Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΗΘΙΚΗ ΑΥΤΟΥΡΓΙΑ ΣΕ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

46/2013 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 602260)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Ηθική αυτουργία σε απλή δυσφήμιση κατά συρροή και δια του Τύπου. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Απαιτείται δημοσίευση του εντύπου, η οποία υπάρχει στην περίπτωση της τοιχοκόλλησης ή της έκθεσης σε δημόσιο μέρος κλπ. Πραγματικά περιστατικά. Διανομή φυλλαδίων με ψευδές και δυσφημιστικό περιεχόμενο για τους εγκαλούντες, ως δήθεν διεφθαρμένων υπαλλήλων. Ηθική αυτουργία στην ως άνω πράξη. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Ελλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Μέσα αποδείξεως.

 Ανωμοτί κατάθεση πολιτικώς ενάγοντος. Βασικός μάρτυρας κατηγορίας και ως εκ τούτου, δεν απαιτείται να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία η κατάθεσή του. Ισχυρισμοί αυτοτελείς. Αρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης. Δικαιολογημένο ενδιαφέρον, λόγω ενέργειάς του στο πλαίσιο αστικής εταιρείας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με σκοπό την καταπολέμηση της διαφθοράς στο χώρο του δημόσιου τομέα. Αόριστος ισχυρισμός, αφού δεν γίνεται επίκληση πραγματικών περιστατικών που να τον θεμελιώνουν. Νομική πλάνη - συγγνωστή πλάνη, καθ΄ όσον ρώτησε τους νομικούς συμβούλους της εταιρείας. Αόριστος ο ισχυρισμός, αφού δεν προσδιορίζει τους νομικούς παραστάτες που τον συμβούλευσαν και τον διαβεβαίωσαν για το νόμιμο των ενεργειών αυτών, καθώς και τις ιδιότητες που συνθέτουν την προσωπικότητά του και προσδιορίζουν τη δυνατότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξης. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.


ΑΡΙΘΜΟΣ 46/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βιολέττα Κυτέα, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά και Δήμητρα Λεοντάρη-Μπουρνάκα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου K. K. του F., κατοίκου .. , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γραμματικό, περί αναιρέσεως της με αριθμό 2251/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Α. Σ. του Κ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη και 2) Γ. Σ., κάτοικο .... .. , που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Οκτωβρίου 2011 αίτησή του η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1332/11.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 362 του ΠΚ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως. Ως γεγονός κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά αναφερόμενη στο παρελθόν ή παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και στην ευπρέπεια. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος που συνίσταται στη γνώση του δράστη ότι το γεγονός που διαδίδει ή ισχυρίζεται είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ενώπιον τρίτου ή να διαδώσει το βλαπτικό αυτό γεγονός. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ, 1 εδ. α` του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος και την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει, αφού ο νόμος δεν ορίζει, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές, με παρακίνηση ή παρόρμηση η ενθάρρυνση και με παραινέσεις (δηλαδή με συμβουλές κλπ), με πειθώ και φορτικότητα ή με εκμετάλλευση της επιβολής στο φυσικό αυτουργό, λόγω υπηρεσιακής εξαρτήσεως. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με θέληση, γνώση και αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως.
Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων που τελούνται δια του Τύπου, δηλαδή των εγκλημάτων του κοινού δικαίου που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα ή από τους ειδικούς ποινικούς νόμους και τελούνται με κατάχρηση του Τύπου ως μέσου για την εκδήλωση τους (ΟλΑΠ 759/1988) δεν αρκεί να συντρέχει το στοιχείο του εντύπου, όπως εννοιολογικώς προσδιορίζεται από το ως άνω άρθρο 1 του Α.Ν. 1092/1938, αλλά προαπαιτείται και η δημοσίευσή του, η οποία
σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 του ιδίου νόμου θεωρείται ότι υπάρχει όταν συντελεσθεί η διανομή πώληση του εντύπου, καθώς και η τοιχοκόλληση ή έκθεση αυτού σε δημόσιο μέρος ή σε δημόσια συνάθροιση ή σε μέρος προσιτό στο κοινό. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον σης περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού (αυτοτελούς) πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Οταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε` ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 2251/11 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος ηθικής αυτουργίας στην απλή δυσφήμηση κατά συρροή και διά του τύπου, που διέπραξε, ως αυτουργός, ο συγκατηγορούμενός του και μη διάδικος στην παρούσα δίκη, Κ. Δ. και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για μία τριετία. Ο αναιρεσείων με τους δύο πρώτους λόγους της αιτήσεως προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` του ιδίου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι: 1) γίνεται αναφορά στο σκεπτικό της άνω αποφάσεως ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, χωρίς όμως να βεβαιώνεται αναμφίβολα ότι λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε η ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ούτε δε από το όλο περιεχόμενο της αυτής αποφάσεως, αυτό να προκύπτει (1ος λόγος ), και 2) ως προς την ηθική αυτουργία δεν αναφέρονται τα μέσα και ο τρόπος, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στον αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη (απλή δυσφήμηση), που αυτός διέπραξε (2ος λόγος αναιρέσεως).
Οπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Ο πρώτος κατηγορούμενος Κ. Δ. του N., την 30η Ιουνίου 2008 και ώρα 9.30` πρωινή περίπου, αφού εισήλθε στο γραφείο της Δ/νσης Αστικής Καταστάσεως Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, που βρίσκεται στην οδό ..., στη ..., και άφησε ικανό αριθμό εντύπων φυλλαδίων με το εξής περιεχόμενο: "... διαδηλώνουμε μόνο κατά των άτιμων διεφθαρμένων υπαλλήλων και απαιτούμε την απομάκρυνση του Δ/ντή της Υπηρεσίας κ. Σ. και της κ. Α. Σ. .... ... . Πολλοί συνάδελφοί σας μας έχουν δώσει τις πληροφορίες για τις περιπτώσεις διαφθοράς, εκβιασμού και παρανόμων πράξεων". Με τα ανωτέρω επίσης φυλλάδια ισχυρίσθηκε για τους εγκαλούντες Γ. Σ. και Α. Σ. του Κ., προϊσταμένης του Τμήματος Αστικής Κατάστασης και Αλλοδαπών του Νομού Κιλκίς, ψευδή περιστατικά περί διαφθοράς και τελέσεως αξιοποίνων πράξεων από τους ανωτέρω υπαλλήλους, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ψευδή και με τον τρόπο αυτό έβλαψε την τιμή και την υπόληψή τους, αφού έλαβαν γνώση του περιεχομένου των ανωτέρω εντύπων φυλλαδίων οι υπάλληλοι της Δ/νσης Αστικής Κατάστασης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Περιφέρειας κλπ Κεντρικής Μακεδονίας και οι παρευρισκόμενοι πολίτες. Επίσης προέκυψε ότι ο ως άνω κατηγορούμενος μέχρι την προαναφερόμενη ημερομηνία (30-6-2008) τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης του έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή καθώς και ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλά, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του αυτή.
Συνεπώς, ο πρώτος ως άνω κατηγορούμενος, κατ` επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξης της απλής δυσφήμησης κατά συρροή και διά του τύπου σε βάρος των εγκαλούντων Γ. Σ. του Π. και Α. Σ. του Κ. με την αναγνώριση στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. α` και ε` του Π.Κ. Όσον αφορά στο δεύτερο των κατηγορουμένων K. K. του F., από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι αυτός με συνεχείς προτροπές, παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα προκάλεσε στον συγκατηγορούμενό του Δ. Κ. του Ν., την απόφαση να εκτελέσει την ως άνω αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμησης κατά συρροή και διά του τύπου και ειδικότερα ότι με συνεχείς προτροπές, παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα, προκάλεσε στον τελευταίο, όπως, διά του τύπου, ως μέσου, ισχυρισθεί ενώπιον τρίτων για κάποιους άλλους γεγονότα ψευδή, χωρίς όμως να γνωρίζει ότι ήταν ψευδή. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι ο ως άνω κατηγορούμενος προκάλεσε την απόφαση στον πρώτο κατηγορούμενο Κ. Δ., να εισέλθει στο γραφείο της Δ/νσης Αστικής Κατάστασης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, επί της οδού ... στη ? την 30-6-2008, ώρα 9.30` περίπου, και να αφήσει ικανό αριθμό εντύπων φυλλαδίων με το προαναφερθέν περιεχόμενο και έτσι με τα ανωτέρω φυλλάδια να ισχυρισθεί για τους ως άνω εγκαλούντες ψευδή περιστατικά περί της διαφθοράς και της τελέσεως αξιόποινων πράξεων από αυτούς, χωρίς όμως να γνωρίζει ότι ήταν ψευδή και με τον τρόπο αυτό να βλάψει την τιμή και την υπόληψή τους, πράξη που σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα τέλεσε ο πιο πάνω πρώτος κατηγορούμενος και έβλαψε την τιμή και υπόληψη των παραπάνω εγκαλούντων, αφού έλαβαν γνώση του περιεχομένου των εν λόγω φυλλαδίων οι υπάλληλοι της ως άνω υπηρεσίας. Αντιθέτως, δεν προέκυψε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος K. K., πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να πείσει με συνεχείς προτροπές, παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα τον πρώτο κατηγορούμενο να τελέσει την αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμισης κατά συρροή και διά του τύπου και ότι η πλάνη αυτή ήταν συγγνωστή διότι, ο δεύτερος αυτός κατηγορούμενος είχε σκοπό με την πράξη του αυτή και χρησιμοποιώντας τον πρώτο κατηγορούμενο, να προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε από κανένα από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία ότι ο ίδιος (δεύτερος) κατηγορούμενος, προέβη στην πιο πάνω αξιόποινη πράξη του από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και μέσα στα πλαίσια της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης του, με σκοπό την ενημέρωση του κοινού.
Τέλος, προέκυψε ότι και ο δεύτερος αυτός κατηγορούμενος, μέχρι την τέλεση της παραπάνω αξιόποινης πράξης του, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της παραπάνω πράξης, της ηθικής αυτουργίας σε απλή δυσφήμιση κατά συρροή και διά του τύπου, που τέλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος Κ. Δ. του N., σε βάρος των εγκαλούντων Γ. Σ. του Π. και Α. Σ. του Κ., με την αναγνώριση όμως στο πρόσωπό του, της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84, 2α` ΠΚ". Στη συνέχεια, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα των άνω πράξεων, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 περ. α` του ΠΚ και ειδικότερα, του ότι: "στη ? στις 30-6-08, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλο την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Συγκεκριμένα, με συνεχείς προτροπές, παραινέσεις, πειθώ, φορτικότητα προκάλεσε στον συγκατηγορούμενό του (και μη διάδικο στην παρούσα δίκη), Δ. Κ., την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της απλής δυσφήμησης κατά συρροή και διά του τύπου και ειδικότερα: με συνεχείς προτροπές, παραινέσεις, πειθώ, φορτικότητα προκάλεσε στον συγκατηγορούμενό του Δ. Κ. όπως, διά του τύπου ως μέσου ισχυρισθεί ενώπιον τρίτων για κάποιους άλλους γεγονός ψευδές χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ψευδές, αλλά που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψή τους. Συγκεκριμένα προκάλεσε σ` αυτόν την απόφαση να εισέλθει στο γραφείο της Διεύθυνσης Αστικής Κατάστασης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας επί της οδού ... και να αφήσει ικανό αριθμό εντύπων φυλλαδίων με το εξής περιεχόμενο: "διαδηλώνουμε μόνο κατά των άτιμων διεφθαρμένων υπαλλήλων και απαιτούμε την απομάκρυνση του Διευθυντή της Υπηρεσίας κ. Σ. και της κ. Α. Σ.....Πολλοί συνάδελφοί σας μας έχουν δώσει τις πληροφορίες για τις περιπτώσεις διαφθοράς εκβιασμού και παρανόμων πράξεων" και έτσι με τα ανωτέρω φυλλάδια να ισχυρισθεί για τους εγκαλούντες Γ. Σ. του Π., Διευθυντή της ανωτέρω Υπηρεσίας και Α. Σ. του Κ., Προϊσταμένης του Τμήματος Αστικής Κατάστασης και Αλλοδαπών Κιλκίς, ψευδή περιστατικά περί διαφθοράς και τελέσεως αξιοποίνων πράξεων από αυτούς, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ψευδή και, με τον τρόπο αυτό να βλάψει την τιμή και την υπόληψή τους, πράξη που πράγματι τέλεσε ο πιο πάνω κατηγορούμενος και έβλαψε την τιμή και υπόληψη των εγκαλούντων, αφού έλαβε γνώση του περιεχομένου των ανωτέρω έντυπων φυλλαδίων οι υπάλληλοι της Διεύθυνσης Αστικής Κατάστασης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και οι παρευρισκόμενοι πολίτες".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β`, 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 46 παρ.1α`, 83, 8 παρ.2α`, 94, 362 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 2251/2011 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα - εκπροσωπήθηκε ο κατηγορούμενος), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Μετά από αυτά, ως προς τις επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, οι οποίες προβάλλονται με τους παραπάνω λόγους της αιτήσεως: α) προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση έλαβε υπ` όψη του και συνεκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας και η μαρτυρία του δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, δεν ήταν δε αναγκαίο ως τοιαύτη να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία της αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, εκ του ότι εδόθη χωρίς όρκο, και β) εκτίθενται στην αιτιολογία της αποφάσεως (τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό) ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο αναιρεσείων προκάλεσε στον αυτουργό - συγκατηγορούμενό του Κ. Δ. την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της απλής δυσφημήσεως δια του τύπου, την οποία εκείνος διέπραξε και συγκεκριμένα, ότι με συνεχείς προτροπές, παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα προκάλεσε σ` αυτόν την απόφαση να εισέλθει στο γραφείο της Διεύθυνσης Αστικής Καταστάσεως Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Περιφέρειας της Κεντρικής Μακεδονίας και να αφήσει ικανό αριθμό εντύπων φυλλαδίων με το επιλήψιμο για τους εγκαλούντες περιεχόμενο. Κατά συνέπεια, οι, πρώτος και δεύτερος, λόγοι της αιτήσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως για τις πιο πάνω αιτίες, είναι αβάσιμοι στην ουσία τους και πρέπει να απορριφθούν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 367 παρ.1 περ. γ` του ΠΚ, δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Η προβολή του άνω ισχυρισμού, που είναι αυτοτελής, με την έννοια ότι η αποδοχή του άγει στην κατάλυση της κατηγορίας και την αθώωση του κατηγορουμένου, επιβάλλει στο δικαστήριο την υποχρέωση, σε περίπτωση απορρίψεώς του, να διαλάβει στην απόφασή του την ειδική κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Οταν όμως ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά, κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αρχή, δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγο της αιτήσεώς του ισχυρίζεται ότι το δικάσαν Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν αιτιολόγησε την απορριπτική κρίση του, γιατί δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της ηθικής αυτουργίας στην απλή δυσφήμηση διά του τύπου, που φέρεται ότι αυτός διέπραξε σε βάρος των εγκαλούντων, αφού ενέργησε στα πλαίσια της αστικής εταιρίας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και το διακριτικό τίτλο "Ελλάδα χωρίς διαφθορά", της οποίας ήταν μέλος, σκοπός δε αυτής ήταν η ανάληψη δράσης για την επισήμανση, πρόληψη και καταπολέμηση της διαφθοράς στο χώρο των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, στα πλαίσια του οποίου και αυτός ενέργησε. Οπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται από το Δικαστήριο αυτό, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πριν από το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, ο συνήγορος, που εκπροσώπησε τον κατηγορούμενο, προέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά τον ισχυρισμό, που έχει ως εξής: "δεν ήταν άδικη η πράξη του, κατ` άρθρο 367 παρ.1 εδ. γ` ΠΚ, διότι δεν ενέργησε αυτοβούλως και αυθορμήτως, αλλά συμμετείχε στις εκδηλώσεις της δημοσιευμένης στο Πρωτοδικείο Θεσ/κης Εταιρίας μη Κερδοσκοπικού Χαρακτήρα "ΕΛΛΑΔΑ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑ", η οποία ιδρύθηκε με το σκοπό, την πάταξη της διαφθοράς και δυσλειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών". Ο ισχυρισμός αυτός, φερόμενος ως αυτοτελής, είναι απαράδεκτος ως αόριστος, διότι δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, επί των οποίων να θεμελιώνεται. Το Δικαστήριο όμως της ουσίας, ενώ δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε αόριστο ισχυρισμό, απάντησε με την πιο κάτω αιτιολογία: "Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε από κανένα από τα προεκτεθέντα αποδεικτικά μέσα ότι ο κατηγορούμενος προέβη στην πιο πάνω αξιόποινη πράξη του από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και μέσα στα πλαίσια της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης του, με σκοπό την ενημέρωση του κοινού", η οποία, σε συνδυασμό με την προηγούμενη παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος "είχε σκοπό με την πράξη του αυτή, χρησιμοποιώντας τον πρώτο κατηγορούμενο (δηλαδή, τον αυτουργό), να προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων", είναι η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` του αυτού Κώδικα, τρίτος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και για έλλειψη νόμιμης βάσεως κατά το αυτό άρθρο και παράγραφο, στοιχ. ε` του ΚΠΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Στο αρ. 31 παρ. 2 ΠΚ, για τη νομική πλάνη, ορίζεται ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι περίπτωση νομικής πλάνης συντρέχει όταν ο δράστης γνωρίζει μεν τι πράττει αλλά είτε αγνοείται ότι η πράξη του είναι κατ` αρχήν άδικη, είτε πιστεύει πεπλανημένα ότι δικαιούται να προβεί σε αυτή και η πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη του κανόνα δικαίου, συντρέχει δε, υπό ειδικώς αναφερόμενα περιστατικά, περίπτωση αποκλείουσα το αξιόποινο. Επιβάλλεται δε να είναι συγγνωστή η πλάνη προς αποκλεισμό του αξιοποίνου με την έννοια ότι οποιαδήποτε επιμέλεια και να κατέβαλε ο δράστης δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξης, το δικαστήριο δε συνεκτιμά τις ειδικές περιστάσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση που αφορούν την ατομικότητα του φερομένου ως δράστη.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεώς του προβάλλει την αιτίαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι με την προσβαλλόμενη απόφαση το αυτό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την απόρριψη του προβληθέντος από αυτόν, αυτοτελούς ισχυρισμού του, από το άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ για νομική του πλάνη συγγνωστή, που άγει σε άρση του καταλογισμού του για το έγκλημα του άρθρου 362 ΠΚ, συνιστάμενη στο ότι στο κείμενο των ως άνω διανεμηθέντων φυλλαδίων, αναφερόταν στους υπαλλήλους της Περιφέρειας πριν αναλάβουν τη διεύθυνση αυτής, οι άνω εγκαλούντες. Από τα αυτά πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι ο αυτός συνήγορος, που εκπροσωπούσε τον άνω κατηγορούμενο, πριν από την έναρξη εξετάσεως των μαρτύρων, ζήτησε να κηρυχθεί αθώος ο πελάτης του, λόγω άρσεως του καταλογισμού, εξαιτίας συγγνωστής νομικής του πλάνης, για την πράξη της δυσφήμησης, αφενός διότι κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να ενημερωθεί και να πληροφορηθεί για την πραγματική και αληθινή έννοια του διανεμηθέντος εντύπου, ρωτώντας τους νομικούς συμβούλους της προεκτεθείσας, μη Κερδοσκοπικής Εταιρίας, αφετέρου, διότι αυτός ενημερώθηκε (ο αναιρεσείων) από τους δικηγόρους της άνω Αστικής Εταιρίας, όχι όμως ορθά, αλλά με λάθος εκτίμηση, προσέγγιση και ερμηνεία από μέρους των τελευταίων, για το περιεχόμενο του επίδικου εντύπου, κρίνοντας, αξιολογώντας και αποφασίζοντας, πως τίποτε το προσβλητικό και δυσφημιστικό, εμπεριείχε το συγκεκριμένο έντυπο. Ομως, με το περιεχόμενο αυτό ο προβληθείς ισχυρισμός ήταν αόριστος, διότι δεν έγινε επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών επί των οποίων να θεμελιώνεται. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων δεν προσδιόρισε α) τα συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία, ως νομικοί παραστάτες του, τον συμβούλευσαν και του υπέδειξαν να προβεί στις παραπάνω ενέργειες και αν αυτά τον διαβεβαίωσαν συγχρόνως και για το νόμιμο των ενεργειών αυτών, β) άλλες ενέργειες στις οποίες προέβη, προκειμένου να πληροφορηθεί αν η παραπάνω συμπεριφορά του ήταν νόμιμη, ώστε να κριθεί η επιμέλειά του, και γ) τις πνευματικές και επαγγελματικές του ιδιότητες, οι οποίες συνθέτουν την προσωπικότητά του και προσδιορίζουν την δυνατότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην μπορεί να εκτιμήσει αν η επικαλούμενη πλάνη του είναι ή όχι συγγνωστή.
Επομένως, το Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτό και να αιτιολογήσει την απόρριψή του. Παρά ταύτα, το δικαστήριο απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό με την αιτιολογία "Αντιθέτως, δεν προέκυψε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος (αναιρεσείων), πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να πείσει με συνεχείς προτροπές, παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα τον πρώτο κατηγορούμενο να τελέσει την αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμησης κατά συρροή και δια του τύπου και ότι η πλάνη αυτή ήταν συγγνωστή, διότι αυτός είχε σκοπό με την πράξη του αυτή, χρησιμοποιώντας τον πρώτο κατηγορούμενο, να προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων", η οποία, με δεδομένο ότι το δικαίωμα του προσώπου στην ελευθερία της εκφράσεως δεν φθάνει μέχρι το σημείο να έχει τη δυνατότητα να απευθύνει εναντίον άλλου συκοφαντικές, δυσφημιστικές ή και απλώς εξυβριστικές φράσεις, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απορριπτική αυτή κρίση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14 Οκτωβρίου 2011 (υπ` αριθμ. πρωτ. 7847/17-10-2011 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αίτηση του Κ. (K.) (επώνυμο) Κ. (K.) (όνομα) του Φ. (F.) (πατρώνυμο), κατοίκου ..., επαγγέλματος δικηγόρου, για αναίρεση της με αριθμό 2251/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 2012.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιανουαρίου 2013.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις