Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΠΩΛΗΣΗΣ

323/2009 ΑΠ ( 486139)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , ΕΔΙΚΠΟΛ 22010/227)
Πώληση και μεταβίβαση ακινήτου. Εικονική πώληση. Η ακυρότητα της πωλήσεως
συνεπιφέρει και την ακυρότητα της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας.
Αντιπροσώπευση του αγοραστή κατά τη σύναψη των σχετικών συμβάσεων. Δικονομία
πολιτική. Αναιρετικοί λόγοι. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω
ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς την ύπαρξη ή μη της εικονικότητας. (Αναιρεί
την 8759/2006 ΕφΑθ).


Αριθμός 323/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές:Δημήτριο Δαλιάνη, Αντιπρόεδρο, Ρένα
Ασημακοπούλου, Ιωάννη Ιωαννίδη, Χαράλαμπο Ζώη και Αθανάσιο Κουτρομάνο,
Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Νοεμβρίου 2008, με
την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την
υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1.Χ1, 2.Χ2 , 3.Χ3, κατοίκων ...... . Εκπροσωπήθηκαν από
τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Μαργωμένο.

Των αναιρεσιβλήτων: 1.Ψ1, 2.Ψ2, 3.Ψ3, 4. Ψ4 και 5. Ψ5, κατοίκων ...... . Η
πρώτη παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Κυπριώτη οι δε λοιποί
εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-6-2003 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων,
που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
6465/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 8759/2006 του Εφετείου Αθηνων. Την
αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από
6-7-2007 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι
διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης
Χαράλαμπος Ζώης ανέγνωσε την από 14-11-2008 έκθεσή του, με την οποία
εισηγήθηκε την παραδοχή της κρινόμενης αίτησης κατά παραδοχή του δευτέρου
λόγου και την απόρριψη των λοιπών.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο
πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη
του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 138 ΑΚ, συνδυαζόμενη και με τις διατάξεις
των άρθρων 180, 211, 214, 513 και 1033 ΑΚ, συνάγονται τα ακόλουθα: Σε
περίπτωση καταχωρισμένων, σε συμβολαιογραφικό έγγραφο, συμβάσεων πώλησης
και, εξαιτίας της πώλησης, μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου από τον κύριό
του σε άλλον, αν οι αντίστοιχες για την πώληση δηλώσεις βούλησης αφενός του
πωλητή και αφετέρου του αγοραστή ήταν εικονικές, υπό την έννοια ότι δεν
έγιναν στα σοβαρά παρά έγιναν μόνο φαινομενικά, διότι οι βουλήσεις εκείνων
ήταν είτε να μην υπάρχουν η υποχρέωση του πωλητή να μεταβιβάσει την
κυριότητα και παραδώσει το πωλούμενο και η υποχρέωση του αγοραστή να
πληρώσει το τίμημα, είτε να μην υπάρχει η μία μόνο από αυτές τις εκατέρωθεν
υποχρεώσεις, η σύμβαση πώλησης είναι, λόγω της εικονικότητας, άκυρη,
θεωρούμενη γι` αυτό ως μη γενόμενη, αυτή δε η ακυρότητα επισύρει την
ακυρότητα της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας λόγω του αιτιώδους
χαρακτήρα της τελευταίας. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει και ο
σκοπός για τον οποίο έγινε η ελαττωματική αυτή δήλωση, εκτός αν υποκρύπτει
άλλη δικαιοπραξία και μόνο για την έρευνα του κύρους ή μη αυτής σύμφωνα με
το δεύτερο εδάφιο του ιδίου άρθρου . Καμία επιρροή δεν ασκεί επί του κύρους
της καταρτισμένης σύμβασης πωλήσεως το αν ο αγοραστής κατέβαλε πράγματι και
με ποιο τρόπο το συμφωνημένο τίμημα, αφού αυτό μπορεί να χαριστεί ή να
εξοφληθεί με δόση αντί καταβολής ή μπορεί η σχετική αξίωση να αποσβεσθεί με
παραγραφή ή κατ` άλλο τρόπο. Απλώς το δικαστήριο κατά την έρευνα της ύπαρξης
συναλλακτικής πρόθεσης των συμβαλλομένων, μπορεί να συναγάγει τεκμήριο ή
επιχείρημα για το ότι η σύμβαση πώλησης δεν είναι εικονική ως προς το
πρόσωπο του αγοραστή από το αποδεικνυόμενο γεγονός της καταβολής του
τιμήματος από τον ίδιο. Από τη διάταξη όμως του άρθρου 138 παρ.2 σε
συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 369, 513 και 1033 του ίδιου
Κώδικα, που καθορίζουν τις προϋποθέσεις εγκυρότητας των συμβάσεων πωλήσεως
και μεταβιβάσεως, κατά κυριότητα, ακινήτου, προκύπτει ότι σε περίπτωση
εικονικότητας της συμβάσεως πωλήσεως ακινήτου και της τυχόν ενωμένης με
εκείνη συμβάσεως μεταβιβάσεως, κατά κυριότητα, του πωλούμενου ακινήτου από
τον πωλητή στον αγοραστή, η οποία εικονικότητα αφορά το πρόσωπο του
αγοραστή, για να ισχύουν οι συμβάσεις αυτές όχι για τον εμφανιζόμενο ως
αγοραστή αλλά για το καλυπτόμενο από εκείνον πρόσωπο, ουσιώδες στοιχείο
είναι η συμφωνία ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκομένους, εικονικό και
πραγματικούς, ήτοι ανάμεσα στον πωλητή, στον εμφανιζόμενο ως αγοραστή και
στο πρόσωπο που καλύπτεται από εκείνον, ότι οι πιο πάνω συμβάσεις
καταρτίζονται, όχι με τον εμφανιζόμενο ως αγοραστή, αλλά με το καλυπτόμενο
από εκείνον πρόσωπο, που είναι και ο αληθινός αγοραστής. Εξ άλλου ο από τη
διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε
κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή
διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ
συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε
καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή
ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2005).

Τέλος ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για
έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από
το αιτιολογικό της τα αναγκαία κατά νόμο περιστατικά για την κρίση στην
συγκεκριμένη περίπτωση των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που
εφαρμόστηκε ή για τη μη συνδρομή τους που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς
και όταν η απόφαση δεν έχει ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο
νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και
έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση το
Εφετείο δέχτηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα τα εξής: Ότι οι τρίτη, τέταρτη,
πέμπτος και έκτος των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων ήσαν συγκύριοι, κατά
ποσοστό 30/100, 30/100, 20/100 και 20/100 εξ αδιαιρέτου αντιστοίχως, καθώς
επίσης και του δικαιώματος του υψούν απεριορίστως, ενός οικοπέδου εμβαδού
1095,5 τ.μ., με την επ` αυτού παλαιά ισόγειο οικία, που βρίσκεται επί της
οδού ...... αρ. ... στην περιοχή του Δήμου ......, η επικαρπία δε αυτού
ανήκε εφ` όρου ζωής στην πρώτη αναιρεσίβλητη μητέρα των λοιπών. `Οτι ο
πατέρας των άνω συγκυρίων και σύζυγος της επικαρπώτριας Α, ενεργώντας ως
πληρεξούσιος όλων αυτών, που επιθυμούσαν να αναγείρουν πολυώροφη οικοδομή
στο εν λόγω οικόπεδό τους, με το σύστημα της αντιπαροχής, που θα υπάγονταν
στο σύστημα της οροφοκτησίας, κατά μήνα Δεκέμβριο 2001 ήλθε σε
διαπραγματεύσεις με τον γνωστό του συνταξιούχο εργολάβο οικοδομών Β,
προκειμένου ο τελευταίος να αναλάβει την ανέγερση νέας οικοδομής στο άνω
οικόπεδο με το σύστημα της αντιπαροχής και την 7.2.2002 υπογράφηκε μεταξύ
του εν λόγω εργολάβου και του πληρεξουσίου των οικοπεδούχων και της
επικαρπώτριας, το με ιδία χρονολογία ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ο
συμβαλλόμενος εργολάβος ανέλαβε την υποχρέωση να ανεγείρει οικοδομή με το
σύστημα της αντιπαροχής, θα περιέρχονταν δε σ` αυτόν ως εργολαβικό
αντάλλαγμα από τις μέλλουσες να ανεγερθούν χωριστές ιδιοκτησίες οι με
στοιχεία Α1, Α3, Β1, Β3, Γ1 και Δ1 χωριστές ιδιοκτησίες (διαμερίσματα), οι
υπό στοιχεία Υ1, Υ2, Υ5, Υ8 και Υ9 βοηθητικοί χώροι (αποθήκες) και οι υπ`
αριθμ. Ι 2, Ι 3, Ι 6, Ι 8, Ι 11, Ι 12 και Ι 14 χώροι στάθμευσης, σύμφωνα με
τα επίσημα σχέδια και τον πίνακα αναλογισμού. Ότι σε εκτέλεση της συμφωνίας
αυτής ο εργολάβος ανέθεσε στον ανηψιό του πολιτικό μηχανικό Χ3 να ενεργήσει
για την έκδοση σχετικής άδειας κατεδάφισης της επί του οικοπέδου παλαιάς
οικοδομής και την εκπόνηση των μελετών και σχεδίων για την ανέγερση της νέας
και την έκδοση σχετικής άδειας, πράγματι δε εκδόθηκε η υπ` αριθμ. ........
άδεια κατεδάφισης της παλαιάς οικίας και η υπ` αριθμ. ...... άδεια ανέγερσης
νέας τετραώροφης οικοδομής με πιλοτή και ισόγειο, οι δε συγκύριοι του
οικοπέδου και η επικαρπώτρια, με την υπ` αριθμ. ...... συμβολαιογραφική
πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του
συμβολαιογράφου Πειραιώς Μιχαήλ Τσιγκριμάνη, υπήγαγαν την μέλλουσα να
ανεγερθεί οικοδομή στο σύστημα της οροφοκτησίας και κατάρτισαν κανονισμό
πολυκατοικίας. Ότι ο εργολάβος με βάση τις άνω άδειες κατεδάφισης παλαιάς
οικίας και ανέγερσης της νέας οικοδομής και τις μελέτες που είχε καταρτίσει
ο άνω πολιτικός μηχανικός, μεταξύ των οποίων και εδαφολογική, με
αποκλειστικά δικές του δαπάνες, μέχρι τέλος Ιουλίου 2002, είχε προβεί σε
κατεδάφιση της παλαιάς οικίας, στις απαραίτητες για την ανέγερση της νέας
οικοδομής εκσκαφές, στη θεμελίωση αυτής, στη σκυροδέτηση των περιμετριών
τοιχίων, στην κατασκευή της πλάκας δαπέδου και οροφής υπογείου, στη
σκυροδέτηση των υποστυλωμάτων πιλοτής και στο καλούπουμα και τοποθέτηση
οπλισμού οροφής πιλοτής. Ότι την 19.7.2002, οι άνω εργοδότες οικοπεδούχοι,
σε εκτέλεση του παραπάνω αναφερομένου ιδιωτικού συμφωνητικού (εργολαβικού),
επώλησαν στην συγγενή τους Γ, το υπ` αριθμ. Α1 διαμέρισμα, την υπ` αριθμ. Υ8
αποθήκη και την υπ` αριθμ. Ι14 θέση στάθμευσης, οι οποίες κατά τα
συμφωνηθέντα θα περιέρχονταν στον εργολάβο ως εργολαβικό αντάλλαγμα, αντί
τιμήματος 98.637,67 ευρώ, έναντι του οποίου η αγοράστρια κατέβαλε στους
πωλητές 58.600 ευρώ και το υπόλοιπο συμφωνήθηκε να τους καταβληθεί σε τρείς
δόσεις, αναλόγως της προόδου των εργασιών της οικοδομής. Ότι το άνω ποσό της
προκαταβολής των 58.600 ευρώ οι πωλητές κατέβαλαν στον εργολάβο, όπως είχε
συμφωνηθεί. Περαιτέρω το Εφετείο δέχεται, ότι επειδή κατά το στάδιο αυτό των
εργασιών (κατά μήνα Ιούλιο 2002) δεν εμφανίζονταν υποψήφιοι αγοραστές
διαμερισμάτων της εν λόγω υπό κατασκευή οικοδομής και ο εργολάβος δεν
διέθετε χρήματα για τη συνέχιση των οικοδομικών εργασιών συμφώνησε με τους
ενάγοντες (οικοπεδούχο και επικαρπώτρια) αφενός μεν να μεταβιβάσουν αυτοί
εικονικά στους εναγομένους Χ1 και Χ2 (τέκνα της συζύγου του από άλλο γάμο
αυτής) ορισμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες, με σκοπό να λάβουν αυτοί
(αγοραστές) δάνεια από την τράπεζα για την αγορά των εν λόγω ιδιοκτησιών, τα
ποσά των οποίων θα διέθεταν στον πατέρα τους εργολάβο για τη συνέχιση των
οικοδομικών εργασιών, αφ` ετέρου δε, και επειδή αυτός για φορολογικούς λόγω
εξ αιτίας της συνταξιοδότησής του δεν επιθυμούσε την προς αυτόν απ` ευθείας
μεταβίβαση οριζοντίων ιδιοκτησιών, προς εξασφάλιση της εργολαβικής του
αμοιβής αξίωσε από τους εργοδότες να μεταβιβάσουν εικονικά στον τρίτο
εναγόμενο υιό του Χ3, άλλες οριζόντιες ιδιοκτησίες. Ότι σε εκτέλεση της
συμφωνίας αυτής μεταξύ οικοπεδούχων και εργολάβου, οι οικοπεδούχοι με τα
υπ` αριθμ. ......, ...... και ...... συμβόλαια του συμβολαιογράφου Πειραιώς
Μ. Τσαγκάρη μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως τις παρακάτω οριζόντιες ιδιοκτησίες
(διαμερίσματα, αποθήκες και θέσεις στάθμευσης) οι οποίες κατά την εργολαβική
σύμβαση θα περιέρχονταν στον εργολάβο ως εργολαβικό αντάλλαγμα: α) στον
εναγόμενο Χ1 (τέκνο της συζύγου του εργολάβου), το με στοιχεία Α3
διαμέρισμα, και την υπό στοιχεία Υ6 αποθήκη, αντί τιμήματος 60.855,05 ευρώ
τμήμα του οποίου από ευρώ 52.051,05 πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί
σε πέντε δόσεις από δάνειο που ο αγοραστής θα ελάμβανε από την τράπεζα ..
BANK, β) στον εναγόμενο Χ2 (τέκνο της συζύγου του εργολάβου) το υπό στοιχεία
Β3 διαμέρισμα και την υπό στοιχεία Υ5 αποθήκη αντί συμφωνηθέντος τιμήματος
61.221,45 ευρώ, τμήμα του οποίου από ευρώ 52.417,47 πιστώθηκε και
συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε πέντε δόσεις από δάνειο που θα ελάμβανε ο
αγοραστής από την παραπάνω τράπεζα και γ) στον εναγόμενο υιό του εργολάβο Χ3
το υπό στοιχεία Δ1 διαμέρισμα, την υπό στοιχεία Υ2 αποθήκη και την Ι 2 θέση
στάθμευσης, αντί τιμήματος 122.645,95 ευρώ, το οποίο, κατά το σχετικό
συμβόλαιο φέρεται ότι καταβλήθηκε από τον αγοραστή στους πωλητές πριν την
υπογραφή του συμβολαίου. Ότι την 30.7.2002 απεβίωσε αιφνιδίως ο εργολάβος
αφήνοντας ημιτελές το εν λόγω έργο, η σχετικές δε εργασίες συνεχίσθηκαν κατά
το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Αυγούστου 2002 από τη σύζυγο του αποβιώσαντος,
η οποία δήλωσε στους εργοδότες οικοπεδούχους ότι αδυνατεί να ολοκληρώσει την
εκτέλεση του έργου, το οποίο συνέχισαν με δαπάνες τους και ολοκλήρωσαν οι
οικοπεδούχοι. Ότι κατά μήνα Ιανουάριο 2003, εν όψει της δημιουργηθείσας μετά
το θάνατο του εργολάβου κατάστασης και προς επίλυση των μεταξύ τους
διαφορών, έγιναν συναντήσεις της συζύγου του αποβιώσαντος εργολάβου και των
οικοπεδούχων, προκειμένου να καθορισθεί η αξία του κατασκευασθέντος μέχρι τη
λύση της σύμβασης έργου, πλήν όμως δεν επιτεύχθηκε συμφωνία. Περαιτέρω το
Εφετείο δέχεται, ότι τόσο κατά την υπογραφή των παραπάνω συμβολαίων, με τα
οποία οι οικοπεδούχοι μεταβίβασαν στα τέκνα της συζύγου του εργολάβου και
στον υιό του τελευταίου τις παραπάνω ιδιοκτησίες, όσο και μετέπειτα ουδέν
ποσό κατέβαλαν στους πωλητές οικοπεδούχους. Ότι οι πρώτος και δεύτερος
εναγόμενοι στις αρχές Οκτωβρίου 2002 κατέβαλαν στους ενάγοντες πωλητές
14.673 ευρώ ο καθένας, προερχόμενα από μερική εκταμίευση των δανείων που
έλαβαν από την παραπάνω αναφερόμενη τράπεζα, όχι όμως για μερική εξόφληση
του πιστωθέντος τιμήματος, αλλά για να εξοφλήσουν οι ενάγοντες πωλητές
οφειλές του αποβιώσαντος εργολάβου για αγορές υλικών που χρησιμοποιήθηκαν
για την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών στην οικοδομή, μετέπειτα δε οι
εναγόμενοι αυτοί δεν προέβησαν σε εκταμίευση των ποσών των δανείων. Με βάση
τα περιστατικά αυτά το Εφετείο δέχεται ότι οι άνω πωλήσεις είναι απολύτως
εικονικές και επομένως άκυρες διότι δεν έγιναν στα σοβαρά παρά μόνο
φαινομενικά. Τούτο δε διότι οι συμβληθέτες δεν είχαν σπουδαία συναλλακτική
πρόθεση οι μεν πρώτοι να πωλήσουν οι δε τελευταίοι να αγοράσουν, αλλά
συνήψαν τις πωλήσεις αυτές με αποκλειστικό σκοπό αφ` ενός μεν να
εξασφαλισθεί η καταβολή της εργολαβικής αμοιβής του εργολάβου, η οποία
αμοιβή κατά τους χρόνους κατάρτισης των αγοραπωλητηρίων συμβολαίων
υπολείπονταν σημαντικά της αξίας του εκτελεσθέντος έργου από τον εργολάβο,
αφ` ετέρου δε για να εξασφαλισθεί η έμμεση χρηματοδότηση του εργολάβου
(πατέρα και πατριού των αγοραστών) με τη λήψη δανείων από την άνω τράπεζα τα
ποσά των οποίων οι αγοραστές θα διέθεταν στον εργολάβο για τη συνέχιση των
οικοδομικών εργασιών, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ του εργολάβου, των
οικοπεδούχων και των άνω αγοραστών. Με βάση τα περιστατικά αυτά το Εφετείο
απέρριψε την έφεση των εναγομένων ήδη αναιρεσειόντων και επικύρωσε την
εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή η
εναντίον τους των αναιρεσιβλήτων, και, αφού κρίθηκε ότι οι άνω πωλήσεις
είναι άκυρες ως εικονικές, αναγνωρίστηκε ότι οι εναγόμενοι αγοραστές
υποχρεούνται να αποδώσουν στους ενάγοντες συγκυρίους τις πωληθείσες
ιδιοκτησίες, κατά το ανήκον σε καθέναν ποσοστό εξ αδιαιρέτου, και την
επικαρπία αυτών στην ενάγουσα επικαρπώτρια. `Ετσι που έκρινε το Εφετείο
στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης εξ αιτίας ανεπαρκών και αντιφατικών
αιτιολογιών, ως προς τη συνδρομή των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της
ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 138 ΑΚ, την οποία και εφάρμοσε το
Εφετείο, που καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο, και τούτο διότι: α)
μολονότι δέχεται το Εφετείο, ότι με την μεταξύ του εργολάβου και των
οικοπεδούχων καταρτισθείσα ατύπως κατά μήνα Ιούλιο 2002 σύμβαση, αυτοί
συμφώνησαν να πωλήσουν οι οικοπεδούχοι τις άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες, που
κατά την εργολαβική σύμβαση θα περιέρχονταν στον εργολάβο ως εργολαβικό
αντάλλαγμα, στα τέκνα της συζύγου του εργολάβου Χ1 και Χ2, με την περαιτέρω
συμφωνία ότι για την αγορά αυτών οι εν λόγω αγοραστές θα ελάμβαναν δάνεια
από την τράπεζα, τα ποσά των οποίων θα διέθεταν στο εργολάβο για να
χρησιμοποιηθούν από αυτόν για τη συνέχιση των οικοδομικών εργασιών, γεγονός
που φανερώνει σοβαρή πρόθεση των συμβληθέντων, για τη μεταβίβαση της
κυριότητας των πωληθέντων ιδιοκτησιών στους προαναφερόμενους αγοραστές,
αντιφατικώς και με ανεπαρκείς αιτιολογίες καταλήγει στο πόσρισμα, ότι οι
πωλήσεις αυτές είναι άκυρες ως εικονικές, εκ μόνου του γεγονότος ότι οι
αγοραστές αυτοί δεν έλαβαν τα συνομολογηθέντα δάνεια, εκτός μόνον της πρώτης
δόσεως αυτών την οποία και κατέβαλαν στους οικοπεδούχους για την εξόφληση
οικονομικών υποχρεώσεων του εργολάβου προς τρίτου, και δεν κατέβαλαν το
συμφωνηθέν τίμημα και β) μολονότι δέχεται ότι η πώληση των οριζοντίων
ιδιοκτησιών προς τον υιό του εργολάβου Χ3, έγινε κατ` απαίτηση του εργολάβου
και προς εξασφάλιση της καταβολής της συμφωνηθείσας εργολαβικής του αμοιβής,
στην οποία περιλαμβάνονταν και οι πωληθείσες στον υιό του εργολάβου Χ3
οριζόντιες ιδιοκτησίες, καταλήγει στο πόρισμα ότι και η σύμβαση αυτή είναι
απολύτως άκυρη ως εικονική, εκ μόνου του γεγονότος, ότι αυτός δεν κατέβαλε
πράγματι το συμφωνηθέν τίμημα. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος
λόγος από το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, όπως παραδεκτά συμπληρώθηκε από τον
εισηγητή, απορριφθεί δε ο πρώτος από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, ως
απαράδεκτος, διότι, αφού η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης συνεπεία της
οποίας καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς τη συνδρομή των
νομίμων όρων και προϋποθέσεων της εφαρμογής ή μη της ουσιαστικού δικαίου
διάταξης που εφαρμόστηκε ή αποκλείστηκε η εφαρμογή της, δεν ιδρύεται ο από
το άρθρο 559 αρ.1 λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή
ουσιαστικού νόμου, παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων. Μετά ταύτα πρέπει
να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που
εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός
εκείνων που εξέδωσαν αυτή (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ` αριθμ. 8.759/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο
από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων από
ευρώ δύο χιλιάδες (2.000).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Δεκεμβρίου 2008.

Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9
Φεβρουαρίου 2009.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις