Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

182 AK (Αγωγή διαρρήξεως)

1339/2012 ΑΠ ( 591205)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΧΡΙΔ 2013/108)
Αγωγή διαρρήξεως. Προϋποθέσεις ορισμένου της σχετικής αγωγής. Ειδικότερα πρέπει να
αναφέρεται ο προσδιορισμός της απαίτησης που έχει ο δανειστής κατά του οφειλέτη. Δεν απαιτείται η μνεία αυτής, όταν υπάρχει δεδικασμένο ή περιέχεται σε διαταγή πληρωμής που έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου. 

Αχαρτοσήμαντη συναλλαγματική. Δεν ισχύει ως το αξιόγραφο της συναλλαγματικής αλλά ως αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους. Η τριτεγγύηση επί άκυρης συναλλαγματικής ισχύει ως εγγύηση του αστικού δικαίου, χωρίς την επίκληση των προϋποθέσεων της μετατροπής (αρ. 182 ΑΚ). Αν η απαίτηση στηρίζεται σε τριτεγγύηση άκυρης συναλλαγματικής, το δικαστήριο δεν μπορεί αυτεπαγγέλτως να τη θεωρήσει ως απαίτηση από εγγύηση, γιατί επέρχεται μεταβολή στη βάση της αγωγής. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 137/2010 απόφαση
ΕφΘεσ/κης).

Αριθμός 1339/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Γεράσιμο Φουρλάνο, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Μαρτίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία ".........." και διακριτικό τίτλο
"................" που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ευτύχιος Νικόπουλος, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο την μετατροπή της ανώνυμης εταιρείας σε ομόρρυθμη εταιρεία, ήτοι ".............".
Των αναιρεσιβλήτων: 1. Ε. συζ. Δ. Β., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ... και 2. Μ. Β. του Γ., κατοίκου ..., οι οποίες δεν παραστάθηκαν στον ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-8-1997 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 17860/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 137/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 2-7-2010 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρυσόστομος Ευαγγέλου ανέγνωσε την από 15-3-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις υπ` αριθ. 11.793 Γ και 11.794 Γ/13-10-2010 εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στο
Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ... προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με την κάτω απ` αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου, καθώς και κλήση για συζήτηση της αίτησης κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις αναιρεσίβλητες. Οι τελευταίες δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ούτε παρέστησαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους (άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ ).
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Η
αναιρεσείουσα με την από 14-8-1997 αγωγή της, ισχυριζόμενη ότι έχει απαίτηση κατά της πρώτης εναγόμενης συνολικού ύψους 8.400.000 δρχ. από τριτεγγύηση την οποία αυτή παρέσχε υπέρ της εταιρίας με την επωνυμία ".............", αποδέκτριας τεσσάρων συναλλαγματικών εκδόσεώς της (ενάγουσας), για την οποία απαίτησή της με αίτησή της εκδόθηκαν Διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και ότι η πρώτη εναγόμενη με σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησής της αυτής μεταβίβασε στη δεύτερη εναγόμενη ανήλικη θυγατέρα της το περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο, ζήτησε τη διάρρηξη της δικαιοπραξίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των εναγομένων. Η αγωγή έγινε δεκτή με την υπ` αριθ. 17.860/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής οι εναγόμενοι άσκησαν την από 18-7-2006 έφεσή τους, η οποία έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή.
Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1, 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 939 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή του δανειστή κατά του οφειλέτη για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας που έγινε από τον τελευταίο προς βλάβη του, κατά τους όρους των άρθρων 940 επ. ΑΚ, πρέπει, εκτός άλλων να αναφέρει και την απαίτηση που έχει ο ενάγων δανειστής κατά του εναγόμενου οφειλέτη, προσδιορίζοντας τόσο το ποσό αυτής, όσο και την αιτία (νόμιμη, συμβατική, αδικοπρακτική κ.λπ.), από την οποία προήλθε (Α.Π. 1677/2008). Μία τέτοια όμως παράθεση δεν είναι αναγκαία στην περίπτωση, κατά την οποία για την ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης υπάρχει δεδικασμένο (άρθρα 321 επ. ΚΠολΔ), αφού τότε αποκλείεται η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο της ύπαρξης και του ύψους της απαίτησης. Αρκεί να αναφέρεται ότι για την απαίτηση έχει εκδοθεί συγκεκριμένη δικαστική απόφαση που έχει καταστεί τελεσίδικη ή διαταγή πληρωμής που απέκτησε κατά το άρθρο 633 παρ. 2 ΚΠολΔ δύναμη δεδικασμένου (ΑΠ 828/2004, Α.Π. 1099/1996). Περαιτέρω, η αχαρτοσήμαντη συναλλαγματική, όπως προκύπτει από τα άρθρα 2 του Ν 5325/1932 και 4 παρ. 1-4 του ΝΔ 4535/1966, δεν ισχύει μεν ως συναλλαγματική, μπορεί, όμως, να ισχύσει μεταξύ του εκδότη αφενός και του αποδέκτη αφετέρου, που υποσχέθηκε την πληρωμή της στον πρώτο ή σε διαταγή του, ως αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τη συναγόμενη απ` αυτή πρόθεση των μερών. Το ίδιο ισχύει και επί τριτεγγύησης επί άκυρης συναλλαγματικής, δηλ. η τριτεγγύηση είναι μεν άκυρη, πλην μπορεί να ισχύσει ως εγγύηση του κοινού δικαίου (άρθρο 847 Α.Κ.), εφόσον ο ενάγων επικαλεσθεί την ισχύ της άκυρης τριτεγγύησης ως κοινής εγγύησης, χωρίς την ανάγκη επίκλησης των προϋποθέσεων του άρθρου 182 του Α.Κ. (Ολ.Α.Π. 2088/1986, Α.Π. 1643/1997). Αν στοιχείο της αγωγής διάρρηξης είναι απαίτηση από τριτεγγύηση συναλλαγματικής και από τις αποδείξεις προκύψει ότι οι συναλλαγματικές είναι άκυρες λόγω μη έγκαιρης χαρτοσήμανσής τους και συνεπώς είναι άκυρη και η τριτεγγύηση, το δικαστήριο της ουσίας δεν μπορεί να διαρρήξει τη δικαιοπραξία για την ικανοποίηση της κατά μετατροπή απαίτησης από την κοινή εγγύηση ή αφηρημένη υπόσχεση χρέους, διότι πρόκειται για διαφορετική απαίτηση που δεν αποτέλεσε στοιχείο της βάσεως της αγωγής.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα εξής: "Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία, εξέδωσε στη Θεσσαλονίκη, σε διαταγή της, τέσσερεις συναλλαγματικές, τις τρεις την 1/5/1996 και την τέταρτη στις 20-5-2006 ποσού 2.100.000 δραχμών εκάστης και λήξεως αντιστοίχως στις 31/8/1996, στις 30/11/1996 και στις 31/10/1996, τις οποίες αποδέχθηκε αυθημερόν η Ε.Π.Ε. "........." (οφειλέτριά της) και τριτεγγυήθηκε υπέρ αυτής (αποδέκτριας) η πρώτη εναγομένη, υπάλληλός της. Τις εν λόγω συναλλαγματικές, οι οποίες δεν έφεραν τη νόμιμη χαρτοσήμανση στον κρίσιμο χρόνο, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα σε επικυρωμένα φωτοαντίγραφα σώματα αυτών, τις μεταβίβασε η αιτούσα, ως αξία προς είσπραξη, με οπισθογράφηση, στη Θεσσαλονίκη στις 24/5/1996 προς την .. Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ μετά την ημερομηνία της λήξεως αυτών και λόγω της μη πληρωμής τους, η ενάγουσα αφού κατέβαλε στην τελευταία (... Τράπεζα) την αξία τους τις ανέλαβε και κατέστη εν νέου νόμιμη κομίστρια αυτών. Εκτοτε και παρά τις οχλήσεις της ενάγουσας προς την ως άνω αναγραφομένη αποδέκτρια αυτών και την πρώτη των εναγομένων, ως αναγραφομένη τριτεγγυήτρια για την πληρωμή της αξίας των συναλλαγματικών, οι τελευταίες δεν τις πλήρωσαν και έτσι η ενάγουσα ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος αυτών.
Σχετικώς δε εκδόθηκαν οι υπ` αρ. 32896/13-12-1996, 33850/20-12-1996 και 3284/30-2-1997 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, σε επικυρωμένα φωτοαντίγραφα, με τις οποίες, η ως άνω αποδέκτρια των συναλλαγματικών, καθώς και η πρώτη των εναγομένων διατάχθηκαν να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον η καθεμία, το συνολικό ποσό των 8.400.000 δραχμών [4Χ2.100.000] πλέον τόκων και εξόδων, με βάση τις ανωτέρω συναλλαγματικές, ισχύουσες κατά μετατροπή ως ομόλογα χρεωστικά [αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους] λόγω της ακυρότητας αυτών ως πιστωτικών τίτλων, διότι δεν είχαν χαρτοσημανθεί εμπρόθεσμα, δηλαδή κατά το χρόνο της εκδόσεως αυτών, αλλά στις 10/12/1996 οι δύο πρώτες, στις 18/12/1996 η τρίτη και στις 29/1/1997 η τέταρτη. Κατόπιν αυτών και ανεξαρτήτως του ότι, πράγματι, μετά την λήξη των συναλλαγματικών και συγκεκριμένα στις 11/12/1996, η πρώτη εναγομένη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε είχε και αυτή οχληθεί προφορικά για την πληρωμή τους, μεταβίβασε προς την δευτέρα εξ αυτών, θυγατέρα της, αιτία γονικής παροχής το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας που είχε επί του ενδίκου ακινήτου [ήτοι ενός αυτοτελούς και διηρημένου διαμερίσματος του τρίτου
άνωθεν του ανωγείου ορόφου της οικοδομής επί της οδού ... στην Ξηροκρήνη Θεσσαλονίκης], αξίας, όπως αυτή εκτιμήθηκε από την αρμόδια Δ.Ο.Υ 5.552.222 δραχμών, προκειμένου να ματαιώσει την κατάσχεση και την αναγκαστική εκποίηση αυτού από την ενάγουσα, η οποία την οχλούσε για την πληρωμή των ανωτέρω συναλλαγματικών, ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, αφού δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη της επικαλουμένης με την αγωγή [γεννημένης] απαιτήσεως της ενάγουσας σε βάρος της ως προερχομένης από τριτεγγύηση, κατά τον κρίσιμο χρόνο της γενομένης μεταβίβασης του ακινήτου, [εγκύρων] συναλλαγματικών, η οποία [απαίτηση] και της επιδικάσθηκε ακολούθως ως τέτοια κατά τους ισχυρισμούς της δυνάμει των προαναφερομένων διαταγών πληρωμής, όπως βασίμως αντέτειναν και οι εναγόμενες με τις
πρωτόδικες προτάσεις τους". Με βάση τις παραδοχές το Εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη
απόφαση που είχε κρίνει αντιθέτως και απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 2 του Ν. 5325/1932, 4 παρ. 1-4 του Ν.Δ. 4535/1966, 939, 941, 942 και 943 του Α.Κ., τις οποίες δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων. Ειδικότερα, εφόσον το Εφετείο δέχθηκε, ανελέγκτως, ως αποδεδειγμένο, ότι οι συναλλαγματικές επί των οποίων η τριτεγγυήσεις της ενάγουσας δεν είχαν χαρτοσημανθεί κατά το χρόνο της εκδόσεώς των, ορθά έκρινε ότι αυτές ήταν άκυρες και ότι εντεύθεν ήταν άκυρες και οι τριτεγγυήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1-4 του Ν.Δ. 4545/1966 και 40 παρ.5 του Κώδικα περί χαρτοσήμου και με βάση τις παραδοχές αυτές κατέληξε στο ορθό πόρισμα ότι η ενάγουσα κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης (11-12- 1996) δεν είχε κατά της πρώτης εναγόμενης απαίτηση από (έγκυρη) τριτεγγύηση συναλλαγματικής, την οποία επικαλέσθηκε με την αγωγή της και για την ικανοποίηση της απαίτησης αυτής και όχι άλλης
ζήτησε τη διάρρηξη της δικαιοπραξίας. Η περαιτέρω παραδοχή του Εφετείου, προκύψασα από τις αποδείξεις, ότι η ενάγουσα χαρτοσήμανε μεταγενέστερα τις συναλλαγματικές και επικαλούμενη ότι αυτές ισχύουν ως αφηρημένη υπόσχεση χρέους ζήτησε και πέτυχε την έκδοση κατά της πρώτης εναγόμενης διαταγών πληρωμής, δηλαδή ότι διατάχθηκε η πληρωμή απαίτησης της ενάγουσας όχι από τριτεγγύηση, αλλά από αφηρημένη υπόσχεση χρέους, δεν αποτελεί αντιφατική αιτιολογία, αλλά στηρίζει το ανωτέρω πόρισμα ότι δεν αποδείχθηκε η επικληθείσα με την αγωγή απαίτηση της ενάγουσας από έγκυρη τριτεγγύηση συναλλαγματικής.
Οπως προκύπτει από την επισκόπηση της αγωγής και των πρωτόδικων προτάσεων της ενάγουσας, η τελευταία δεν επικαλέσθηκε ούτε επικουρικά την ύπαρξη απαίτησης από αφηρημένη υπόσχεση χρέους ή εγγύηση του κοινού δικαίου, στοιχείο απαραίτητο για την κατά μετατροπή ισχύ της άκυρης τριτεγγύησης, λόγω ακυρότητας της συναλλαγματικής, ως αφηρημένης υπόσχεσης χρέους ή κοινής εγγυήσεως (πρβλ. Ολ.Α.Π. 2088/1986, Α.Π. 392/2001, Α.Π. 1643/1997), ούτε επικαλέσθηκε ότι οι Διαταγές Πληρωμής, οι οποίες σημειωτέον κατά τις παραδοχές του Εφετείου εκδόθηκαν μετά την απαλλοτρίωση, απέκτησαν ισχύ δεδικασμένου. Η αναφορά στην αγωγή, που προσκομίζεται από την αναιρεσείουσα σε ακριβές αντίγραφο, ότι η πρώτη εναγόμενη αποδέχθηκε τις συναλλαγματικές ως "εγγυήτρια υπέρ της αποδέκτριας" και ότι η εν λόγω εναγόμενη "εγγυήτρια" μεταβίβασε το ακίνητό της στη δεύτερη με σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση της ενάγουσας από τις συναλλαγματικές δεν αποτελεί παρά σαφή επίκληση απαίτησης από τριτεγγύηση συναλλαγματικής, η οποία αποτελεί εγγύηση τρίτου επί του σώματος της συναλλαγματικής υπέρ υποχρέου εκ της συναλλαγματικής και όχι επίκληση εγγύησης του κοινού δικαίου, αφού δεν συνοδεύεται από την επίκληση της ακυρότητας των συναλλαγματικών ως αξιογράφων και την εκ του λόγου αυτού ισχύ της τριτεγγύησης ως κοινής εγγύησης, αλλά ούτε καν από την επίκληση ότι οι αναφερόμενες στην αγωγή Διαταγές Πληρωμής εκδόθηκαν ως χρεωστικά ομόλογα, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί ότι γίνεται επίκληση απαίτησης από εγγύηση του κοινού δικαίου, κατά μετατροπή της άκυρης τριτεγγύησης. Τέλος, από την επισκόπηση της αγωγής προκύπτει ότι δεν έγινε με αυτήν επίκληση της βασικής από την πώληση σχέσεως με βάση την οποία εκδόθηκαν οι επίδικες συναλλαγματικές. Επομένως, είναι αβάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ λόγοι του αναιρετηρίου, σύμφωνα με τους οποίους το Εφετείο: α) παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη εφαρμογή τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 2 του Ν. 5325/1932, 4 παρ. 1-4 του Ν.Δ. 4535/1966, 939, 941, 942 και 943 του Α.Κ., καθόσον επί άκυρης τριτεγγύησης, λόγω μη χαρτοσήμανσης της συναλλαγματικής, αυτή ισχύει κατά μετατροπή ως εγγύηση του κοινού δικαίου (άρθρο 847 Α.Κ.) και όφειλε το Εφετείο, εφόσον δέχθηκε ότι οι συναλλαγματικές ήταν άκυρες λόγω μη χαρτοσήμανσής τους κατά το χρόνο εκδόσεώς των και ότι εντεύθεν ήταν άκυρες και οι επ` αυτών τριτεγγυήσεις της πρώτης εναγομένης, να δεχθεί ότι κατά μετατροπή υφίστατο απαίτηση της ενάγουσας κατά της πρώτης εναγόμενης από κοινή εγγύηση, γεγενημένη κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης και ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της αγωγής και β) παραβίασε εκ πλαγίου τις άνω διατάξεις, καθόσον δεν διέλαβε αιτιολογία ως προς την ύπαρξη της απαίτησης της ενάγουσας, άλλως διέλαβε ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, καθόσον: βα) ενώ δέχεται ότι η τριτεγγύηση επί των συναλλαγματικών είναι άκυρη λόγω μη χαρτοσήμανσης των συναλλαγματικών κατά τον χρόνο της έκδοσής των και ότι μετατράπηκαν σε αφηρημένη υπόσχεση χρέους, η δε τριτεγγύηση σε εγγύηση του κοινού δικαίου, δέχεται αντιφατικά ότι δεν αποδείχθηκε η απαίτηση της ενάγουσας από τριτεγγύηση, ββ) δεν διευκρινίζει η προσβαλλόμενη απόφαση αν αναφέρεται στη μη απόδειξη της απαιτήσεώς της από τη βασική σχέση της πώλησης, βγ) ενώ δέχεται ότι δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη με την αγωγή απαίτηση της ενάγουσας από τριτεγγύηση στη συνέχεια δέχεται αντιφατικά ότι η απαίτηση της ενάγουσας της επιδικάσθηκε με τις αναφερόμενες στην απόφαση Διαταγές Πληρωμής. Μετά απ` αυτά η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 2-7-2010 αίτηση της ανώνυμης εταιρίας "........." και ήδη ομόρρυθμης
εταιρίας με την επωνυμία "............", για αναίρεση της υπ` αριθ. 137/2010 αποφάσεως του
Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2012.
Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιουλίου 2012.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις