοντες, αλλά όμως δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη
απόφαση, και ακολούθως έκρινε την απόφαση αυτή του Γραφείου
Πολεοδομίας της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης ως άκυρη, γιατί εκδόθηκε με
βάση το Ν. 2300/1995, ο οποίος όμως με τις 6070/1996, 4572/1996 και
4573/1996 αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ είχε κριθεί
αντισυνταγματικός, λόγω αντιθέσεώς του στο άρθρ. 24 του Συντάγματος
του 1975. IV. Κατ? ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση
αναιρέσεως πρέπει ν? απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες
στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων.

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την από 31-12-1999 αίτηση των
..........................για αναίρεση της 2164/1999 αποφάσεως του
Εφετείου Θεσ/νίκης. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των
αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εξήντα ΕΥΡΩ
(1.060).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2002.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2002.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις