Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΗΘΙΚΗ ΑΥΤΟΥΡΓΙΑ ΣΕ ΑΠΑΤΗ

184/2013 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 602717)


(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Καταδίκη για απάτη κατ΄ εξακολούθηση. Ηθική αυτουργία. Παύση της ποινικής δίωξης για νόθευση δημοσίου εγγράφου και παράβαση καθήκοντος, λόγω παραγραφής. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Εγκριση από προϊσταμένη εσόδων του ΙΚΑ ψευδών Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων για ημέρες εργασίας σε οικοδομικές εργασίες που πραγματοποιούνται κατά την κατασκευή οικοδομών και στις οποίες εμφανιζόταν ως εργαζόμενος ο αδελφός της. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Ελλειψη αιτιολογίας.Εσφαλμένη ερμηνεία. Αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, και δη για κλήτευση μαρτύρων. Αιτιολογημένη απόρριψη, αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειαζόταν άλλες αποδείξεις. Υπέρβαση εξουσίας. Απόλυτη ακυρότητα. Ποινής επιμέτρηση. Συντρέχουσες ποινές. - επαύξηση της βαρύτερης. Παραγραφή για κάποια εγκλήματα. Αναβίωση της εκτελεστότητας της άλλης αυτοτελούς ποινής. Παραγραφή και παύση της ποινικής δίωξης για τη νόθευση εγγράφου και για την παράβαση καθήκοντος. Εξαφάνιση της ποινής - βάσης και αναβίωση της εκτελεστότητας της ποινής για την πράξη της απάτης. Εγγράφων ανάγνωση. Ανάγνωση και των τυπικών ακύρων εγγράφων, εφ΄ όσον υπάρχουν στη δικογραφία. Αντίρρηση για την ανάγνωση πορίσματος της ΕΔΕ, για το λόγο ότι αυτή ήταν άκυρη, καθ΄ όσον διεξήχθη παρά το νόμο, αφού δεν είχε πλέον την υπαλληλική ιδιότητα. Απόρριψη αιτήματος μη αναγνώσεως. Αιτιολογημένη απόρριψη, καθ΄ όσον όταν άρχισε η πειθαρχική διαδικασία ήταν υπάλληλος και η διεξαχθείσα αφορούσε και άλλους υπαλλήλους, οι οποίοι αθωώθηκαν. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.



ΑΡΙΘΜΟΣ 184/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Δ. Λ. συζ. Ν., το γένος Ε. Μ., κατοίκου ... και 2) Π. Μ. του Ε., κατοίκου ..., που αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Ροϊνιώτη, περί αναιρέσεως της με αριθμό 523-523Α-524/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.

Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Μαΐου 2012 αίτησή τους η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 737/12.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή η παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την, συνεπεία αυτής, πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση. Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και ο ηθικός αυτουργός, εκείνος δηλαδή ο οποίος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που αυτός διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέχουν α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της απόφασης να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, η οποία πρόκληση μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, όπως με την πειθώ, φορτικότητα, απειλή, υπόσχεση αμοιβής κλπ, β) διάπραξη από τον άλλο της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1. στοιχ. Δ` ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόστηκε.

Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ` είδος χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε η κάθε παραδοχή.
Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή τέτοιας διάταξης που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στις διατάξεις που εφάρμοσε, αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, ήτοι όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό, το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Aρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 523, 523Α, 524/2012 απόφασης το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται κατ` είδος δέχτηκε ανελέγκτως ότι: "Η Α` κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της κατ` εξακολούθηση απάτης, δεδομένου ότι όπως προέκυψε, η ίδια, υπό την ιδιότητά της ως προϊσταμένης εσόδων του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ Τρίπολης, προέβαινε σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, εγκρίνοντας Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις για ημέρες εργασίας σε οικοδομικές εργασίες που πραγματοποιούνταν κατά την κατασκευή οικοδομών των Χ.Τ., Κ. Κ., Ε. Κ., Φ. Δ., Η. Σ., Β. Π., Κ. Α., Κ. Ρ., στις οποίες (οικοδομικές εργασίες) εμφανιζόταν ως εργαζόμενος ο αδελφός της και δεύτερος των κατηγορουμένων Π. Μ., πείθοντας έτσι, με τον τρόπο αυτό, τους υπαλλήλους του Υποκαταστήματος ΙΚΑ - ΕΤΑΜ Τρίπολης να καταχωρήσουν στο λογαριασμό του δεύτερου των κατηγορουμένων στο ΙΚΑ συνολικά 102 ημέρες εργασίας, προκειμένου, με ζημία των ανωτέρω εργοδοτών - οι οποίοι υποχρεώνονταν σε καταβολή εργοδοτικών εισφορών - να αποκτήσει ο δεύτερος των κατηγορουμένων παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στην απόληψη συντάξιμων ημερομισθίων, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε μελλοντικό συνταξιοδοτικό δικαίωμά του και σε δικαίωμα ιατρικής περίθαλψης. Το ανωτέρω συμπέρασμα προέκυψε και από το συμπέρασμα της υπ` αρ. 5623/24.12.2007 έκθεσης διενεργηθείσας ΕΔΕ της Α. Λ., στα πλαίσια της οποίας (ΕΔΕ) εξετάσθηκαν οι ανωτέρω εργοδότες και διαπιστώθηκε ότι α) ο Χ. Τ. ουδέποτε προσέλαβε οικοδόμο και δη τον δεύτερο των κατηγορουμένων Π.Μ., είχε πραγματοποιήσει δε εργασίες τοποθέτησης μεταλλικού στεγάστρου με κάποιο εργολάβο ονόματι Δ., β) ο Κ.Κ. δεν εξέδωσε ΑΠΔ τον Ιούνιο του έτους 2004 γιατί από 2.6.2004 είχε καταθέσει δήλωση αποπεράτωσης εργασιών, γ) ο Κ. Κ. είχε ολοκληρώσει εργασίες κτισμάτων, επιχρισμάτων δαπέδων και χρωμάτων ήδη από τον Αύγουστο του έτους 2004 και συνεπώς δεν έγιναν εργασίες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Νοέμβριο του έτους 2004, δ) η Φ. Δ. είναι υπέργηρη και κατάκοιτη και ουδέποτε μετέβη στο ΙΚΑ για να συντάξει - υπογράψει ΑΠΔ, οι δε εργασίες κατεδάφισης στο ακίνητό της έγιναν τον Μάιο του έτους 2005 και όχι τον Οκτώβριο του έτους 2004, ε) ο Η. Σ. δεν συμπλήρωσε και δεν κατέθεσε ΑΠΔ, συνεπώς δεν αναγνωρίζει την υπογραφή του σε αυτή οι δε εργασίες κατεδάφισης στο ακίνητό του έγιναν το Μάιο του έτους 2005 και όχι τον Οκτώβριο του έτους 2004, στ) η οικοδομή του Β.Π. είναι μεγάλη οικοδομή, η κατασκευή της στέγης της οποίας απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις, που δεν διαθέτει ο δεύτερος των κατηγορουμένων, η δε αποπεράτωση της έγινε από ειδικευμένο συνεργείο του Ε. Π. το έτος 2003 και όχι τον Μάϊο του έτους 2005, ζ) η οικοδομή του Κ. Α. είχε παραδοθεί από τον Ιανουάριο του έτους 2005, συνεπώς καμία εργασία δεν έλαβε χώρα τον Ιούνιο του έτους 2005 και η) Ο Κ. Ρ. ουδέποτε συνέταξε και υπέγραψε ΑΠΔ, οι δε εργασίες στην οικοδομή του είχαν τελειώσει προ του έτους 1998. Η δε πρώτη των κατηγορουμένων γνώριζε, λόγω της στενής συγγενικής σχέσης της με τον δεύτερο των κατηγορουμένων, την αναλήθεια των συγκεκριμένων ΑΠΔ, παρά το γεγονός αυτό όμως τις αποδεχόταν και τις ενέκρινε, πείθοντας με τον τρόπο αυτό τους υπαλλήλους του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ να καταχωρούν ημέρες εργασίας στον λογαριασμό του δευτέρου των κατηγορουμένων εις βάρος της περιουσίας των συγκεκριμένων εργοδοτών. Την απόφαση να τελέσει την πράξη αυτή της απάτης είχε προκαλέσει στην πρώτη των κατηγορουμένων ο δεύτερος των κατηγορουμένων αδελφός της, ο οποίος με πειθώ και φορτικότητα την έπεισε να προβεί στις ανωτέρω ενέργειες, καθώς ο ίδιος είχε άμεσο συμφέρον να αποκομίσει - παρανόμως - ως ασφαλισμένος του ΙΚΑ μελλοντικά συνταξιοδοτικά οφέλη αλλά και να εξασφαλίσει αντίστοιχα δικαιώματα υγειονομικής περίθαλψης, συνεπώς θα πρέπει και ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για ηθική αυτουργία σε απάτη κατ` εξακολούθηση". Ακολούθως, το άνω δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, την πρώτη τούτων Δ. Λ. της πράξεως της απάτης κατ` εξακολούθηση, το δε δεύτερο της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή. Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων τούτων και ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου. Οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες, αφού στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται ο σκοπός του παρανόμου περιουσιακού οφέλους το οποίο επεδίωκαν να προσπορίσουν οι κατηγορούμενοι στον δεύτερο τούτων και η αντίστοιχη βλάβη στην περιουσία των εργοδοτών, η εν γνώσει της πρώτης παραπλάνηση των αρμοδίων υπαλλήλων του υποκαταστήματος του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ Τρίπολης, οι οποίοι παραπλανήθηκαν και καταχώρησαν στο λογαριασμό του δεύτερου 102 ημέρες εργασίας και στη συνέχεια υποχρέωναν τους αναφερόμενους εργοδότες να καταβάλουν τις αντίστοιχες σε αυτές εισφορές υπέρ του δευτέρου κατηγορουμένου, ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο δεύτερος ως ηθικός αυτουργός προκάλεσε στην πρώτη ως φυσικό αυτουργό την απόφαση αυτή να τελέσει την άνω άδικη πράξη που διέπραξε, ενώ δεν ήταν αναγκαίο να εκτίθεται από ποιο αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Οι λοιπές σχετικές αιτιάσεις υπό την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και εντεύθεν είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ` και Ε` του ΚΠΔ, λόγοι αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου είναι αβάσιμοι.
Η απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ` του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, εκτείνεται όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Ετσι, η απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορούμενου παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, για αναβολή της δίκης, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του Δικαστηρίου κρίση. Η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις για να έχει τέτοια αιτιολογία πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική του αιτήματος της αναβολής κρίση του. Τέτοια αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, ήτοι εκείνων οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση του καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίον είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. Από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο συνήγορος της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας υπέβαλε στο δικαστήριο αίτημα αναβολής της δίκης κατ` άρθρον 352 παρ. 2 ΚΠΔ προκειμένου να προσέλθουν στο δικαστήριο οι Ν. Α., καταγγέλων και οι Η. Σ., Κ. Ρ., Π. Κ., Κ. Κ., Κ. Κ. και Χ. Τ., στις οικοδομές των οποίων φαίνεται να έχει εργαστεί ο δεύτερος κατηγορούμενος - αναιρεσείων, και να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη για να διαπιστωθεί ο γραφικός χαρακτήρας του συντάκτη των αναλυτικών περιοδικών δηλώσεων και ο υπογραφέας αυτών. Το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να απαντήσει επί των ως άνω αιτημάτων κρίνοντας ότι αυτά συνέχονται με την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και ακολούθως, αφού εξετάστηκαν οι μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνώστηκαν τα αναφερόμενα έγγραφα της δικογραφίας και τα έγγραφα που προσκόμισε ο συνήγορος της πρώτης κατηγορουμένης εξέδωσε την ανωτέρω επί της ουσίας απόφαση και στο τέλος εν σχέσει με τα ανωτέρω αιτήματα της κατηγορουμένης διέλαβε ότι "τέλος το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν χρειάζονται άλλες αποδείξεις για να καταλήξει σε δικανική κρίση και γι` αυτό όλα τα αιτήματα αναβολής της Α κατηγορουμένης για να κληθούν μάρτυρες και να διεξαχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη πρέπει να απορριφθούν". Η αιτιολογία αυτή της απορριπτικής του αιτήματος αναβολής της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ειδική και εμπεριστατωμένη αφού αναφέρονται σε αυτή τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες το Δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική του αιτήματος της αναβολής κρίση του. Περαιτέρω, από τα ίδια πρακτικά προκύπτει, ότι ο συνήγορος της ιδίας κατηγορουμένης πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, προέβαλε τον ισχυρισμό περί παραγραφής των αξιοποίνων πράξεων της νόθευσης δημοσίου εγγράφου και της σχετικής με αυτήν παράβασης καθήκοντος όχι δε και της απάτης κατ` εξακολούθηση. Ο ισχυρισμός αυτός περί παραγραφής της νόθευσης δημοσίου εγγράφου και της παράβασης καθήκοντος έγινε δεκτός από το δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη αυτή απόφαση του έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές που εφέροντο ότι τελέστηκαν το 1999. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ` ΚΠΔ λόγος αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την απορριπτική του αιτήματος αναβολής κρίση ως και ο εκ του αυτού άρθρου παρ. 1 στοιχ. Β` λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η πλημμέλεια της έλλειψης ακροάσεως για το λόγο ότι το δικαστήριο απέρριψε σιωπηρώς τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας για παραγραφή και της αξιόποινης πράξης της απάτης είναι αβάσιμοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 ΠΚ, κατά του υπαιτίου δύο ή περισσοτέρων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις, που τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται κατά την επιμέτρησή τους συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες είναι του ίδιου είδους και της ίδιας διάρκειας η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από: α) ... β) ... . Κατά τα ανωτέρω η συνολική ποινή δεν είναι ενιαία ποινή και δεν αποτελεί νέα καταδίκη. Η συνολική ποινή επιβάλλεται ως μία αυτοτελής, μη ενιαία όμως, η οποία συνιστά όχι αριθμητικό άθροισμα ποινών, γιατί τότε θα ίσχυε αθροιστική έκτιση ποινών, αλλά νομικό άθροισμα των επί μέρους ποινών, οι οποίες χάνουν την αυτοτέλειά τους μόνο εφόσον υπάρχει η συνολική ποινή. Η συνολική ποινή δηλαδή είναι μεν ποινή όλων των εγκλημάτων, αλλά δεν έπεται εκ τούτου ότι το καθένα από αυτά αποβάλει την αυτοτέλειά του για αυτό και κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 94 ΠΚ, αν χορηγήθηκε αμνηστία, χάρη, αναστολή δίωξης, απόλυση υπό όρο ή επήλθε παραγραφή ή αφέθηκε οπωσδήποτε η ποινή για ένα ή περισσότερα από τα εγκλήματα που συρρέουν και των οποίων οι ποινές προσμετρήθηκαν, εξακολουθεί η εκτέλεση των υπολοίπων ποινών και αν συντρέχει περίπτωση, ο Εισαγγελέας προκαλεί νέα επιμέτρηση με αυτές αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του καταδικασμένου. Ειδικότερα, αν η παραγραφή αφορά την ποινή - βάση και τα εγκλήματα με τις αντίστοιχες ποινές που σχημάτισαν τη συνολική ποινή είναι δύο θα αναβιώσει η σε λανθάνουσα κατάσταση εκτελεστότητα της άλλης αυτοτελούς ποινής η οποία θα εκτιθεί κανονικά όπως είχε επιμετρηθεί αρχικά. Αν εξαφανιστεί η άλλη ποινή θα εξακολουθήσει η έκτιση της ποινής βάσης χωρίς προσαύξηση. Αν τα συρρέοντα εγκλήματα και οι αντίστοιχες ποινές ήταν περισσότερα και εξαφανιστεί η ποινή - βάση, αναγκαίως θα προκληθεί ο σχηματισμός νέας συνολικής ποινής αφού προηγηθεί η ανάδειξη νέας ποινής - βάσης σύμφωνα με την αρχική επιμέτρηση των ποινών (ΑΠ 1955/1998). Από την επισκόπηση της πρωτόδικης απόφασης προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα Δ. Λ. κηρύχτηκε ένοχη για τις πράξεις της νόθευσης δημοσίου εγγράφου, της απάτης κατ` εξακολούθηση και της παράβασης καθήκοντος κατ` εξακολούθηση και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους για την πρώτη πράξη και σε φυλάκιση οχτώ μηνών για κάθε μία από τις δεύτερη και τρίτη πράξεις και κατ` εφαρμογή του άρθρου 94 παρ. 1 ΠΚ επιβλήθηκε σε αυτή συνολική ποινή ενός έτους και οχτώ μηνών αποτελούμενη από τη βαρύτερη ποινή φυλάκισης του ενός έτους η οποία επαυξήθηκε κατά τέσσερις μήνες από τις άλλες ποινές φυλάκισης των β και γ πράξεων. Το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα για την πράξη της απάτης κατ` εξακολούθηση και καταδίκασε αυτήν σε ποινή φυλάκισης οχτώ μηνών, όσο δηλαδή και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώ έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για την νόθευση δημοσίου εγγράφου και την κήρυξε αθώα για την πράξη της παράβασης καθήκοντος κατ` εξακολούθηση.
Ετσι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, μετά την εξαφάνιση της ποινής - βάσης του ενός έτους για τη νόθευση δημοσίου εγγράφου, αναβιώνει η σε λανθάνουσα κατάσταση εκτελεστότητα της άλλης, αυτοτελούς ποινής των οχτώ μηνών για την πράξη της απάτης κατ` εξακολούθηση και δεν παραμένει η προσμετρηθείσα ποινή των τεσσάρων μηνών και ως εκ τούτου το Δικαστήριο ορθώς επέβαλε σε αυτήν την ίδια ποινή των οχτώ μηνών για την πράξη της απάτης κατ` εξακολούθηση χωρίς έτσι να καταστήσει χειρότερη τη θέση της αναιρεσείουσας.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Η` ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας ή κατά την αναιρεσείουσα ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε` ιδίου Κώδικα λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης διότι το δικαστήριο την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης οχτώ μηνών, ενώ το ορθό κατά το λόγο αυτό θα ήταν να επιβληθεί ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 364 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ, στο ακροατήριο διαβάζονται οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων που συντάχτηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο έχει εξουσία να αναγνώσει και λάβει υπόψη του και τα παντός είδους έστω και τυπικά άκυρα έγγραφα, εφόσον αυτά υπάρχουν στη δικογραφία για την προβολή από τους παράγοντες της δίκης τυχόν κατ` αυτών αντιρρήσεων. Για να επέλθει ακυρότητα από την ανάγνωση εγγράφου, πρέπει να υποβλήθηκε αντίρρηση, την οποία είτε αρνήθηκε να ακούσει το δικαστήριο είτε την απέρριψε παρά το βάσιμο αυτής (ΑΠ 909/2007). Από τα πρακτικά της προβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο συνήγορος της άνω αναιρεσείουσας προέβαλε αντίρρηση για την ανάγνωση του πορίσματος της ΕΔΕ για το λόγο ότι αυτή ήταν άκυρη, διότι διεξήχθη παρά το νόμο σε βάρος της και δη διότι αυτή δεν είχε πλέον την υπαλληλική ιδιότητα, αφού η παραίτησή της από το ΙΚΑ έγινε αποδεκτή στις 19-10-2005 και η πράξη αποδοχής της παραίτησης, που σημαίνει και την αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής της ιδιότητας, δημοσιεύτηκε στις 11-11-2005. Το Δικαστήριο ορθώς απέρριψε το αίτημα της μη αναγνώσεως του πιο πάνω εγγράφου ως και των ενόρκων βεβαιώσεων κατά τη διενεργηθείσα ΕΔΕ με την αιτιολογία ότι "το αίτημα μη αναγνώσεως της ΕΔΕ της Α. Λ. πρέπει να απορριφθεί, γιατί όταν άρχισε η πειθαρχική διαδικασία στις 20-12-2005 με την υπ` αριθ. Γ11/105 εντολή του διοικητή του ΙΚΑ προς την ανωτέρω για διενέργεια ΕΔΕ σε βάρος και της πρώτης κατηγορουμένης, αυτή είχε, ακόμη, την ιδιότητα του υπαλλήλου του ΙΚΑ, την οποία απώλεσε στις 11-11-2005, όταν δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ ΝΠΔΔ 280/11-11-2005 η αποδοχή της παραίτησης (άρθρο 113 ν. 2863/2009). Επίσης, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί και γιατί η διεξαχθείσα ΕΔΕ αφορούσε και άλλους υπαλλήλους του ΙΚΑ, οι οποίοι αθωώθηκαν με την εκκαλούμενη απόφαση. Επίσης, οι καταθέσεις των μαρτύρων που δόθηκαν κατά τη διεξαχθείσα νόμιμη ΕΔΕ αποτελούν ουσιαστικά συμπληρώματα της ΕΔΕ και για αυτό ως έγγραφα πρέπει να αναγνωστούν".
Πρέπει να λεχθεί ότι οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη συμβολαιογράφου και οι ένορκες καταθέσεις κατά τη διενέργεια διοικητικής έρευνας θεωρούνται ως έγγραφα και κατά το άρθρο 364 αναγιγνώσκονται στο ακροατήριο ως "υπόλοιπα" έγγραφα και όχι ως ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατά το άρθρο 365 του ιδίου Κώδικα. Όθεν και ο τελευταίος εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Α` ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας είναι αβάσιμος. Κατ` ακολουθίαν, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και καταδικαστεί έκαστος αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 28-5-2012 αίτηση των Δ. συζύγου Ν. Λ., κατοίκου ... και Π. Μ. του Ε., κατοίκου ..., για αναίρεση της 523, 523α και 524/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου.
Και
Επιβάλλει σε κάθε αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2013.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2013.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις