Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΕΓΚΛ. ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

235/2013 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 611696)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Παθητική δωροδοκία δικαστού. Παραδικαστικό κύκλωμα. Δωροδοκία ανακρίτριας κατά το χειρισμό υπόθεσης έκρηξης σε βενζινάδιο. Δωροδοκία ανακριτή κατά το χειρισμό υποθέσεων και απόπειρα εκβιάσεως για μη ανάκληση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων που αφορούσε σε υπόθεση επιμέλειας βρέφους. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Ελλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Υπέρβαση εξουσίας. Απόλυτη ακυρότητα. Υπεράσπιση - υπερασπίσεως δικαιώματα. Μέσα αποδείξεως. Καταθέσεις μαρτύρων. Μη λήψη υπ΄όψιν καταθέσεως που δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του. Τέλεση νομιμοποίησης με τη χρησιμοποίηση του χρηματιστηριακού συστήματος και την αγορά μετοχών και, εν συνεχεία, με την πώληση αυτών και διάθεση του τιμήματος για την αγορά κατοικίας.


Δήμευση στο ξέπλυμα. Απαγόρευση εκποιήσεως ακινήτου. Κατάσχεση κινητής και ακίνητης περιουσίας ίσης με την αξία της περιουσίας, η οποία αποτέλεσε προϊόν του εγκλήματος της δωροδοκίας ήτοι του βασικού εγκλήματος. Αρση της απαγορεύσεως εκποιήσεως ακινήτου. Τέλεση νομιμοποίησης με τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού νομέα και με τη μέθοδο της "ανάμειξης" των εισοδημάτων από νόμιμες δραστηριότητες με αυτά που προήλθαν από παράνομη δραστηριότητα. Ταύτιση ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος με το υποκείμενο της νομιμοποίησης. Αποκλείεται η ταύτιση μόνο στην περίπτωση που πρόκειται για παροχή συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, άλλως είναι δυνατή και επιτρεπτή η ταύτιση. Επειχειρηματολογία. Βασικά εγκλήματα. Νόμος 3424/2005. Με το ν. 3424/2005 δεν περιλαμβανόταν η παθητική δωροδοκία δικαστού, ωστόσο περιλαμβανόταν η παθητική δωροδοκία εν γένει στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και η παθητική δωροδοκία δικαστού, αποκλεισθείσης μόνο της ενεργητικής δωροδοκίας. Ισχυρισμοί αυτοτελείς. Πρότερος έντιμος βίος. Αιτιολογημένη απόρριψή τους. Ισχυρισμός περί έλλειψης αμεροληψίας των δικασάντων δικαστών του δικαστηρίου της ουσίας, λόγω ανεπίτρεπτων προσβολών και ύβρεων εναντίον του πρώην ανακριτή κατά την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού. Η απαθής και ψύχραιμη συμπεριφορά του δικαστού αναφέρεται στη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν έχει δικονομικό χαρακτήρα. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναιρέσεις.

Αριθμός 235/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του τακτικού Αντιπροέδρου Μιχαήλ Θεοχαρίδη, σύμφωνα με την υπ` αριθμ. 28/2012 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Κυριακούλα Γεροστάθη, Βασίλειο Φράγγο και Δήμητρα Λεοντάρη-Μπουρνάκα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαρτίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων- κατηγορουμένων: 1) Ε. Κ. του Α., κατοίκου .. .... .. , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιπποκράτη - Αλέξανδρο Μυλωνά και 2) Κ. Μ. του Θ., κρατουμένης στο Κατάστημα Κράτησης Ελαιώνα Θηβών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη - Κοσμά Βασιλακόπουλο, για αναίρεση της υπ` αριθ. 2536, 2575, 2935/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις: 1) από 12 Απριλίου 2011 αίτηση αναιρέσεως του Ε. Κ. και στους από 17 Φεβρουαρίου 2012 προσθέτους λόγους και 2) από 12 Απριλίου 2011 αίτηση αναιρέσεως της Κ. Μ., τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1288/2011.

Αφού άκουσε

Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν στο σύνολό της οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι του 1ου αναιρεσείοντος.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι από 12/4/2011 (ημερομηνία επιδόσεως) δηλώσεις αναιρέσεως προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου των κατηγορουμένων Κ. Μ. και Ε. Κ. στρέφονται κατά της υπ` αριθμ. 2536, 2575 και 2935/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, αφορώσης την αυτήν υπόθεση, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, δεδομένου ότι η καταχώριση στο ειδικό βιβλίο του άνω δικαστηρίου έγινε την 24/3/2011 (εκ προφανούς παραδρομής, εν τέλει της αποφάσεως, αναφέρεται 24/3/2010).

Συνεπώς πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, συνεκδικαζόμεναι, λόγω της προδήλου συναφείας υφισταμένης μεταξύ των, προκειμένου να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτών. Με τις άνω δηλώσεις αναιρέσεως πρέπει να συνεκδικασθούν και οι πρόσθετοι λόγοι, που κατέθεσεν εμπροθέσμως την 17/2/2012 με αυτοτελές δικόγραφο ο Ε. Κ. (άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ).



Επί της δηλώσεως αναιρέσεως της Κ. Μ..
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ` ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατ/νος, τα αποδεικτικά μέσα κατ` είδος από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών των τελευταίων στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Διά την ύπαρξη της τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εν σχέσει με τα αποδεικτικά μέσα δεν υπάρχει ανάγκη ειδικοτέρας αναφοράς των, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν εξ ενός εκάστου αυτών, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ` όψη του το σύνολό των και όχι μόνον ορισμένα εξ αυτών κατ` επιλογήν όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπ` όψη τα άλλα, αφού δεν εξηρέθησαν. Επίσης δεν είναι απαραίτητη η συγκριτική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων μεταξύ των, δεν απαιτείται δε να ορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως, η παράλειψη των οποίων δεν συνιστά λόγον αναιρέσεως, όπως επίσης δεν συνιστά τοιούτον η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων ή μαρτυρικών καταθέσεων καθώς και η εσφαλμένη αξιολόγηση και ανάλυση αυτών, διότι στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη υπ` αριθμ.2536, 2575 και 2935/2010 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, τούτο εδέχθη κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, όσον αφορά την πράξη της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, σχετικά με τα χρηματικά ποσά πουκατέθεσεν η Κ. Μ. στη χρηματιστηριακή εταιρία "..... ......" στις 15/11/2001 και 27/11/2001 για την αγορά μετοχών και για την οποία αυτή εκηρύχθη ένοχος, (εδέχθη) ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ` είδος προσδιορίζονται και ειδικότερα "από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, πλην της κατάθεσης του μάρτυρα Σ. Β., η οποία κατά το μέρος που αναφέρεται μόνο στην πράξη που αποδίδεται στην κατηγορουμένη Κ. Μ. δεν λαμβάνεται υπ` όψη, γιατί αυτός δεν κατονόμασε την πηγή των πληροφοριών του, παρότι του ζητήθηκε να αποκαλύψει πως έμαθε τα όσα κατέθεσε σε βάρος της κατηγορουμένης αυτής, από τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, που αναφέρονται στα πρακτικά ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, καθώς και από τις εκθέσεις αυτοψίας και από τις λοιπές εκθέσεις που αναφέρονται επίσης στα πρακτικά ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, από τα έγγραφα, τα οποία αναφέρονται στα πρακτικά ότι ανεγνώσθηκαν στο ακροατήριο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα αναγνωσθέντα κατ` άρθρο 357 παρ. 4 ΚΠοινΔ αποσπάσματα των αναφερομένων στα πρακτικά μαρτυρικών καταθέσεων στην προδικασία, από τις απολογίες των κατηγορουμένων και γενικά από την όλη συζήτηση αποδείχθηκε και το δικαστήριο πείσθηκε" ότι η Κ. Μ. έχει τελέσει την άνω πράξη. Ειδικότερα εδέχθη ότι απεδείχθησαν τα εξής: "Τον Οκτώβριο του 1998 ανατέθηκε στον κατηγορούμενο Ε. Κ. η διεξαγωγή κυρίας ανακρίσεως σε υπόθεση λαθρεμπορίας υγρών καυσίμων, στην οποία μεταξύ των άλλων κατηγορουμένων ήταν κατηγορούμενος και ο κατηγορούμενος Σ. Κ.. Ο τελευταίος ασκούσε επιχείρηση εμπορίας υγρών καυσίμων και διατηρούσε προς τούτο πρατήριο και δεξαμενές στην περιοχή των Μεγάρων στο ...... χιλιόμετρο της εθνικής οδού ....-..... ...... , Μετά τις απολογίες των κατηγορουμένων στις αρχές του 1999 και την περαίωση της ανακρίσεως, οι δύο κατηγορούμενοι συναντήθηκαν το έτος 2000 στο χώρο της πρώην Σχολής Ευελπίδων που στεγάζεται το Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκεί, όταν ο κατηγορούμενος Σ. Κ. του εξέφρασε τα παράπονα του για τη μεταχείριση του στην υπόθεση της λαθρεμπορίας, ο κατηγορούμενος Ε. Κ., ο οποίος φάνηκε ιδιαίτερα φιλικός μαζί του, αφού του έδωσε εξηγήσεις, του ζήτησε το τηλέφωνο του, πράγμα το οποίο και έκανε αυτός. Μετά από αυτά, όπως αποδείχθηκε, οι δύο κατηγορούμενοι ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις και είχαν επαφές, πράγμα το οποίο επιδίωξαν και οι δύο για δικούς του λόγους ο καθένας, ο δε Σ. Κ., γιατί υπολόγιζε προφανώς στη βοήθεια του τότε ανακριτή Ε. Κ. στην υπόθεση που εκκρεμούσε σε βάρος του στην τότε ανακρίτρια κατηγορούμενη Κ. Μ. και για την οποία έγινε λόγος. Την γνωριμία του αυτή και τη σχέση του με τον Ε. Κ. σκέφθηκε να την εκμεταλλευθεί ο κατηγορούμενος Σ. Κ., για να τύχει ευνοϊκής μεταχειρίσεως από την κατηγορούμενη Κ. Μ. στην υπόθεση που εκκρεμούσε σ` αυτή. Οπως αποδείχθηκε τα ανακριτικά γραφεία των δύο κατηγορουμένων τότε ανακριτών ήσαν κοντά και οι δυο τους είχαν αναπτύξει κοινωνικές σχέσεις και έκαναν παρέα. Μετά την κλήση του προς απολογία από την κατηγορούμενη Κ. Μ., η οποία του επιδόθηκε στις 13-11-200ρ, ο κατηγορούμενος Σ. Κ. μετέβη με τον Π. Λ. στην οικία του κατηγορουμένου Ε. Κ. και του κατέβαλε το ποσό των 40.000.000 δραχμων, προκειμένου να το μεταφέρει και να το παραδώσει αυτός στην κατηγορούμενη Κ. Μ., για να τύχει ευνοϊκής μεταχειρίσεως μετά την απολογία του και να μην κρατηθεί προσωρινά, είτε συμφωνώντας αυτή με την τυχόν απαλλακτική πρόταση του αρμοδίου Εισαγγελέα, είτε διαφωνώντας με πρόταση αυτού για προσωρινή του κράτηση, ώστε να πάει στην περίπτωση αυτή η υπόθεση στο Δικαστικό Συμβούλιο. Επίσης, αποδείχθηκε ότι τα χρήματα αυτά τα παρέδωσε ο Ε. Κ. στην κατηγορούμενη Κ. Μ.. Επαφές και συζητήσεις μεταξύ των κατηγορουμένων Ε. Κ. και Κ. Μ. σχετικά με την υπόσχεση και την καταβολή του παραπάνω ποσού στην κατηγορούμενη Κ. Μ. από τον Σ. Κ., για να τύχει ευνοϊκής μεταχειρίσεως, είχαν οπωσδήποτε προηγηθεί. Ωστόσο η καταβολή του παραπάνω ποσού, όπως αποδείχθηκε, έγινε μετά την κλήση του τελευταίου προς απολογία. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται στα τμήματα της, από 13-6-2006, καταθέσεως του μάρτυρα Π. Λ. ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή-Εφέτη, που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο προς κατάδειξη της αντιφάσεως αυτών που κατέθεσε στο Δικαστήριο τούτο και στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με αυτά που κατέθεσε στην κυρία ανάκριση. Οπως προκύπτει από τα τμήματα αυτά της καταθέσεως του παραπάνω μάρτυρα μετά την πυρκαγιά στο βενζινάδικο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ο κατηγορούμενος Σ. Κ., ήταν πολύ ήσυχος και όταν έλαβε κλήση να απολογηθεί την ανακρίτρια είπε στον Π. Λ. ότι δεν τρέχει τίποτα και ότι θα καθαρίσει ο μεγάλος, εννοώντας τον Ε. Κ.. Προσέθεσε δε, όταν τον ρώτησε ο μάρτυρας τι εννοεί, ότι με τα λεφτά όλα γίνονται. Επίσης, προκύπτει από τα τμήματα αυτά της καταθέσεως του Π. Λ. ότι αυτός συνόδευσε το Σ. Κ. στο Παγκράτι στο σπίτι του Ε. Κ., στον οποίο ο Κ. παρέδωσε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών που περιείχε 40.000.000 δραχμές, ποσό το οποίο ο Σ. Κ. χαρακτήρισε μάλιστα σαν προκαταβολή και ότι ο Ε. Κ. μεσολαβούσε τότε μεταξύ του Σ. Κ. και της Κ. Μ. για την υπόθεση της έκρηξης. Τα παραπάνω τμήματα από την κατάθεση του μάρτυρα Π. Λ. ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή-Εφέτη, τα οποία αναγνώστηκαν για να επισημανθούν κατά τα εκτεθέντα οι αντιφάσεις αυτών που κατέθεσε στο Δικαστήριο τούτο, στο οποίο ανακάλεσε αυτά που είχε καταθέσει στην προδικασία στον Ειδικό Ανακριτή-Εφέτη, κρίνονται από το Δικαστήριο ότι ανταποκρίνονται προς την αλήθεια, όσα δε αντίθετα κατέθεσε αυτός τόσο στο Δικαστήριο τούτο, όσο και στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν ανταποκρίνονται προς την αλήθεια και κατατέθηκαν από αυτόν για προσωπικούς και υποκειμενικούς λόγους, που δεν κατέστη δυνατόν να διακριβωθούν και όχι για την αποκατάσταση της αλήθειας, όπως ο ίδιος αβάσιμα κατέθεσε στο Δικαστήριο. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από την κατάθεση του μάρτυρα Δ. Ρ. στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, από την οποία προκύπτει ότι ο Σ. Κ. από το τέλος του 2000 είχε δημιουργήσει πρόσβαση με την κατηγορούμενη, τότε ανακρίτρια Κ. Μ., αφού μεταξύ των άλλων ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε κατά λέξη και τα εξής: "Το Δεκέμβρη του 2000 έλαβα κλήση για απολογία για υποθέσεις του Χρηματιστηρίου. Πήγα με το συνήγορο και πήρα παράταση για τον Ιανουάριο 2001. Στο ενδιάμεσο διάστημα, ήξερα τον Κ., είχα δουλέψει μαζί του για ένα διάστημα, έλαβα τηλεφώνημα απ` αυτόν που μου είπε ότι ξέρει για το πρόβλημα που είχα με το Χρηματιστήριο και μου ζήτησε να βρεθούμε το βράδυ στο Καλαμάκι. Μου είπε ότι στα 50-60 μέτρα απ` το Λιμεναρχείο θα δω το σκάφος του και απ` έξω θα είναι ο οδηγός του. Πήγα εκεί και μου είπε ότι ξέρει το πρόβλημα με το Χρηματιστήριο και ότι μπορεί να το διευθετήσει, ότι έχει μιλήσει με την Ανακρίτρια και αν της δώσω ένα χρηματικό ποσό θα το διευθετήσουμε"... "Πολλά είχαμε πει για την υπόθεση που είχα καταθέσει. Ο Κ. απ` ότι κατάλαβα, η Ανακρίτρια του είχε πει ένα ποσό, έτσι μου είχε πει. "Αν δώσεις ένα ποσό 80.000.000" είχε πει, εγώ είπα ότι είμαι υπάλληλος της εταιρίας και δεν θέλω να δώσω χρήματα"... "Το ποσό είχε ζητηθεί πιο νωρίς, πριν την απολογία μου ζήτησε ο Κ. τα χρήματα": ... "Μου είπε ότι γνωρίζει την ανακρίτρια, μου είχε πει ότι είχε κάποια υπόθεση μαζί της απ` τις εταιρίες που είχε"..... Ο Κ. μου είπε ότι τη γνώριζε και ότι με "80.000.000 δραχμές μπορείς να έχεις καλή έκβαση"... "Εμμένω σ` αυτό το περιστατικό που λέω ότι έλαβε χώρα στην κατάθεση μου. Αυτά που είπα στις 3-4-2006 είναι αλήθεια. Ισως μπορώ να αλλάξω μια ημερομηνία για τη συνάντηση με τον Κ. που έγινε πριν απ` αυτό που λέω εκεί για Φεβρουάριο. Η συνάντηση με τον Κ. έγινε τον Δεκέμβριο". Επίσης το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών εδέχθη ότι απεδείχθησαν τα εξής: Οι κατηγορούμενοι Κ. Μ. και ο τότε σύζυγος της Θ. Α. είχαν συνάψει συμβάσεις με τη χρηματιστηριακή εταιρεία "................ ........." και πραγματοποιούσαν με τη μεσολάβηση αυτής χρηματιστηριακές συναλλαγές. χρησιμοποιώντας τους κωδικούς αριθμούς ... και ................ αντίστοιχα, τους οποίους είχαν λάβει από την εταιρεία αυτή. Προκειμένου να προβεί η κατηγορούμενη Κ. Μ. σε νομιμοποίηση του παραπάνω χρηματικού ποσού των 40.000.000 δραχμών που προήλθε από την εγκληματική της δραστηριότητα που αναφέρθηκε, προέβη με τη μεσολάβηση της χρηματιστηριακής εταιρείας "........... .........." σε αγορές μετοχών τμηματικά, χρησιμοποιώντας τόσο το δικό της κωδικό αριθμό, όσο και τον κωδικό αριθμό του συζύγου της, με τη συναίνεση αυτού, ο οποίος όμως, όπως αποδείχθηκε, δεν είχε γνώση της προέλευσης των χρημάτων αυτών. Προς τούτο η κατηγορουμένη κατέθεσε στο διάστημα από 15-11-2001 μέχρι 12-12-2001 στην παραπάνω χρηματιστηριακή εταιρεία τμηματικά, ώστε να μη κινήσει τις υποψίες και τον έλεγχο των αρμοδίων αρχών για την προέλευση των χρημάτων της, τα εξής ποσά για την αγορά μετοχών ήτοι: 1) Στις 15-11-2001 και ώρα 13.12` κατέθεσε σε δραχμές χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε 11.738,81 ευρώ, την ίδια δε ημέρα και ώρα, χρησιμοποιώντας με τη συναίνεση του συζύγου της τον κωδικό του αριθμό, κατέθεσε το ίδιο ποσό. 2) Στις 27-11-2001 και ώρα 13.31` κατέθεσε σε δραχμές χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε 11.738,81 ευρώ, την ίδια δε ημέρα και ώρα 13.30` , χρησιμοποιώντας με τη συναίνεση του συζύγου της τον κωδικό του αριθμό, κατέθεσε το ίδιο ποσό. 3) Στις 29-11-2001 κατέθεσε σε δραχμές χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε 11.738,81 ευρώ, ενώ στις 28-11-2001 και ώρα 11.33` , χρησιμοποιώντας με τη συναίνεση του συζύγου της τον κωδικό του αριθμό, είχε καταθέσει το ίδιο ποσό. 4) Στις 11-12-2001 και ώρα 08.48` κατέθεσε σε δραχμές χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε 11.738,81 ευρώ, την ίδια δε ημέρα και ώρα, χρησιμοποιώντας με τη συναίνεση του, συζύγου της τον κωδικό του αριθμό, κατέθεσε το ίδιο ποσό και 5) Στις 12-12-2001 και ώρα 10.23` κατέθεσε σε δραχμές χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε 11.738,81 ευρώ, την ίδια δε ημέρα και ώρα, χρησιμοποιώντας με τη συναίνεση του συζύγου της τον κωδικό του αριθμό, κατέθεσε το ίδιο ποσό. Εκτός από την κατάθεση των χρηματικών αυτών ποσών, όπως αποδείχθηκε, στις 5-11-2001, στις 8-11-2001 και στις 12-11- 2001 η κατηγορουμένη κατέθεσε για αγορά μετοχών σε δραχμές χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε 11.738,81 ευρώ κάθε φορά, τις ίδιες δε ημέρες χρησιμοποιώντας με τη συναίνεση του συζύγου της τον κωδικό του αριθμό κατέθεσε τα ίδια ποσά κάθε φορά. Είναι προφανές από αυτά που εκτέθηκαν ότι αποδείχθηκαν, ότι μόνο τα χρηματικά ποσά που κατέθεσε η κατηγορουμένη Κ. Μ. για αγορά μετοχών μετά την κλήση σε απολογία του κατηγορουμένου Σ. Κ. προέρχονται από το παραπάνω ποσό των 40.000.000 δραχμών, το οποίο έγινε δεκτό ότι έλαβε αυτή από αυτόν κατά τα εκτεθέντα, ήτοι τα χρηματικά ποσά που κατέθεσε αυτή μετά την 13-11-2001, αφού η καταβολή του ποσού των 40.000.000 δραχμών σ` αυτή έλαβε χώρα, όπως αποδείχθηκε μετά την κλήση του Σ. Κ. σε απολογία.



Συνεπώς, τα χρηματικά ποσά, τα οποία κατέθεσε η κατηγορουμένη στις 5-11-2001, στις 8-11- 2001 και στις 12-11-2001 για αγορά μετοχών και για τα οποία αποδίδεται σ` αυτή μεν κατηγορία για την παράνομη νομιμοποίησή τους, στον κατηγορούμενο δε τότε σύζυγό της Θ. Α. για συνδρομή στην παράνομη νομιμοποίησή τους, αποδείχθηκε ότι δεν προέρχονται από το παραπάνω ποσό των 40.000.000 δραχμών. Επομένως, δεν στοιχειοθετείται, ως προς τα ποσά αυτά, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που αποδίδεται στην κατηγορούμενη Κ. Μ., όσον αφορά τα χρηματικά ποσά που κατέθεσε αυτή στις 5-11-2001, στις 8-11-2001 και στις 12-11-2001 για την αγορά μετοχών, χρησιμοποιώντας το δικό της κωδικό αριθμό και η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συνδρομής σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που αποδίδεται στον κατηγορούμενο σύζυγο της Θ. Α., όσον αφορά τα χρηματικά ποσά που του αποδίδεται ότι ατέθεσε αυτός στις 5-11-2001, στις 8-11-2001 και στις 12-11-2001 για την αγορά μετοχών, χρησιμοποιώντας το δικό του κωδικό αριθμό, γι` αυτό και πρέπει να κηρυχθούν αυτοί αθώοι της σχετικής κατηγορίας.
Το ότι τα χρηματικά ποσά που κατέθεσε η κατηγορουμένη Κ. Μ. για την αγορά μετοχών μετά την κλήση σε απολογία του κατηγορουμένου Σ. Κ. προέρχονται από το παραπάνω ποσό των 40.000.000 δραχμών που απέκτησε αυτή από την εγκληματική της δραστηριότητα πού αναφέρθηκε, συνάγεται πέραν των άλλων και από το γεγονός ότι οι καταθέσεις των χρημάτων αυτών έγιναν ακριβώς μετά την κλήση του κατηγορουμένου προς απολογία για την υπόθεση της έκρηξης και της ανθρωποκτονίας που αναφέρθηκε και τη λήψη του ποσού αυτού από αυτή με τον τρόπο που επίσης αναφέρθηκε. Η χρονική αυτή σύμπτωση δεν μπορεί να αποδοθεί σε τυχαίο γεγονός. Επίσης, συνάγεται και από το γεγονός ότι αυτή, για να μην κινήσει υποψίες και για να αποφύγει τον έλεγχο των αρμοδίων αρχών ως προς την αληθή προέλευση των χρημάτων που διέθεσε για την αγορά μετοχών, προέβη τμηματικά στην κατάθεση του ποσού αυτού στην χρηματιστηριακή εταιρεία και στην αγορά μετοχών, χρησιμοποιώντας τόσο το δικό της κωδικό αριθμό, όσο και τον κωδικό αριθμό του συζύγου της, τον οποίο ενέπλεξε, εν αγνοία του, στην υπόθεση αυτή της νομιμοποίησης των παράνομων εσόδων της. Αν τα ποσά αυτά που διέθεσε αυτή για την αγορά μετοχών δεν ήσαν το προϊόν της παραπάνω παράνομης συναλλαγής της, δεν υπήρχε λόγος να προβεί στην αγορά μετοχών με τον τρόπο που αναφέρθηκε και μάλιστα σε μία περίοδο που το χρηματιστήριο κατέρρεε. Τέλος συνάγεται και από το γεγονός ότι οι παραπάνω χρηματικές καταθέσεις σε μετρητά που έκανε αυτή για αγορά μετοχών μετά την κλήση σε απολογία του κατηγορουμένου Σ. Κ. ανέρχονται συνολικά σε 117.388,1 ευρώ ή 40.000.000 δραχμές, καθώς και από το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε προηγούμενη ανάληψη κάθε επί μέρους ποσού από τραπεζικούς λογαριασμούς της. Ωστόσο μόνο για τα χρηματικά ποσά πού κατέθεσε η ίδια για την αγορά μετοχών στις 15-11-2001 και στις 27-11-2001, χρησιμοποιώντας τον δικό της κωδικό αριθμό, της αποδίδεται κατηγορία, αφού για τα χρηματικά ποσά που κατέθεσε αυτή στις 15-11-2001 και στις 27-11-2001, χρησιμοποιώντας τον κωδικό αριθμό του συζύγου της αποδίδεται κατηγορία μόνο στο σύζυγό της για συνδρομή στη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων της και αφού για τα χρηματικά ποσά που κατέθεσε αυτή για την αγορά μετοχών στις 29-11-2001, 28-11-2001, στις 11-12-2001 και στις 12-12-2001, χρησιμοποιώντας τόσο τον δικό της κωδικό αριθμό όσο και τον κωδικό αριθμό του συζύγου της έχουν κηρυχθεί αθώοι, τόσο αυτή, όσο και ο σύζυγός της από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Τέλος αποδείχθηκε, ότι τις μετοχές, τις οποίες αγόρασε η κατηγορούμενη με το παραπάνω ποσό των 40.000.000 δραχμών το οποίο απέκτησε αυτή από την εγκληματική της δραστηριότητα που αναφέρθηκε, τις πούλησε στη συνέχεια και το τίμημα που εισέπραξε από την πώληση τους το διέθεσε για την κάλυψη μέρους του τιμήματος για την αγορά στις 17-1-2002 κατοικίας (μεζονέτας) στη θέση ..., Οπως αποδείχθηκε η αντικειμενική αξία της κατοικίας αυτής εκτιμήθηκε στο ποσό των 494.659 ευρώ. Ωστόσο η πραγματική αξία της ήταν πολύ μεγαλύτερη, για την κάλυψη δε αυτής αποδείχθηκε ότι δεν αρκούσαν τα εισοδήματα της, οι τραπεζικές καταθέσεις της και τα εισοδήματα που απέκτησε από τη ρευστοποίηση της περιουσίας της κληρονομιάς του αποβιώσαντος το Μάρτιο του 2001 πατέρα της, τον οποίο κληρονόμησε από κοινού με τη μητέρα της και την αδελφή της, πράγμα το οποίο ενισχύει έτι περαιτέρω την κρίση που αναφέρθηκε, ότι τα παραπάνω χρηματικά ποσά που κατέθεσε η κατηγορουμένη για την αγορά μετοχών προέρχονται από το ποσό των 40.000.000 δραχμών που απέκτησε αυτή από την εγκληματική της δραστηριότητα που αναφέρθηκε. Η παραπάνω συμπεριφορά της κατηγορουμένης Κ. Μ., όσον αφορά τα χρηματικά ποσά που κατέθεσε αυτή στη χρηματιστηριακή εταιρεία "......." στις 15-11-2001 και στις 27-11-2001, για την αγορά μετοχών, χρησιμοποιώντας τον δικό της κωδικό αριθμό, πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, γιατί συνιστά πράξη συγκάλυψης των εσόδων αυτών των προερχομένων από την παραπάνω εγκληματική της δράση, η πράξη με την οποία αυτή, με τη χρησιμοποίηση του χρηματιστηριακού συστήματος, προέβη με τη μεσολάβηση της χρηματιστηριακής εταιρείας ".........." στην αγορά μετοχών, καταθέτοντας σ` αυτή στις ημερομηνίες αυτές τμηματικά τα ποσά που αναφέρθηκε ότι προέρχονταν από την παραπάνω εγκληματική της δράση, καθόσον συγκάλυψε την παραπάνω παράνομη οικονομική συναλλαγή της πίσω από τις χρηματιστηριακές αυτές συναλλαγές, την απόκτηση μετοχών και την περαιτέρω πώληση αυτών, το τίμημα των οποίων διέθεσε για τη μερική κάλυψη του τιμήματος αγοράς της κατοικίας της που αναφέρθηκε, η τέλεση δε της πράξης αυτής από αυτή αποδείχθηκε ότι εντασσόταν στο συνολικό σχεδιασμό δράσης της προς νομιμοποίηση των εσόδων που αποκόμισε από την παραπάνω εγκληματική δραστηριότητα της.
Κατ` ακολουθία όλων αυτών πρέπει, όσον αφορά τα χρηματικά ποσά που κατέθεσε η κατηγορουμένη Κ. Μ. στη χρηματιστηριακή εταιρεία "......." στις 15-11-2001 και στις 27- 11-2001 για την αγορά μετοχών, χρησιμοποιώντας τον δικό της κωδικό αριθμό, να κηρυχθεί αυτή ενοχή του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που της αποδίδεται, απορριπτόμενων ως αβασίμων όλων αυτών που υποστηρίζει αυτή με τους ισχυρισμούς της που προέβαλε. Ωστόσο από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν δεν αποδείχθηκε ότι αυτή επιχειρεί την πράξη αυτή κατ` επάγγελμα, με την έννοια που αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, με πρόθεση δηλαδή πορισμού εισοδήματος από την τέλεση της, γι` αυτό και πρέπει να μην της καταλογισθεί η επιβαρυντική αυτή περίσταση". Μετά ταύτα το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών ΕΚΗΡΥΞΕΝ ΕΝΟΧΗ την κατηγορουμένη Κ. Μ. του ότι "στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα 15 Νοεμβρίου 2001 ως και την 27η Νοεμβρίου 2001, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), προερχομένων από την εγκληματική δραστηριότητά της, τη συνισταμένη στην πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, η οποία είχε τελεστεί με την από μέρους της απαίτηση και λήψη χρημάτων, προκειμένου να κριθεί ευνοϊκά υπέρ του δωροδοκήσαντος, η παρακάτω αναφερόμενη υπόθεση, που της είχε ανατεθεί, προέβη με τη χρησιμοποίηση του χρηματιστηριακού συστήματος και με τη μεσολάβηση της χρηματιστηριακής εταιρείας "..........." στην αγορά μετοχών, καταθέτοντας τμηματικά στην εταιρεία αυτή στις παρακάτω ημερομηνίες τα παρακάτω αναφερόμενα ποσά, τα οποία προέρχονταν από την παραπάνω εγκληματική της δράση, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση και να συγκαλύψει την παραπάνω παράνομη δραστηριότητά της πίσω από τις χρηματιστηριακές αυτές συναλλαγές της αγοράς μετοχών και της περαιτέρω πώλησης αυτών και τη διάθεση του τιμήματος εκ της πωλήσεως των μετοχών για αγορά κατοικίας, η τέλεση δε της πράξης αυτής από αυτή εντασσόταν στο συνολικό σχεδιασμό δράσης της προς νομιμοποίηση των εσόδων, που αποκόμισε από την παραπάνω εγκληματική δραστηριότητα της και συγκεκριμένα στον παραπάνω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) προερχομένων από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που είχε τελεστεί στην Αθήνα με την απαίτηση και τη λήψη από το Σ. Κ. από 13-11-2001 μέχρι 15-11-2001, με τη μεσολάβηση του συγκατηγορουμένου της τότε Ανακριτή του 23ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών Ε. Κ. του ποσού των σαράντα εκατομμυρίων (40.000.000) δραχμών, ως δώρου που δεν είχε δικαίωμα να λάβει ως δικαστικός λειτουργός, με σκοπό να κριθεί ευνοϊκά υπέρ αυτού (Σ. Κ.) η παραπάνω με στοιχ. Ζ αναφερομένη υπόθεσή του, που ήταν εκκρεμής ενώπιόν της, ως Ανακρίτριας τότε του 19ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και να μην του επιβληθεί μετά την απολογία του προσωρινή κράτηση σε βάρος του, αλλά να αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, προέβη με τη μεσολάβηση της χρηματιστηριακής εταιρείας "........." στην αγορά μετοχών τμηματικά, χρησιμοποιώντας τον υπ` αριθμ. ... κωδικό αριθμό της, καταθέτοντας προς τούτο σ` αυτή: 1) Στις 15-11-2001 και ώρα 13.12` σε δραχμές χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε 11.738,81 ευρώ, και 2) στις 27-11-2001 και ώρα 13.31` σε δραχμές χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε 11.738,81 ευρώ, τα οποία χρηματικά ποσά προέρχονταν από την παραπάνω εγκληματική δράση της, με τον τρόπο δε αυτό πέτυχε να συγκαλύψει την παραπάνω παράνομη οικονομική συναλλαγή της πίσω από άλλες νόμιμες και να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην παράνομη αυτή δραστηριότητά της, καθόσον συγκάλυψε την παραπάνω παράνομη οικονομική συναλλαγή της πίσω από τις χρηματιστηριακές αυτές συναλλαγές της αγοράς μετοχών, τις οποίες στη συνέχεια πούλησε και με το τίμημα αυτών κάλυψε ένα μέρος του τιμήματος αγοράς στις 17-1-2002 της κατοικίας της (μεζονέτας) στη θέση ..., η τέλεση δε της πράξης αυτής από αυτή εντασσόταν στο συνολικό σχεδιασμό δράσης της προς νομιμοποίηση των εσόδων που αποκόμισε από την παραπάνω εγκληματική δραστηριότητα της".
Με τις παραδοχές αυτές η άνω απόφαση διέλαβε στο σκεπτικό της, συνδυαζόμενο με το διατακτικό της, την επιβαλλομένη, κατά τ` ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από την περιγραφείσα εγκληματική δραστηριότητα, για την οποία και κατεδικάσθη η κατηγορουμένη, νύν αναιρεσείουσα Κ. Μ., τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε (η απόφαση) τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων του ΠΚ και του Ν. 2331/1995, όπως ισχύει μετά τους Νόμους 2479/1997, 2696/1998, 3424/2005 και τις οποίες ορθώς εφήρμοσε. Ειδικότερον όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για τα οποία αιτιάται η αναιρεσείουσα ως κατωτέρω, η απόφαση αναφέρει όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία έλαβεν υπ` όψη του το δικαστήριο για να σχηματίσει την καταδικαστική του κρίση, χωρίς να είναι αναγκαία η συγκριτική αξιολόγηση των μέσων αυτών, του ενός προς το άλλο δηλαδή, ούτε ν` αναφέρει διατί επείσθη από το εν και όχι από το έτερο, εάν πρόκειται, λόγου χάριν, περί αντιφατικών καταθέσεων κάποιου μάρτυρος, (όπως ενταύθα των μαρτύρων Π.Λ. και Δ.Ρ.), όπερ υποστηρίζει αβασίμως η αναιρεσείουσα εν εκτάσει, με εν πολλοίς αντιγραφή των υπ` αυτών κατατιθεμένων αυτολεξεί. Εντεύθεν και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από την προσβαλλομένη απόφαση, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ λόγω των άνω ελλείψεων (υπό στοιχ. Ε.1, Ε.1.1., Ε.1.2, Ε.1.2.1 της αιτήσεως), είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Καθ` ο μέρος δε υπό την επίκληση του λόγου αυτού επιχειρείται από την αναιρεσείουσα διάφορος εκτίμηση των γενομένων δεκτών υπό της αποφάσεως περιστατικών, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος διότι πλήττεται ανεπιτρέπτως η ουσία της υποθέσεως.
Περαιτέρω, όπως εκ του ανωτέρω σκεπτικού προκύπτει, η νυν αναιρεσείουσα για τα χρηματικά ποσά τα οποία κατέθεσε για την αγορά μετοχών την 29/11/2001, την 28/11/2001, την 11/12/2001 και την 12/12/2001 χρησιμοποιώντας τόσο τον δικό της κωδικό αριθμό, όσο και τον κωδικό αριθμό του συζύγου της και για τα οποία απεδίδετο σ` αυτή η κατηγορία για την παράνομη νομιμοποίησή των είχε κηρυχθεί αθώα τόσο αυτή όσο και ο σύζυγός της από το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δια δε τα χρηματικά ποσά τα οποία αυτή κατέθεσε την 5/11/2001, την 8/11/2001 και την 12/11/2001 για αγορά μετοχών και για τα οποία απεδίδετο επίσης σ` αυτήν η κατηγορία για την παράνομη νομιμοποίησή τους, αυτή εκηρύχθη αθώα δια της προσβαλλομένης αποφάσεως και ένοχος μόνο για τα χρηματικά ποσά που κατέθεσε την 15/11/2001 και την 27/11/2001 για την αγορά μετοχών. Ούτω και κατ` ουδέν παρεβιάσθη υπό της προσβαλλομένης αποφάσεως το"αθωωτικό δεδικασμένο" ως άνω, "δεχθείσης αντιφατικώς παρά ταύτα ότι οι αγορές μετοχών κατά τις ημερομηνίες 29/11/2001, 28/11/2001, 11/12/2001 και 12/12/2001 προέρχονται δήθεν από τα πρόσωπα δωροδοκίας της" όπως η αναιρεσείουσα παραπονείται και η σχετική αιτίασή των είναι αβάσιμος ως αλυσιτελής, εφόσον ερείδεται επί αναληθούς προϋποθέσεως. Συναφώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως υπο στοιχ.Ε. 2 υποστηρίζων τα ανωτέρω, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ` άρθρο 2 παρ. 6 Ν.2331/1995 "Περιουσία που αποτελεί προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας ή που αποκτήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από προϊόν τέτοιας εγκληματικής δραστηριότητας ή περιουσία που χρησιμοποιήθηκε εν όλω ή εν μέρει για εγκληματική δραστηριότητα κατάσχεται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεώς της στον ιδιοκτήτη κατά τα άρθρα 310 παράγραφος 2 και 373 ΚΠΔ, δημεύεται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση ...", κατά δε το τελευταίο εδάφιο της άνω παραγράφου, όπως προσετέθη με την παρ. 2 άρθρου 3 Ν. 3424/2005 "Σε περίπτωση που η περιουσία ή το προϊόν κατά το προηγούμενο εδάφιο υπερβαίνει τα 4.000 ευρώ και δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί κατάσχονται και δημεύονται υπό τους όρους του προηγουμένου εδαφίου περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσης περιουσίας ή του προϊόντος". Εξ άλλου κατά το άρθρο 5 παρ.1 του αυτού νόμου "Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση των λογαριασμών που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό ... εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί αυτοί ... περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ... και κατά την παρ.3 αυτού του άρθρου (εδ.α) "Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού (5) μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να διατάξει την απαγόρευση εκποιήσεως ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου" εδ.β` "Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως .....". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, συνδυαζόμενο με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την επιβληθείσα παρεπομένη στην νυν αναιρεσείουσα ποινή της κατασχέσεως το δικαστήριο εδέχθη ότι απεδείχθησαν τα εξής: "Με την υπ` αριθμ. 3/2005 διάταξη του Ειδικού Ανακριτή-Εφέτη Αθηνών διατάχθηκε η απαγόρευση εκποιήσεως του ανήκοντος σ` αυτήν ακινήτου που βρίσκεται στη ... (οδός .....). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι μετοχές στις οποίες αυτή επένδυσε μέρος των χρημάτων των προερχομένων από την εγκληματική της δραστηριότητα της δωροδοκίας δικαστή και για τη νομιμοποίηση των οποίων αυτή κηρύχθηκε ένοχη και καταδικάσθηκε δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί. Επίσης αποδείχθηκε ότι δεν είναι δυνατόν να κατασχεθούν και οι μετοχές στις οποίες αυτή επένδυσε το υπόλοιπο μέρος των χρημάτων των προερχομένων από την εγκληματική της δραστηριότητα της δωροδοκίας δικαστή.Συνεπώς πρέπει, σύμφωνα με αυτά που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη να διαταχθεί η κατάσχεση κάθε κινητής ή ακίνητης περιουσίας της κατηγορουμένης ίσης αξίας με την αξία της περιουσίας η οποία αποτέλεσε προϊόν του εγκλήματος της δωροδοκίας, η οποία ανέρχεται στο ισόποσο σε ευρώ 40.000.000 δραχμών, κατά τα λοιπά δε πρέπει να διαταχθεί η άρση της απαγορεύσεως εκποιήσεως του παραπάνω ακινήτου". Μετά ταύτα διέταξε "την κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της Κ. Μ. ίσης αξίας με την αξία της περιουσίας, η οποία αποτέλεσε προϊόν του εγκλήματος της δωροδοκίας, η οποία ανέρχεται στο ισόποσο σε ευρώ 40.000.000 δραχμών και κατά τα λοιπά διέταξε την άρση της απαγορεύσεως εκποιήσεως του ακινήτου αυτής η οποία είχε διαταχθεί με την υπ` αριθμ. 3/2005 διάταξη του ειδικού ανακριτή - Εφέτη Αθηνών". Εφόσον, λοιπόν, το ποσό των 40.000.000 δραχμών περιήλθεν εις την Κ. Μ. εκ της πράξεως της (παθητικής) δωροδοκίας δικαστού, εχρησιμοποιήθη δε εν μέρει δια την αγορά των μετοχών και με την ρευστοποίηση αυτών δια μέρος του τιμήματος της αγοράς της μεζονέτας, ορθώς το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών διέταξε την κατάσχεση της κινητής και ακινήτου περιουσίας της ανωτέρω, ίσης με την αξία της περιουσίας εκ του εγκλήματος της δωροδοκίας, ανερχομένης στο ισάξιο εις ευρώ του άνω ποσού.
Συνεπώς το δικαστήριο κατ` ουδέν υπερέβη την εξουσία του και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η` ΚΠΔ (υπο στοιχ.Ε.3 της αναιρέσεως), υποστηρίζων τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ` ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και μη υπάρχοντος ετέρου λόγους αναιρέσεως εκ μέρους της Κ. Μ., πρέπει η κρινομένη αίτησή της να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμος, καταδικασθεί δε η αναιρεσείουσα αυτή στα δικαστικά έξοδα (άρθρ.583 παρ.1 ΚΔΠ).
Επί της δηλώσεως αναιρέσεως του Ε. Κ. και των προσθέτων λόγων. Κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 Π.Κ. όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τον Ν.3327/2005 "Εκείνος που καλείται κατά το νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν απαιτήσουν ή δεχθούν δώρα ή άλλα ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή την υπόσχεση ότι θα τα λάβουν με το σκοπό να διεξαχθεί ή να κριθεί μία υπόθεση που τους έχει ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους" και παρ.2..." Η διάταξη (της δωροδοκίας δικαστή) της άνω παραγράφου 1, προβλέπει ως ιδιαίτερο έγκλημα την παθητική δωροδοκία δικαστού (και ως ειδικό έγκλημα την ενεργητική δωροδοκία δικαστή της παρ.2 του αυτού άρθρου), εθεσπίσθη δε ως βαρύτερη μορφή της παθητικής δωροδοκίας, με προστατευόμενο έννομο αγαθό το κύρος της δικαιοσύνης και την εμπέδωση
της εμπιστοσύνης των πολιτών για καθαρά, υγιή, ακεραία και αμερόληπτη απονομή της. Για την κατά νόμο θεμελίωση του υπό του άρθρου 237 παρ.1 Π.Κ. αδικήματος (δωροληψία δικαστή) απαιτείται: α) εκείνος που απαιτεί δέχεται ή προσφέρεται να δεχθεί δώρα ή άλλα ανταλλάγματα, να εκτελεί δικαστικά καθήκοντα ή να έχει ορισθεί διαιτητής σε κάποια υπόθεση, β` ) τα δώρα ή ανταλλάγματα να μη προσήκουν σ` αυτόν και να δίνονται ή και να υπάρχει απλή υπόσχεση δόσεώς τους για μελλοντική ή τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψή του, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι η μέλλουσα ενέργεια ή ο δράστης σκοπούσε σπουδαίως να προβεί στην εκτέλεση της και γ` ) η ενέργεια ή η παράλειψη του δικαστή να αφορά νόμιμη πράξη που περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, την οποία αυτός να μπορεί να ενεργήσει ή παραλείψει κατά την άσκηση της από το λειτούργημά του αρμοδιότητος και να ανάγεται αυτή στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντα του, όπως αυτά διαγράφονται από το νόμο ή έχουν ανατεθεί σ` αυτόν βάσει υπηρεσιακών κανονισμών ή διαταγών ή οδηγιών των προϊσταμένων του εξ αιτίας της υπηρεσιακής του σχέσεως ή προκύπτουν από τη φύση της υπηρεσίας του. Μπορεί να τελεσθεί με την χρήση περισσοτέρων τρόπων πραγματώσεως, οι οποίοι αποτελούν εκφάνσεις της ιδίας εγκληματικής δραστηριότητος, δηλαδή ενός μόνον αδικήματος, υπαλλακτικώς μικτού, οι οποίοι ήτοι (τρόποι) μπορούν να εναλλαχθούν, ο κάθε δε τρόπος τέλεσης είναι αυτοτελής και αρκεί για την πραγμάτωση και ολοκλήρωση της εγκληματικής πράξεως. Σε περίπτωση δηλαδή συνδρομής περισσοτέρων τρόπων τελέσεως, εν μόνον έγκλημα τελείται (του οποίου μάλιστα χρόνος τελέσεως είναι ο χρόνος που εξεδηλώθη ο πρώτος τρόπος τελέσεως). Εξ υποκειμενικής απόψεως απαιτείται δόλος του δράστου, έστω και ενδεχόμενος, εγκείμενος στην απαίτηση ή αποδοχή κ.τ.λ. των δώρων κ.τ.λ., απαιτείται όμως επί πλέον και περαιτέρω σκοπός του δράστου, για διεξαγωγή ή κρίση μιας υποθέσεως που του έχει ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 Ν. 2331/1995 πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ... όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 3 παρ.1 Ν. 3424/2005 έσοδα από εγκληματικές δραστηριότητες τροποποίηση Ν. 2331/1995, "Με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ` επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφ` όσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής".
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.α` εδ. αιζ`, που προσετέθη με το άρθρο 2 παρ.16 Ν. 2479/1997 και αναριθμήθη με το άρθρο έκτο παρ.1 Ν. 2656/1998 ο όρος "εγκληματικές δραστηριότητες" περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τα εγκλήματα (καλούμενα βασικά εγκλήματα) τα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 235, 236, 237 ΠΚ και κατά την παρ. γ` του ιδίου άρθρου (1 του Ν. 2331/1995) ως "περιουσία" νοούνται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα ..." Και (ναι μεν) με το άρθρο 2 παρ.1 Ν. 3424/2005, το στοιχείο α` του άρθρου 1 Ν. 2331/1995, όπως ανωτέρω είχεν αντικατασταθεί και ίσχυε, αντικατεστάθη και πάλι και στη θέση του εδ. αιζ` (εγκλήματα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 235, 236, 237 ΠΚ) ετέθη στοιχείο δδ` στο οποίο αναφέρεται σχετικώς ως έγκλημα περιλαμβανόμενο στον όρο "εγκληματικές δραστηριότητες" (μόνον) η παθητική δωροδοκία (άρθρο 235 Π.Κ.), στην έννοια όμως αυτής περιλαμβάνεται και το έγκλημα του άρθρου 237 παρ.1 Π.Κ. (παθητική δωροδοκία δικαστού), αποκλεισθείσης μόνο της ενεργητικής δωροδοκίας (άρθρα 236 και 237 παρ. 3 Π.Κ.), προδήλως ως μη αποφερούσης εισόδημα, ενώ με το άρθρο 3 Ν. 3691/2008 περιελήφθη σαφώς ως εγκληματική δραστηριότητα και υπό στοιχ. ε` η δωροδοκία (άρθρον 237 Π.Κ.), η οποία όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς της (με τη δυσμενέστερη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 7 του ν. 3327/2005, ισχύοντος από της 11-3-2005), ως προανεφέρθη τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
Εντεύθεν ο Ν. 2331/1995 αναφέρεται στην πρόληψη και στην καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή στο "ξέπλυμα βρώμικου χρήματος" όπως έχει επικρατήσει να αναφέρεται το φαινόμενο της νομιμοποιήσεως εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, συνήθως βαρείας μορφής, με τον όρο δε αυτόν περιγράφεται η διαδικασία μέσω της οποίας αποκρύπτεται η ύπαρξη, η παράνομη πηγή ή η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία, στη συνέχεια, μεταμφιέζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η προέλευσή τους να εμφανίζεται ως νόμιμη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ("ξέπλυμα βρώμικου χρήματος") προϋποθέτει, αντικειμενικά μεν (εναλλακτικά) την αγορά, απόκρυψη, λήψη με την μορφή εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή της κατοχής, απόκτηση οπωσδήποτε δικαιώματος, μετατροπή ή μεταβίβαση, οποιασδήποτε περιουσίας, που αποκτήθηκε με εγκληματική δραστηριότητα. Ειδικά για την αποδοχή της κατοχής περιουσίας, σ` αυτήν εμπεριέχεται ως έλασσον και εννοιολογικό της στοιχείο και η κατοχή στην οποία επί μικρόν, κατατείνει η αποδοχή. Προκειμένου περί χρημάτων προερχομένων από νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, η κατοχή με την έννοια της φυσικής εξουσιάσεως του δράστου επί της χρηματικής ποσότητος, δεν εκλείπει από την κατάθεση αυτών σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του δράστου ώστε να εμφανίζεται ως δικό του και νόμιμο και ο τελευταίος (ανεξάρτητα από το γεγονός ότι έχει ενοχική αξίωση έναντι της Τραπέζης να ζητήσει την απόδοση ίσης χρηματικής ποσότητος) δεν παύει να είναι ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος, καθ` α θέλει εκτεθεί ειδικότερα κατωτέρω. Υποκειμενικά δε (προϋποθέτει) δόλο, έστω και ενδεχόμενο και περαιτέρω σκοπό κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής ή παροχής συνδρομής σε άλλον, ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα και αποκτήσαντα από αυτή περιουσία, για τη συγκάλυψη της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής. Πρόκειται δηλαδή για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό και με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην επιδίωξη κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της προέλευσης περιουσίας ή παροχής σε άλλον συνδρομής για κερδοσκοπία ή συγκάλυψη. Διευκρινίζεται στο νόμο αναλυτικά, τι νοείται με τους όρους, "εγκληματική δραστηριότητα" και "περιουσία", στην έννοια δε της τελευταίας, περιλαμβάνεται και το χρήμα, υπό υλική ή άϋλη μορφή. Προϋποθέτει επίσης, την τέλεση ενός άλλου βασικού (καλουμένου) εγκλήματος (που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα), εκ του οποίου κάποιος (υπαίτιος ή άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα (περιουσία) και το οποίο, όταν αυτουργός της πράξεως είναι το ίδιο πρόσωπο, πράγμα που δεν αποκλείεται από οιαδήποτε διάταξη του νόμου (εκτός από την περίπτωση που το έγκλημα τελείται υπό τη μορφή της "παροχής συνδρομής" σε άλλο πρόσωπο ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα, οπότε αποκλείεται η ταυτοπροσωπία εννοιολογικά) ή άλλη διάταξη, συρρέει με εκείνο πραγματικά, αφού πρόκειται για δύο εντελώς

διαφορετικά κατά τα στοιχεία τους εγκλήματα, με διακεκριμένη και διαφορετική καθένα απαξία. Εν άλλοις λόγοις αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον δράστη της νομιμοποίησης, μόνον στην περίπτωση της προς τον σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, διότι, ομιλών ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, αναφέρεται προφανώς σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι και το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995 και στην περίπτωση αυτή αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του αδικήματος της νομιμοποίησης. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει και δεδομένου ότι χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος", ακολουθεί, ότι ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα και γι` αυτό δεν θα πρέπει να γίνεται συσταλτική ερμηνεία του, αφού έχει θεσπισθεί για την αντιμετώπισή του.
Ούτω κατ` εξοχήν ο νόμος τιμωρεί τις πράξεις της αληθούς προελεύσεως εκείνου που απέκτησεν ο ίδιος περιουσία από εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ τον άλλον (εκτός από τον αποκτήσαντα), τον θεωρεί συνεργό και τον τιμωρεί ως αυτουργό της πράξεως. Περαιτέρω εφ` όσον τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 Ν. 2331/1995 αδικήματα, με τα του άρθρου 2 ιδίου Νόμου τελούν σε πραγματική συρροή, ως προανεφέρθη, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 αξιόποινες ενέργειες αποτελούν μη τιωρητέες ύστερες πράξεις, όταν μάλιστα αυτές τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, ενώ πολλές βασικές αξιόποινες πράξεις τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος. Εκτός αυτού, δεν τίθεται θέμα επικουρικότητας των προβλεπομένων από τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2331/1995 αδικημάτων, σε σχέση με τα αδικήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του νόμου αυτού, αφού δεν πρόκειται για περισσότερες μορφές
συμμετοχής στο ίδιο αδίκημα, αλλά περί εκτελέσεως δύο αυθυπάρκτων, διακρινομένων μεταξύ τους, αδικημάτων, το κάθε ένα από τα οποία συγκροτείται από ιδιαίτερα στοιχεία. Ούτε, όμως, περί απορροφήσεως αδικήματος προβλεπομένου από το άρθρο 2 του Ν. 2331/1995 σε αδίκημα προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του νόμου αυτού μπορεί να γίνει λόγος και αυτό γιατί εφαρμογή της αρχής της απορροφήσεως υπάρχει μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η ύστερη πράξη συνάπτεται σε ενότητα προς άλλη προηγούμενη, συνιστώσα απλώς εξασφάλιση ή χρησιμοποίησή του, με την προηγουμένη πράξη, κτηθέντος, χωρίς, όμως, να προσβάλλει άλλα έννομα αγαθά του ίδιου ή άλλου προσώπου ή της κοινωνικής ολότητας, γιατί μόνο σ` αυτή την περίπτωση μπορεί να υποστηριχθεί ότι η εφαρμογή της πρώτης προβλέψεως καλύπτει όλη την απαξία, αντικειμενική και υποκειμενική, της εγκληματικής δράσεως του υπαιτίου. Τα αδικήματα, όμως, του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995, πολλά εκ των οποίων είναι πλημμελήματα, δεν καλύπτουν την απαξία των αδικημάτων του άρθρου 2 του νόμου αυτού, τα οποία είναι όλα κακουργήματα, ούτε έχουν ιστορική ενότητα μεταξύ τους. Αλλωστε με το άρθρο 3 Ν. 3424/2005, ο οποίος εξεδόθη για την εναρμόνιση και προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2001/97/ΕΚ (L 344/4-12- 2001 σελ. 76) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οποία τροποποιεί την Οδηγία 91/308/ΕΟΚ (L 166/28.6.1991 σελ.77) του Συμβουλίου, αντικατεστάθη η παρ.1 του άρθρου 2 Ν. 2331/1995 και ορίζεται στο στοιχ. δ` αυτής ότι: "Η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α` , β` και γ` της παρ. αυτής", κατά το στοιχ. β` δε ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν ασκεί τέτοιου είδους πράξεις κατ` επάγγελμα. "Ομως στις περιπτώσεις αυτές (του στοιχ.δ` ) ο υπαίτιος τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των πράξεων των ανωτέρω στοιχείων α` , β` και γ` αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή από άλλον, εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης". Με τη νέα αυτή διάταξη, δεν θεσμοθετείται για πρώτη φορά το αξιόποινο της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και στην περίπτωση κατά την οποίαν το πρόσωπο του δράστου αυτής ταυτίζεται με εκείνο του δράστου του βασικού εγκλήματος. Το αξιόποινο της συμπεριφοράς του υπαιτίου της νομιμοποιήσεως εσόδων και δράστου ταυτοχρόνως του βασικού εγκλήματος προκύπτει ως προανεφέρθη από τους σαφείς ως άνω ορισμούς του άρθρου 2 παρ.1 Ν. 2331/1995με τη νέα δε διάταξη επαναβεβαιώνεται η προϊσχύσασα και σκοπείται η άρση αντιθέτων ερμηνευτικών εκδοχών, οι οποίες υπεστηρίχθησαν όσον αφορά το ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος. Εντεύθεν η τέλεση του βασικού εγκλήματος αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων. Τα εγκλήματα αυτά καλούμενα βασικά, όπως προανεφέρθη προσδιορίζονται στο νόμο περιοριστικά (αρθρ. 1 παρ. α` Ν. 2331), περιλαμβάνεται δε μεταξύ αυτών και η παθητική δωροδοκία (δωροληψία) δικαστού, αποτελούσα ειδικοτέρα περίπτωση παθητικής δωροδοκίας η οποία ρητώς προβλέπεται στο νόμο και μετά την τροποποίησή του. Η "εγκληματική", όμως, αυτή "δραστηριότητα" δηλαδή το κύριο αδίκημα (που εδώ είναι η δωροδοκία) δεν πρέπει να εικάζεται ή να πιθανολογείται, αλλά να προκύπτει από ασφαλή στοιχεία η τέλεσή του και οι δράστες αυτού, έστω και εάν δεν εχώρησε καταδίκη ή δεν έχουν κατηγορία. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 2331/1995, το έγκλημα της νομιμοποιήσεως εσόδων τελείται (και) με την χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος όταν ο δράστης ενεργεί ατομικά και προβαίνει είτε ο ίδιος προσωπικώς είτε μέσω άλλου προσώπου, αλλά για λογαριασμό του ιδίου, σε κατάθεση των χρημάτων που απέκτησεν από την εγκληματική δραστηριότητα σε ίδιον αυτού προσωπικό λογαριασμό ή ακόμη και σε κοινό μετ` άλλου (λογαριασμό), και οι λογαριασμοί αυτοί περιλαμβάνουν (και) χρήματα προερχόμενα από νόμιμες πηγές. Ούτως ο δράστης αποκρύβει τις παράνομες οικονομικές του συναλλαγές υπό άλλες νόμιμες και με την μέθοδο της αναμείξεως "ενώνει" τα εισοδήματα που προέρχονται, τόσο από τις νόμιμες, όσο και από τις παράνομες δραστηριότητες, τα οποία κατατίθενται σε τραπεζικό λογαριασμό στο όνομά του. Συνεπώς στην

περίπτωση αυτή η πράξη του γίνεται προς τον σκοπό προκλήσεως συγχύσεως και αβεβαιότητος ως προς την προέλευση των παρανόμων εσόδων και απώτερο στόχο την απόκτηση "νομίμου τίτλου" γι` αυτά, ώστε να εμφανίζονται ως νόμιμα. Εξάλλου πάντα ταύτα απετυπώθησαν στον ν. 3691/2008 Πρόληψη κ.λπ. της νομιμοποίησης παρανόμων εσόδων, τρομοκρατίας, και στο άρθρο 2 αυτού ορίζονται: αριθμ.1 "Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η πρόληψη και η καταστολή των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας) όπως αυτά τα αδικήματα ορίζονται κατωτέρω, καθώς και η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους κινδύνους που ενέχουν", αριθμ. 2 "Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) που προβλέπονται στο άρθρο 3 μεταξύ των οποίων υπό στοιχ. ε` δωροδοκία δικαστή (άρθρ. 237 ΠΚ) ως προανεφέρθη, αποτελούν οι ακόλουθες πράξεις" ....... ...... στοιχ. δ` "Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή την διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα." Το άρθρο 13 εδ στ` ΠΚ ορίζει ότι "κατ` επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος." Εξ αυτού προκύπτει ότι για την συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως της πράξεως "κατ` επάγγελμα" απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτής, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστου, υποκειμενικώς δε σκοπός αυτού να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος. Επίσης κατ` επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο ετροποποιήθη με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, όταν σ` αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφηρμόσθη. Ιδιαιτέρα αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ` αρχήν αναγκαία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί τούτου (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ούτω στα τελευταία αυτά εγκλήματα (εγκλήματα σκοπού), όπως είναι και η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και η (παθητική) δωροδοκία δικαστή, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο σκοπό αυτό. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί να αναφέρονται αυτές στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα απεδείχθη η κάθε παραδοχή.
Οταν δε εξαίρονται ορισμένα, δεν ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως, διατί δεν εξαίρονται τα άλλα, ούτε προκύπτει ότι δεν ελήφθησαν υπ` όψη (τα άλλα), αφού δεν εξηρέθησαν. Διά την ύπαρξη τοιαύτης αιτιλογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού μέσου και η παράλειψη της μεταξύ των συσχετίσεως και εκτιμήσεως, καθ` όσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ε` του Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευομένη ή εφαρμοζομένη ποινική ουσιαστική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη ότι προέκυψαν τα υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζον έτσι ευθέως το νόμο και όταν η παραβίαση της διατάξεως αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού, ανάγεται δε στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης υπ` αριθμ. 2536, 2575, 2935/2010 αποφάσεως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών) εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ύστερα από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία κατ` είδος μνημονεύει στην αρχή (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και αυτοψίας, έγγραφα απολογίες κατηγορουμένων) αλλά και σε έτερα σημεία του σκεπτικού ότι απεδείχθησαν τα ακόλουθα ουσιώδη περιστατικά, για τις πράξεις της παθητικής δωροδοκίας δικαστή με την απαίτηση και τη λήψη του ποσού των 4.000 ευρώ από τον συγκατηγορούμενό του Ε. Β. και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ` εξακολούθηση και κατ` επάγγελμα, όσον αφορά το ποσόν των 4.000 ευρώ που έλαβεν από τον συγκατηγορούμενό

του Ε. Β. και το ποσόν των 1.900.000 δραχμών που αποτελεί μέρος του ποσού των 3.000.000 δραχμών που έλαβε από τον Ι. Σ.: Ότι "Ο κατηγορούμενος Ε. Κ. εισήλθε στο δικαστικό σώμα στις 16-1-1985 και υπηρέτησε διαδοχικά ως πάρεδρος στην Αθήνα, ως πρωτοδίκης αρχικά στην Κόρινθο και μετά στην Αθήνα και ως πρόεδρος πρωτοδικών αρχικά στα Χανιά και στη συνέχεια στην Αθήνα μέχρι την οριστική παύση του, λόγω ανεπάρκειας υπηρεσιακού ήθους, με την υπ` αριθ. 15/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Κατά τη χρονική περίοδο από 16-9-1997 έως 15-9-2001 άσκησε καθήκοντα Ανακριτή στο 23° Τακτικό Ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού με αίτηση του είχε ανανεωθεί η αρχικά διετής θητεία του με απόφαση της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά την προαγωγή του στο βαθμό του προέδρου πρωτοδικών και την τοποθέτηση του στο Πρωτοδικείο Χανίων, αναχώρησε από το Πρωτοδικείο Αθηνών για το Πρωτοδικείο Χανίων στις 2-1-2004, μετατέθηκε δε από εκεί και επανήλθε στο Πρωτοδικείο Αθηνών στις 16-9-2004.
Περαιτέρω αποδείχθηκαν τα εξής σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον ίδιο κατηγορούμενο Ε. Κ. πράξεις της παθητικής δωροδοκίας δικαστή από τον Ε. Β.: Στις αρχές του έτους 2004 ο Ε. Κ. τοποθετήθηκε, κατά τα εκτεθέντα, ως Πρόεδρος Πρωτοδικών στο Πρωτοδικείο Χανίων της Κρήτης. Ο Ε. Β. ήταν επιχειρηματίας στην περιοχή των Χανίων και εκμεταλλευόταν σ` αυτή, μεταξύ των άλλων, ένα κέντρο διασκέδασης, ένα "κλαμπ-μπαρ", μία καφετέρια, ένα παραδοσιακό ξενοδοχείο, ένα σκοπευτήριο, ένα εκτροφείο θηραμάτων και άλλες τουριστικές και μη επιχειρήσεις.
Με τον Ε. Κ. είχε γνωριστεί το έτος 1993 στο σκοπευτήριο της Καισαριανής και έκτοτε διατηρούσαν απλή φιλική σχέση λόγω του κοινού ενδιαφέροντος για τη σκοποβολή, Ή φιλική τους σχέση ενισχύθηκε από τις αρχές του έτους 2004 που ο Ε. Κ. τοποθετήθηκε ως Πρόεδρος Πρωτοδικών στα Χανιά. Από τότε οι σχέσεις τους ενισχύθηκαν και οι δύο κατηγορούμενοι είχαν συχνές συναντήσεις και κοινές εξόδους. Όπως αποδείχθηκε, ο Ε. Β., εξ αιτίας των παραπάνω επιχειρήσεων που ασκούσε, είχε εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις στην Εισαγγελία Χανίων, με την ενίσχυση δε των σχέσεών του με τον Ε. Κ. απέβλεπε στη βοήθειά του και στην ευνοϊκή μεταχείρισή του από τον τελευταίο κατά την εκδίκαση των υποθέσεών του αυτών.
Μεταξύ των υποθέσεών του αυτών ήταν και έφεσή του κατά της υπ` αριθμ. 714/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων με την οποία είχε καταδικαστεί σε συνολική ποινή φυλακίσεως 5 μηνών και 15 ημερών για παράνομη απασχόληση πέντε αλλοδαπών γυναικών στο κλαμπ που εκμεταλλευόταν, προς τέρψη των θαμώνων του κέντρου, χωρίς άδεια της αρχής και χωρίς να έχουν εφοδιασθεί αυτές με βιβλιάριο υγείας. Η έφεσή του αυτή είχε προσδιοριστεί να εκδικαστεί κατά τη δικάσιμο της 19-5-2004 ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων, στο οποίο επρόκειτο να προεδρεύσει ο κατηγορούμενος Ε. Κ.. Οπως αποδείχθηκε, ενόψει της εκδικάσεως της υποθέσεώς του αυτής, ο Ε. Β. αποδέχθηκε στις αρχές Μαΐου του 2004 την απαίτηση του Ε. Κ. να του καταβάλλει το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000 ) ευρώ, προκειμένου να κριθεί ευνοϊκά υπέρ αυτού η υπόθεσή του αυτή. Σε εκπλήρωση δε της παραπάνω απαιτήσεως του κατηγορουμένου Ε. Κ. ο Ε. Β. του κατέβαλε στις 6-5-2004, καταθέτοντας στον υπ` αριθ. ... λογαριασμό που διατηρούσε ο Ε. Κ. στην ...... Τράπεζα της Ελλάδος το ποσό αυτό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000 ) ευρώ. Επίσης αποδείχθηκε ότι στις 19-5-2004 εκδικάσθηκε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χανίων, υπό την προεδρία του Ε. Κ. η παραπάνω έφεση του κατηγορουμένου Ε. Β. και εκδόθηκε η υπ` αριθ. 1236/19-5-2004 απόφαση, με την οποία ο κατηγορούμενος Ε. Β. καταδικάστηκε για την απασχόληση τριών (3) αλλοδαπών γυναικών χωρίς άδεια της αρχής και χωρίς να έχουν εφοδιασθεί αυτές με βιβλιάριο υγείας σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών και είκοσι πέντε (25) ημερών, η οποία μετατράπηκε προς 4,40 ευρώ την ημέρα. Η ποινή αυτή ήταν κατώτερη κατά 20 ημέρες από την ποινή που του είχε επιβληθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναγνωρίσθηκε δε στον Ε. Β. κατά πλειοψηφία, αποτελούμενη από τον Ε. Κ. και την Πταισματοδίκη Μ. Ι., μειοψηφίσαντος του πλημμελειοδίκη Γ.Α, η ελαφρυντική περίσταση του ότι αυτός, ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια.Βέβαια με την εν λόγω απόφαση η μείωση της ποινής του κατηγορουμένου, σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση, δεν ήταν σημαντική. Πλην όμως αυτό δεν αναιρεί την πράγματι ευνοϊκή μεταχείριση του κατηγορουμένου Ε. Β. και τη θεμελίωση του εγκλήματος της δωροδοκίας δικαστή στην προκειμένη περίπτωση. Η σχέση αντιπαροχής και ανταλλάγματος μεταξύ του δώρου και της διεξαγωγής ή κρίσης μιας συγκεκριμένης δικαστικής υποθέσεως υπέρ ή κατά ορισμένου προσώπου, δεν απαιτείται να είναι πλήρως ή κατά σημαντικό μέρος ανταποδοτική, καθόσον το έγκλημα της δωροδοκίας δικαστή θεμελιώνεται και όταν το δώρο είναι πολύ μεγαλύτερης αξίας από την ωφέλεια που αποκομίζει ο δίδων αυτό από το χειρισμό της δικαστικής του υπόθεσης από το δωροδοκούμενο, στην προκειμένη δε περίπτωση ο δωροδοκών Ε. Β. απέβλεπε και στην εξασφάλιση της βοήθειας του κατηγορουμένου Ε. Κ. μελλοντικώς και σε άλλες ποινικές υποθέσεις του που, όπως αποδείχθηκε, εκκρεμούσαν στην Εισαγγελία Χανίων. Πρέπει δε να ληφθεί υπόψη και ότι η έκβαση μιας δικαστικής υποθέσεως εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, μεταξύ των οποίων είναι και η συμμετοχή περισσοτέρων προσώπων στα πολυμελή δικαστήρια. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι το παραπάνω ποσό των 4.000 ευρώ που κατέβαλε ο Ε. Β. στον κατηγορούμενο Ε. Κ., καταθέτοντας αυτό στον τραπεζικό λογαριασμό του που αναφέρθηκε, δεν ήταν το μόνο ποσό που κατέθεσε αυτός στο ίδιο τραπεζικό λογαριασμό του. Οπως αποδείχθηκε στο διάστημα από 6-5-2004 μέχρι 3-12-2004 ο κατηγορούμενος Ε. Β. κατέβαλε τμηματικά στον κατηγορούμενο Ε. Κ. με καταθέσεις που έκανε στον τραπεζικό λογαριασμό του που αναφέρθηκε συνολικά 47.000 ευρώ, από το γεγονός δε αυτό συνάγεται ότι μεταξύ των δύο κατηγορουμένων υπήρχαν και άλλες παράνομες συναλλακτικές σχέσεις. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου Ε. Κ. ότι το ποσό των 4.000 ευρώ το έλαβε από τον Ε. Β., γιατί εκείνο το διάστημα έκανε δουλειές στο σπίτι του και είχε υπερβεί τα χρήματά του και χρειάστηκε χρήματα για κάποια εργασία, δεν αποδείχθηκε από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ότι είναι βάσιμος. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι η εκδίκαση της παραπάνω υποθέσεως από τον κατηγορούμενο Ε. Κ. μόνο τυχαία δεν ήταν, η κατάθεση δε του ποσού των 4.000 ευρώ από τον Ε. Β. στο λογαριασμό του λίγες ημέρες πριν από την εκδίκαση της υποθέσεώς του που αναφέρθηκε, έγινε για την ευνοϊκή μεταχείρισή του στην υπόθεση αυτή.Η παραπάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου Ε. Κ. πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, όλα δε τα αντίθετα υποστηριζόμενα από αυτόν με τους ισχυρισμούς του που προέβαλε, αποδείχθηκε ότι είναι αβάσιμα ουσιαστικά και ως εκ τούτου απορριπτέα. Κατ` ακολουθία όλων αυτών πρέπει να κηρυχθεί αυτός ένοχος των εγκλημάτων αυτών.
Επίσης η παραπάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου Ε. Κ. πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, αφού, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, συνιστά πράξη συγκάλυψης των προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα εσόδων, η πράξη με την οποία αυτός με τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προέβη μέσω άλλου προσώπου, αλλά για λογαριασμό του, σε κατάθεση των χρημάτων που απέκτησε από την παραπάνω εγκληματική του δράση σε δικό του προσωπικό λογαριασμό, ο οποίος περιλάμβανε και χρήματα προερχόμενα από νόμιμες πηγές, γιατί με τον τρόπο αυτό συγκάλυψε την παραπάνω παράνομη οικονομική συναλλαγή του πίσω από άλλες νόμιμες, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της "ανάμειξης", αναμειγνύοντας τα εισοδήματά του που προέρχονταν από νόμιμες δραστηριότητες, με τα εισοδήματα που προήλθαν από την παραπάνω παράνομη δραστηριότητά του, τα οποία κατατέθηκαν σε τραπεζικό λογαριασμό στο όνομά του, καθόσον στην περίπτωση αυτή η πράξη του έγινε με σκοπό την πρόκληση αβεβαιότητας και συγχύσεως ως προς την προέλευση των παρανόμων εσόδων του με απώτερο στόχο την απόκτηση "νομίμου τίτλου" γι` αυτά, η τέλεση δε της πράξης αυτής από αυτόν αποδείχθηκε ότι εντασσόταν στο συνολικό σχεδιασμό δράσης του προς νομιμοποίηση των εσόδων που αποκόμισε από την παραπάνω εγκληματική δραστηριότητά του. Κατ` ακολουθίαν αυτών όλων πρέπει να κηρυχθεί αυτός ένοχος και του εγκλήματος αυτού της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του κατηγορουμένου Ε. Κ. στο 23ο Τακτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του ήδη θανόντος Ι. Σ. για τις πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, παράνομης οπλοφορίας και παράνομης οπλοχρησίας και διατάχθηκε η διεξαγωγή κυρίας ανάκρισης, η οποία ανατέθηκε στον κατηγορούμενο Ε. Κ.. Μετά την ολοκλήρωση της ανακρίσεως ο κατηγορούμενος Ι. Σ. κλήθηκε για απολογία στις 2-11-1999, κατά την οποία παραστάθηκε με το δικηγόρο Αθηνών Ν. Μ.. Μετά την απολογία του αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, ένα χρόνο δε αργότερα δολοφονήθηκε. Οπως αποδείχθηκε, πριν από την απολογία του Ι. Σ., ο κατηγορούμενος Ε. Κ. κατά το χρονικό διάστημα από 29-10-1999 έως 31-10-1999 είχε απαιτήσει από αυτόν ως δώρο το ποσό των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) δραχμών, προκειμένου να κριθεί ευνοϊκά η υπόθεσή του και ειδικότερα για να μην διατάξει μετά την απολογία του την προσωρινή του κράτηση, αλλά να αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο Ι. Σ. κατέβαλε στον κατηγορούμενο το ποσό αυτό, μέρος δε του ποσού αυτού και συγκεκριμένα ποσό 1.900.000 δραχμών κατέθεσε ο ίδιος ο κατηγορούμενος Ε. Κ. στις 2-11-1999 στον υπ` αριθ. ... λογαριασμό του στην ...... Τράπεζα της Ελλάδος.
Τα παραπάνω αποδεικνύονται από τις καταθέσεις του συνηγόρου του Ι. Σ. δικηγόρου Ν. Μ. και του δημοσιογράφου Σ.-Α. Β. τόσο στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όσο και στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν. Όπως αποδείχθηκε από τις καταθέσεις αυτές του δικηγόρου, Ν. Μ., σε συνάντηση που είχε αυτός στο δικηγορικό γραφείο του με τη σύζυγο του Ι. Σ. Ρ. Σ., η τελευταία του ανέφερε ότι όπως την είχε πληροφορήσει ο σύζυγός της, λίγο πριν την απολογία του συναντήθηκε σε νυχτερινό κέντρο της .................... με τον Ε. Κ., ο οποίος του ζήτησε το ποσό των 3.000.000 δραχμών, για να μην τον προφυλακίσει. Επίσης ανέφερε ότι ο σύζυγός της κατέβαλε το ποσό αυτό και αφέθηκε ελεύθερος με εγγυοδοσία. Τις καταθέσεις του δικηγόρου Ν. Μ. επιβεβαίωσε τόσο στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όσο και στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου ο μάρτυρας Σ.- Α. Β., ο οποίος είχε κληθεί από τον Ν. Μ. στο γραφείο του και ήταν παρών όταν η σύζυγος του Ι. Σ. ανάφερε τα παραπάνω. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το ότι ο κατηγορούμενος δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει, ούτε και να αποδείξει την προέλευση του ποσού του 1.900.000 δραχμών που βρέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό του που αναφέρθηκε από οποιαδήποτε άλλη συγκεκριμένη αιτία.
Η παραπάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου Ε. Κ. πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, όλα δε τα αντίθετα υποστηριζόμενα από αυτόν αποδείχθηκε ότι είναι αβάσιμα ουσιαστικά και ως εκ τούτου απορριπτέα. Ομως το αξιόποινο της πράξης αυτής είχε ήδη εξαλειφθεί δια παραγραφής κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης εναντίον του, γι` αυτό και δεν αποδόθηκε σ` αυτόν σχετική κατηγορία.
Ωστόσο η παραπάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου Ε. Κ. πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, αφού, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, συνιστά πράξη συγκάλυψης των προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα εσόδων η πράξη με την οποία αυτός με τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προέβη ο ίδιος προσωπικά σε κατάθεση των χρημάτων που απέκτησε από την παραπάνω εγκληματική του δράση σε δικό του προσωπικό λογαριασμό, ο οποίος περιλάμβανε και χρήματα προερχόμενα από νόμιμες πηγές, γιατί με τον τρόπο αυτό συγκάλυψε την παραπάνω παράνομη οικονομική συναλλαγή του πίσω από άλλες νόμιμες, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της "ανάμειξης", αναμειγνύοντας τα εισοδήματά του που προέρχονταν από νόμιμες δραστηριότητες με τα εισοδήματα που προήλθαν από την παραπάνω παράνομη δραστηριότητά του, τα οποία κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό του ο ίδιος, καθόσον στην περίπτωση αυτή η πράξη του έγινε με σκοπό την πρόκληση αβεβαιότητας και συγχύσεως ως προς την προέλευση των παράνομων εσόδων του με απώτερο στόχο την απόκτηση "νόμιμου τίτλου" γι` αυτά, η τέλεση δε της πράξης αυτής από αυτόν αποδείχθηκε ότι εντασσόταν στο συνολικό σχεδιασμό δράσης του προς νομιμοποίηση των εσόδων που αποκόμισε από την παραπάνω εγκληματική δραστηριότητά του. Κατ` ακολουθία όλων αυτών πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος και του εγκλήματος αυτού της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, απορριπτόμενων ως αβασίμων όλων αυτών που υποστηρίζει αυτός με τους ισχυρισμούς που προέβαλε".
Μετά ταύτα εκήρυξεν ένοχο τον Ε. Κ. του ότι "στους παρακάτω αναφερομένους τόπους και χρόνους με περισσότερες από μία πράξεις τέλεσε περισσότερα από ένα εγκλήματα, τα οποία προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές και ειδικότερα: 1) Στον παρακάτω αναφερόμενο τόπο και χρόνο κλήθηκε κατά νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα και απαίτησε και δέχθηκε δώρα, που δεν εδικαιούτο, με σκοπό να κριθεί μια υπόθεση που του είχε ανατεθεί υπέρ κάποιου και συγκεκριμένα στα Χανιά-Κρήτης στις 5-5-2004 που υπηρετούσε ως Πρόεδρος Πρωτοδικών στο Πρωτοδικείο Χανίων απαίτησε από τον Ε. Β. την καταβολή του ποσού των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, το οποίο δεν είχε δικαίωμα να λάβει, με σκοπό να κριθεί ευνοϊκά υπέρ αυτού υπόθεσή του, που ήταν εκκρεμής ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων, στις δε 6-5-2004 έλαβε, με τον παραπάνω σκοπό, σε εκπλήρωση της ως άνω απαίτησής του το ως άνω ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο υπέδειξε στον Ε. Β. να το καταθέσει στον υπ` αριθ. ... λογαριασμό του πού διατηρούσε στην ....... Τράπεζα της Ελλάδος, πράγμα το οποίο και έκανε αυτός, στη συνέχεια δε εξέδωσε, ως Πρόεδρος Πρωτοδικών Χανίων, την υπ` αριθμ. 1236/19-5-2004 ευνοϊκή για αυτόν απόφαση, με την οποία αυτός (Ε. Β.) καταδικάστηκε, για την απασχόληση τριών αλλοδαπών γυναικών χωρίς άδεια της αρχής και χωρίς να έχουν εφοδιασθεί με βιβλιάριο υγείας, σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών και είκοσι πέντε (25) ημερών με το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων. 2) Στον παρακάτω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) προερχομένων από την εγκληματική δραστηριότητά του, τη συνισταμένη στην πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, η οποία είχε τελεστεί με την από μέρους του απαίτηση και τη λήψη χρημάτων, προκειμένου να κριθούν ορισμένες υποθέσεις, που του είχαν ανατεθεί, υπέρ των δωροδοκησάντων, δέχτηκε κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του σε εκτέλεση προγενέστερης απαίτησής του, χρηματικού ποσού, καθώς επίσης προέβη ο ίδιος σε κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του, χρηματικού ποσού, που είχε λάβει σε εκτέλεση προγενέστερης απαίτησής του, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση και να συγκαλύψει την παραπάνω παράνομη δραστηριότητά του, υποδεικνύοντας στον παραπάνω τρίτο να καταθέσει στον προαναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό του το χρηματικό ποσό, που είχε απαιτήσει και είχε αποδεχθεί αυτός να καταβάλει, προκειμένου να εκδοθεί ευνοϊκή, υπέρ αυτού απόφαση και καταθέτοντας ο ίδιος στον προαναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό του το χρηματικό ποσό, που είχε απαιτήσει και είχε λάβει από άλλον, προκειμένου να εκδοθεί ευνοϊκή υπέρ αυτού απόφαση, η τέλεση δε των πράξεων αυτών από αυτόν εντασσόταν στο συνολικό σχεδιασμό δράσης του προς νομιμοποίηση των εσόδων που αποκόμιζε από την εγκληματική του δραστηριότητα, επιχειρεί δε τις πράξεις αυτές της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ` επάγγελμα και συγκεκριμένα: α) Στα Χανιά Κρήτης στις 6-5-2004 με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση των περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), των προερχομένων από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, υπέδειξε στον συγκατηγορούμενό του Ε. Β., ο οποίος του είχε υποσχεθεί την καταβολή του ποσού των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, ως δώρου, που δεν εδικαιούτο να λάβει ως δικαστικός λειτουργός, με σκοπό να κριθεί υπέρ αυτού, η παραπάνω και με στοιχ. Α1 αναφερομένη υπόθεσή του, που ήταν εκκρεμής ενώπιόν του, να καταθέσει το ποσό αυτό στον υπ` αριθ. ... λογαριασμό του, που διατηρούσε στην ........... Τράπεζα της Ελλάδος, πράγμα το οποίο και έκανε αυτός στις 6-5-2004, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση των χρημάτων αυτών, καθόσον ο τραπεζικός αυτός λογαριασμός του περιλάμβανε και χρήματα προερχόμενα από νόμιμες πηγές, με τον τρόπο δε αυτό πέτυχε να συγκαλύψει την παραπάνω παράνομη οικονομική συναλλαγή του πίσω από άλλες νόμιμες και να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην παράνομη αυτή δραστηριότητά του, με τη χρησιμοποίηση του τραπεζικού συστήματος, προκαλώντας αβεβαιότητα και σύγχυση ως προς την προέλευση των παραπάνω παράνομων εσόδων του, με απώτερο στόχο την απόκτηση "νόμιμου τίτλου" γι` αυτά, η τέλεση δε της πράξης αυτής από αυτόν εντασσόταν στο συνολικό σχεδιασμό δράσης του προς νομιμοποίηση των εσόδων που αποκόμισε από την εγκληματική αυτή δραστηριότητά του. β) Στην Αθήνα στις 2-11-1999 με σκοπό να συγκαλύψει και να αποκρύψει την αληθή προέλευση των περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), προερχομένων από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, έλαβε στην κατοχή του το ποσό των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) δραχμών, που είχε απαιτήσει ως δώρο από τον Ι. Σ., ο οποίος και είχε αποδεχθεί να του καταβάλει το ποσό αυτό και του το κατέβαλε κατά το χρονικό διάστημα από 29-10-1999 έως 31-10-1999, προκειμένου να κριθεί ευνοϊκά υπέρ αυτού υπόθεσή του που εκκρεμούσε ενώπιόν του, ως Ανακριτή του 23ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και να μην του επιβληθεί μετά την απολογία του προσωρινή κράτηση σε βάρος του, αλλά να αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, στη συνέχεια δε μέρος του ποσού αυτού και συγκεκριμένα ποσό 1.900.000 δραχμών το κατέθεσε ο ίδιος στις 2-11-1999, στον υπ` αριθ. ... λογαριασμό του, που διατηρούσε στην .......... Τράπεζα, της Ελλάδος, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευσή του, καθόσον ο τραπεζικός αυτός λογαριασμός του περιλάμβανε και χρήματα προερχόμενα από νόμιμες πηγές, με τον τρόπο δε αυτό πέτυχε να συγκαλύψει την παραπάνω παράνομη οικονομική συναλλαγή του πίσω από άλλες νόμιμες και να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην παράνομη αυτή δραστηριότητά του, με τη χρησιμοποίηση του τραπεζικού συστήματος, προκαλώντας αβεβαιότητα και σύγχυση ως προς την προέλευση των παραπάνω παράνομων εσόδων του, με απώτερο στόχο την απόκτηση "νόμιμου τίτλου" γι` αυτά, η τέλεση δε της πράξης αυτής από αυτόν εντασσόταν στο συνολικό σχεδιασμό δράσης του προς νομιμοποίηση των εσόδων που αποκόμισε από την εγκληματική αυτή δραστηριότητά του. Τις παραπάνω υπό στοιχ. Α 2 α και Α 2 β πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ενήργησε από κερδοσκοπία, επιχειρεί δε τις πράξεις αυτές της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ` επάγγελμα, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής, βάσει σχεδίου, έχοντας διαμορφώσει προς τούτο οργανωμένη ετοιμότητα, διατηρώντας προς συγκάλυψη της εγκληματικής του δραστηριότητας διαφορετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, προκύπτει ότι είχε σκοπό τον πορισμό εισοδήματος".
Με αυτά που εδέχθη το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό, την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, όλα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της παθητικής δωροδοκίας ως και της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ` εξακολούθηση και κατ` επάγγελμα, για τα οποία και κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος Ε. Κ. - αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 13 στ`, 14, 16, 17, 18, 26 παρ.1, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 98, 237 Π.Κ., 1 παρ. α` εδ. αιζ` και 2 παρ.1 εδ. α` και β` Ν. 2331/1995, όπως το εδ. αιζ` προσετέθη με το άρθρο 2 παρ.16 Ν. 2479/1997 και αναριθμήθη με το άρθρο 6 παρ.1 Ν. 2696/1998 και όπως τα άρθρα 1 και 2 Ν. 2331/1995 αντικ. με τα άρθρα 2 και 3 Ν. 3424/2005 χωρίς ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου να τις παραβιάσει. Ειδικότερα αναφέρει όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβεν υπ` όψη του για την καταδικαστική του κρίση, χωρίς να είναι απαραίτητο να προβεί εις την αξιολογική συσχέτιση και εκτίμηση αυτών, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Επίσης αναφέρει την δικαστική ιδιότητα του αναιρεσείοντος, τις ενέργειες που ανήγοντο στα καθήκοντά του και αυτές που αντέκειντο σ` αυτά, τα δώρα που απήτησε για τις μελλοντικές ενέργειές του, προκειμένου να κριθούν ευνοϊκά οι υποθέσεις των Β. και Σ., τον δόλο προς απαίτηση των δώρων ως και τον σκοπό, διά τον οποίον ο αναιρεσείων έλαβε τα ανωτέρω ποσά των 4.000Ε και 1.900.000 δραχμών αντιστοίχως από τους Ε. Β. και Ι. Σ., και με τα οποία (ποσά) τον μεν πρώτο με την κατάθεση στον λογαριασμό του Ε. Κ. από τον Ε. Β. το δ` έτερο με την καταβολή στον Ε. Κ. υπό του Ι. Σ. αυτός (αναιρεσείων) επεχείρησε να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση εις την άνω εγκληματική του δράση (παθητική δωροδοκία) χρησιμοποιών το τραπεζικό σύστημα, για τον συνολικό σχεδιασμό της εν γένει δράσεώς του για την νομιμοποίηση των άνω εσόδων του, προς δε (αναφέρει) και την εξ όλων των ανωτέρω ως και εκ της διατηρήσεως διαφορετικών λογαριασμών διαμορφωθείσαν υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως πράξεων τοιαύτης νομιμοποιήσεως εσόδων εξ ων εδέχθη ότι προκύπτει σαφώς σκοπός του δράστου προς πορισμόν από αυτές εισοδήματος χωρίς, μετά η επ` αυτού (κατ` επάγγελμα) αιτιολογία να είναι τυπική, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Επίσης αναφέρει ότι υποκείμενο του ως άνω εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα είναι ο ίδιος ο αναιρεσείων, δράστης της προηγούμενης πράξεως, από την οποία τα παράνομα έσοδα, χωρίς το έγκλημα της νομιμοποιήσεως εσόδων (άρθρο 2 Ν. 2331/1995), να απορροφάται από το βασικό έγκλημα, το οποίο προηγήθη, προβλεπόμενο από το άρθρο 1 αυτού όπως αβασίμως περί του αντιθέτου αιτιάται ο αναιρεσείων. Μετά ταύτα ο σχετικός πρώτος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως του Ε. Κ. περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 1 και 2 Ν. 2331/1995, όπως ισχύει, εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ. ε` Κ.Π.Δ., διότι υποκείμενο του εγκλήματος αυτού, δεν μπορεί να είναι ο δράστης της προηγουμένης πράξεως, από την οποίαν προήλθαν τα παράνομα έσοδα, εδώ της (παθητικής) δωροδοκίας δικαστού, αλλά τρίτος και διάφορος των προσώπων αυτών που ετέλεσαν το αδίκημα, με συνέπεια ο δράστης της νομιμοποιήσεως εσόδων, πρέπει να τιμωρείται μόνο για την τέλεση της προηγουμένης πράξης, η οποία απορροφά την της νομιμοποιήσεως εσόδων, επίσης ότι η "απλή χρηματική κατάθεση σε Τράπεζα" δεν δημιουργεί αφ` εαυτής κάποιο τίτλο "ξεπλύματος" η δε θέσπιση της δυσμενεστέρας περ.δ` του άρθρου 2 παρ.2 Ν. 3691/2008, δεν καλύπτει προγενέστερες συμπεριφορές, ενώ και οι καταθέσεις που (εδέχθη η απόφαση ότι) εγένοντο δεν συνιστούν "κατ` επάγγελμα" τέλεση της νομιμοποιήσεως εσόδων, εις μείζονα έκταση αναλισκόμενος ο λόγος αυτός σχετικώς με πάντα τ` ανωτέρω είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Συναφώς με το τελευταίο, τέλεση "κατ` επάγγελμα", είναι αβάσιμος και απορριπτέος και ο πέμπτος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως ως και ο υπό στοιχ. Δ` αριθμ. 13 λόγος του προσθέτου δικογράφου, δι` έλλειψη αιτιολογίας, όσον αφορά την επιβαρυντική αυτή περίσταση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αφού το επ` αυτής ("κατ` επάγγελμα" τελέσεως) αιτιολογικό δεν αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού. Επίσης αβάσιμος και απορριπτέος (και) ο τρίτος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως αιτιολογίας ως προς την δωροδοκία δικαστού (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` Κ.Π.Δ.) ανεξαρτήτως του ότι ο αναιρεσείων, αντιφατικώς προς την επικεφαλίδα του λόγου αυτού ως και το περιεχόμενό του, αναφέρει το στοιχ. "Ε` " του άρθρου 510 παρ.1 ΚΠΔ. Περαιτέρω αβάσιμοι και απορριπτέοι είναι και οι σχετικοί λόγοι, επίσης του δικογράφου των προσθέτων υπό στοιχ. Β` αριθμ. 1 και 2, (και πάλι) δι` εσφαλμένην ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 Ν. 2331/1995, σε συνδ. με άρθρα 2 και 3 Ν. 3691/2008, αριθμ. 3, 4 και 5 και υπό στοιχ. Γ` αριθμ.10, 11 και 12 δι` έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων (δόλου και σκοπού συγκαλύψεως της δωροληψίας με την κατάθεση των ποσών στην Τράπεζα ως και του συνολικού σχεδιασμού δράσεως). Ωσαύτως αβάσιμοι και οι επίσης, υπό στοιχ. Γ` λόγοι του προσθέτου δικογράφου - υπ` αριθμ. 6, δι` εσφαλμένην ερμηνεία και εφαρμογή και πάλι των αυτών ως άνω άρθρων 1 και 2 Ν. 2331/1995, σε συνδ. με άρθρα 2 και 3 Ν. 3691/2008, όσον αφορά την παραδοχή της χρησιμοποιήσεως του χρηματοπιστωτικού συστήματος υπ` αριθμ. 7 και 8 δι` έλλειψη αιτιολογίας, ως εκτιμάται και ο εκ του άρθρου 171 αρ. 1δ` ΚΠΔ λόγος και παράβαση του άρθρου 6§2 της ΕΣΔΑ περί τεκμηρίου αθωότητας, όσον αφορά την (παθητική) δωροδοκία δικαστή για το ποσό των 1.900.000 δραχμών που κατέβαλεν ο Ι. Σ. στον Ε. Κ. την 2/11/1999 και ο τελευταίος το κατέθεσε στον προσωπικό του λογαριασμό στην .......... Τράπεζα της Ελλάδος, αφού, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, η δωροληψία είχε παραγραφεί και ο νυν αναιρεσείων εκηρύχθη ένοχος μόνο για την νομιμοποίηση του άνω ποσού για την συγκάλυψη της προελεύσεώς του, (πράξη όμως) η οποία κολάζεται, έστω και αν "η εγκληματική δραστηριότητα" (το βασικό έγκλημα) έχει παραγραφεί, κατά τα εις την μείζονα σκέψη της παρούσης αποφάσεως εκτεθέντα χωρίς, εντεύθεν, να παραβιάζεται το άρθρον 6 παρ.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Όμως καθ` ό μέρος υπό την επίκληση του αυτού τελευταίου λόγου, της ελλείψεως αιτιολογίας αναλύονται οι αναφερόμενες "1η και 2η αυθαιρεσίαι" της αποφάσεως, όσον αφορά την νομιμοποίηση εσόδων την 2/11/1999, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι ούτως επιχειρείται διάφορος εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού (απολογίας του κατηγορουμένου και καταθέσεως του Ν. Μ.) και πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Τέλος μετά πάντα ταύτα απορριπτέος (και) ο πέμπτος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ` Κ.Π.Δ., ως προς την νομιμοποίηση των 1.900.000 δραχ., που κατέθεσεν ο αναιρεσείων στον προσωπικό του λογαριασμό (προερχομένων από την δωροδοκία του από των Ι. Σ.), καθ` ό μέρος δε με αυτόν ο αναιρεσείων βάλλει κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, αρνούμενος την κατηγορία, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος. Η αναφερθείσα ως άνω εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συνιστά, κατά τα ανωτέρω, λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Ε` ΚΠΔ, δύναται να προέλθει και εκ της εσφαλμένης ερμηνείας διατάξεων του αστικού δικαίου, όταν αυτές αποτελούν προϋπόθεση για την εφαρμογή της ποινικής διατάξεως. Εις την περίπτωση όμως αυτή πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς η παραβιασθείσα διάταξη ως και η πλημμέλεια η οποία επέφερε την εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογήν αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων αιτιάται ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δεν εφήρμοσε την διάταξη της § 4 του άρθρου 336 ΚΠολΔικ, βάσει της οποίας όφειλε να λάβει υπ` όψη του τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και να τα εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως, σχετικά με την (παθητική) δωροδοκία αυτού στην υπόθεση Β., διότι "το μεν συνιστά βεβαίως προφανές δίδαγμα κοινής πείρας ότι ουδείς προβαίνει σε τέτοιου είδους ενέργεια (δωροδοκία) εάν δεν προδιαγράφεται με βεβαιότητα ότι από αυτή θα προκύψει μία ξεκάθαρη μελλοντική του ωφέλεια και πάντως όχι ζημία του", το δε "πως ήτο ποτέ δυνατόν να τον δωροδοκήσει ο Β. με 4.000 € για να μειωθεί η ποινή του κατά 20 ημέρες και να γλυτώσει 88 ευρώ, και "ακόμη και αν του είχε "υποσχεθεί" την πλήρη απαλλαγή του και πάλι δεν τον συνέφερε (τον Β. δηλαδή) να του δώσει (του Κ. δηλαδή) 4.000 €, αφού αν είχε πληρώσει ολόκληρη την πρωτόδικη ποινή του...αυτό θα του κόστιζε λιγότερα". Η τοιαύτη αιτίαση, όπως διατυπούται, χωρίς να διευκρινίζεται παντάπασιν εις ποίαν σχέση τελεί η άνω διάταξη του ΚΠολΔικ, με την εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 237 § 1 ΠΚ, είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, απορριφθεί δε και ο σχετικός δεύτερος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτος. Καθ` ό μέρος δε υπό την επίκλησή του ο αναιρεσείων το μεν αρνείται την δωροδοκία, το δε αμφισβητεί τις παραδοχές της αποφάσεως, ως προς την ανταποδοτικότητα του δώρου, ο λόγος αυτός είναι επίσης απαράδεκτος, διότι πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, συναφώς δε απαράδεκτος ο τρίτος λόγος αναιρέσεως καθ` ό μέρος επαναλαμβάνει και αιτιάται τα αυτά ως αμέσως ανωτέρω. Η επιβαλλομένη από τα άνω άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως αυτοτελώς ή σε συνδυασμό με την παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, πρέπει να εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική, δηλαδή, ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως εάν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφίεται στην διακριτική ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που τις εξέδωσε. Παρεμπίπτουσα απόφαση είναι η επί αιτήματος αναβολής απόφαση, δια να υποχρεούται όμως το δικαστήριο να απαντήσει, πρέπει το αίτημα της αναβολής να υποβληθεί ακριβώς και ορισμένως, με τα πραγματικά περιστατικά που το συγκροτούν, ώστε να μπορέσει τούτο, μετ` αξιολόγησή του, να το κάμει δεκτό ή να το απορρίψει. Εξ άλλου λόγον αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η απόλυτη ακυρότης, η οποία συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, κατ` άρθρο 510 παρ.1 περ.Α` ΚΠΔ, ακυρότητα η οποία λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο και που προκαλείται, κατ` άρθρον 171 παρ.1 αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν...δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, όπως το στοιχ. δ` αντικατεστάθη από το άρθρο 11 παρ.2 Ν. 3904/23-12-2010. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τους τέταρτο λόγο της δηλώσεως αναιρέσεως και υπό τον υπ` αριθμ. (Γ) 9 των προσθέτων λόγων, αιτιάται για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο εκ της μη εξετάσεως της μάρτυρος Ρ. Σ., την εξέταση της οποίας, όπως επικαλείται, είχεν αυτός ζητήσει τόσο με την απολογία του, όσο και με αυτοτελή ισχυρισμό του, ως και κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 6 παρ.3 περ.δ` της ΕΣΔΑ, το δε δικαστήριο δεν απήντησε στο άνω υποβληθέν αίτημά του, αλλ` επί λέξει "ηρκέσθη στη μαρτυρία αυτών που είχαν ακούσει αυτή τη μάρτυρα". Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης προς έλεγχο της βασιμότητος του τοιούτου λόγου, προκύπτει ότι εις μεν την σελίδα 144 και την οποίαν ο ίδιος ακριβώς ο αναιρεσείων αναφέρει και όπου απολογείται, επί λέξει εκθέτει τα εξής: "Ό,τι ειπώθηκε από τους μάρτυρες Μ. και Β. είπαν ό,τι τους είπε η Ρ. Σ. και ότι της τα είχε πει ο άνδρας της Σ. ... Δεν ξέρουν και παραπέμπουν όλοι στη Ρ. Σ.. Στην ... στην οδό ... που την αναζήτησαν δεν την βρήκαν. Έπρεπε να έχει έρθει εδώ να τα πεί όλα αυτά. Εγώ θέλω να έρθει εδώ η Σ. ...". Εις δε τις σελίδες 152 ιη` και 152 ιθ` , τις οποίες και πάλιν ο ίδιος ο αναιρεσείων επικαλείται, αναφέρει επί λέξει, στον σχετικό ισχυρισμό του ότι: "Οι εξετασθέντες μάρτυρες δεν γνωρίζουν τίποτα σχετικό μόνο παραπέμπουν στην ... Ρ. Σ., γιατί δεν ήλθε στο ακροατήριο να τα ισχυρισθεί; Εμένα με κατηγορεί η Ρ. Σ. ... Ζήτησα λοιπόν και ζητώ την απαραίτητη εμφάνισή της για να την ρωτήσω μερικά πράγματα ... Γιατί δεν έρχεται; ... Η λήψη υπ` όψη της εν λόγω, κατηγορίας παρά την απουσία της γυναίκας αυτής και της παντελούς έλλειψης συναφών στοιχείων συνιστά κακοδικία εις βάρος μου ...". Ούτως όμως εχόντων των πραγμάτων, ουδόλως υπεβλήθη ορισμένο αίτημα αναβολής, όπως αβασίμως περί του αντιθέτου αιτιάται ο αναιρεσείων, αφού δεν προσδιορίζει παντάπασιν επί ποίων θεμάτων θα εξητάζετο η ανωτέρω, (πλην των άνω ερωτήσεων προφανώς προς τον εαυτό του), για να κληθεί να καταθέσει, ώστε το δικαστήριο να κρίνει εάν η μαρτυρία της είναι ουσιώδης για την διερεύνηση της υποθέσεως. Αυτά, ανεξαρτήτως του ότι η ανωτέρω δεν είναι "η μοναδική μάρτυς κατηγορίας", όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, οι δε μαρτυρίες των Μ. και Β. οι οποίοι κατέθεσαν ό,τι αυτή τους είπε, κατονομάσαντες, ήτοι την πηγή της γνώσεώς των, δεν ελήφθησαν αυτές και μόνον αποκλειστικώς υπ` όψη, αλλά σε συνδυασμό με τα έγγραφα τα οποία ανεγνώσθησαν όπως εκ του ανωτέρω εκτιθεμένου σκεπτικού, προκύπτει, σχετικά με την νομιμοποίηση των 1.900.000 δραχμών, τα οποία έλαβεν ο αναιρεσείων από τον Ι. Σ. και τα κατέθεσε στον προσωπικό του λογαριασμό, στην .......... Τράπεζα της Ελλάδος. Μετά ταύτα ουδόλως παρεβιάσθησαν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, προς υπεράσπιση αυτού και οι σχετικοί ως άνω λόγοι, υποστηρίζοντες τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, συναφώς δε απορριπτέος και ο πέμπτος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως καθ` ό μέρος υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει αιτιολογία για το "καίριο ζήτημα της κλήσεως ή μη προς εξέταση της Ρ. Σ.". Κατ` άρθρο 3 Ν. 3424/2005, η παράγρ. 1 του άρθρου 2 Ν. 2331/1995 αντικατεστάθη ως εξής: 1α. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. β. Ο υπαίτιος των πράξεων του στοιχείου α` τιμωρείται με κάθειρξη αν ..., και με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν ασκεί τέτοιου είδους πράξεις κατ` επάγγελμα ή είναι υπότροπος ή έδρασε στα πλαίσια οργανωμένης εγκληματικής ή τρομοκρατικής ομάδας ή οργάνωσης.
Περαιτέρω κατ` άρθρον 45 § 1β` Ν. 3691/2008 ο υπαίτιος των πράξεων του προηγουμένου στοιχείου α` (νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες) τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή ... ή αν το βασικό έγκλημα περιλαμβάνεται στα αδικήματα των στοιχείων γ` , δ` και ε` του άρθρου 3 του παρόντος ακόμη και αν γι` αυτά προβλέπεται ποινή φυλάκισης και στοιχ. γ` αυτού ο υπαίτιος των πράξεων του στοιχ.α` τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή αν ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έδρασε για λογαριασμό, προς όφελος ή εντός των πλαισίων εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή ομάδας. Ούτω με το τελευταίο άνω άρθρο, οι προβλεπόμενες επιβαρυντικές περιστάσεις στη βασική μορφή του κακουργήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες παρέμειναν τελικώς οι ίδιες (με τον Ν. 2331/1995), εκτός από την προσθήκη ότι συνιστά επιβαρυντική περίσταση η προέλευση της προς νομιμοποίηση περιουσίας από τα βασικά αδικήματα της παθητικής δωροδοκίας, της ενεργητικής δωροδοκίας και της δωροδοκίας δικαστή (άρθρα 235, 236 και 237 ΠΚ, που προσετέθησαν με το άρθρο 3 Ν. 3691/2008), έστω και αν γι` αυτά προβλέπεται ποινή φυλακίσεως καθώς επίσης και η προσθήκη της νέας επιβαρυντικής περίστασης της "κατά συνήθεια" τελέσεως της πράξεως νομιμοποιήσεως εσόδων. Και ναι μεν με τους άνω νόμους 3424/2005 και 3691/2008 υπήρξαν ορισμένες τροποποιήσεις και προεβλέφθησαν πλημμεληματικές ποινές για πράξεις νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όμως με την προσθήκη ως ανωτέρω, για τα βασικά εγκλήματα των στοιχείων γ` δ` και ε` άρθρου 3 Ν. 3691/2008, "ακόμη και αν γι` αυτά προβλέπεται ποινή φυλάκισης" αποκλείεται η εφαρμογή των ευμενεστέρων νέων πλημμεληματικών μορφών νομιμοποιήσεως εσόδων που εισήγαγε ο νέος (τελευταίος) νόμος και επιλέγεται εντεύθεν η ακύρωσή των, αν η νομιμοποίηση προέρχεται από πλημμεληματικό βασικό αδίκημα, αφού η νομιμοποίηση περιουσίας που προέρχεται από την διάπραξη αυτών των βασικών εγκλημάτων εξακολουθεί να (θεωρείται ότι) συνιστά επιβαρυντική περίσταση.
Συνεπώς ο σχετικός πρόσθετος λόγος υπό στοιχ. Δ` αριθμ. 14 με τον οποίον ο αναιρεσείων αιτιάται ότι εσφαλμένως εφηρμόσθη η διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 στοιχ. θ` Ν. 3691/2008 και δεν του επεβλήθη πλημμεληματική ποινή, για την κατ` επάγγελμα νομιμοποίηση εσόδων από την πλημμεληματική δωροδοκία δικαστού, (την οποίαν εδέχθη η απόφαση), είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω ο αναιρεσείων με τους υπ` αριθμ. Ε` 15 και 16 προσθέτους λόγους αιτιάται ότι κατ` εσφαλμένην ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2α` ΠΚ και χωρίς την απαιτούμενην ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί συνδρομής εις το πρόσωπό του της άνω ελαφρυντικής περιστάσεως.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, απέρριψε τον άνω ισχυρισμόν με την εξής αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά τον κατηγορούμενο Ε. Κ., από όλα αυτά που αναφέρθηκε ότι αποδείχθηκαν προκύπτει ότι ως το χρόνο που έγινε το καθένα από τα παραπάνω εγκλήματα, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος, όλη η διαβίωσή του σε όλους τους παραπάνω τομείς (ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό) είναι γεμάτη από παράνομες και παραβατικές των καθηκόντων του συμπεριφορές, αλλά και από ανήθικες, αναξιοπρεπείς και αντικοινωνικές πράξεις. Ειδικότερα αποδείχθηκαν τα εξής: Κατά τη διάρκεια που αυτός υπηρέτησε ως ανακριτής στο Πρωτοδικείο Αθηνών επέδειξε οκνηρία, αδιαφορία και αμέλεια στην επεξεργασία αρκετών δικογραφιών, με αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις να παραγραφούν οι πλημμεληματικές πράξεις των κατηγορουμένων. Μάλιστα σε δύο υποθέσεις, που του είχαν ανατεθεί στις 5-8-1997 και στις 6-5-1998, του είχε αποδοθεί η κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας, για την οποία αθωώθηκε από το Δικαστήριο τούτο, γιατί κρίθηκε ότι δεν είχε δόλο κατά τα εκτεθέντα. Επίσης σε άλλες τρεις υποθέσεις, που επίσης του είχαν ανατεθεί στις 5-8-1997, στις 6-5-1998 και στις 29-4-1998 του είχε αποδοθεί η κατηγορία της απόπειρας κατάχρησης εξουσίας, για την οποία αθωώθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώ για ορισμένες άλλες υποθέσεις που του είχαν ανατεθεί ασκήθηκε σε βάρος του πειθαρχική δίωξη.
Επίσης αποδείχθηκε ότι το 1995 έλαβε εκπαιδευτική άδεια ενός έτους για το Λονδίνο η οποία ανανεώθηκε για ένα ακόμη έτος, κατά τη διάρκεια δε αυτής, παρά πάσα έννοια νομιμότητας, δεοντολογίας και αξιοπρέπειας, όπως ανερυθρίαστα κατέθεσε κατά λέξη στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο "Δούλευα 6.00 με 11.00 το απόγευμα ως διευθυντής υποδοχής στο ξενοδοχείο ... που είναι υπεύθυνη θέση. Έπαιρνα διπλό μισθό που έμπαινε κατευθείαν εδώ στην ......."Η αχρειότητα του χαρακτήρα του αποδείχθηκε με την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης της M. E. P. με περιοριστικούς όρους, μεταξύ των οποίων ήταν και ο όρος της εμφάνισης αυτής όχι στο Α.Τ. της κατοικίας της, αλλά στο ανακριτικό του γραφείο και μάλιστα τις μεταμεσημβρινές ώρες χωρίς την παρουσία της γραμματέως του, καθώς και με την επιδίωξή του να συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί της, εκμεταλλευόμενος τη θέση του και την κατάσταση στην οποία βρισκόταν αυτή και ο σύζυγός της.
Το αποκορύφωμα ωστόσο της ανήθικης, ανάλγητης και απάνθρωπης συμπεριφοράς του αποδεικνύεται και από τα εξής: Περί τα τέλη Δεκεμβρίου του 2003 τηλεφώνησε στην ηλικίας 40 περίπου ετών αλλοδαπή S. L. D., η οποία εκδιδόταν παράνομα με αμοιβή και η οποία είχε βάλει σχετική αγγελία σε εφημερίδα και την προσκάλεσε στην οικία του, όπου, μετά την ικανοποίηση των σεξουαλικών του επιθυμιών, αφού της είπε ότι ήταν μεγάλη για τη δουλειά που έκανε, της πρότεινε να συνεργασθεί μαζί του για να φέρνουν γυναίκες από τις ανατολικές χώρες για να δουλεύουν ως πόρνες. Οταν δε αυτή αρνήθηκε την πρότασή του και ζήτησε την αμοιβή της, αυτός, με διάφορα προσχήματα, δεν της κατέβαλε την αμοιβή αμέσως, αλλά της υποσχέθηκε ότι θα την καταβάλλει την επομένη ημέρα. Ωστόσο ούτε την επομένη ημέρα, αλλά ούτε και τις μεθεπόμενες ημέρες, παρά τις τηλεφωνικές παρακλήσεις της, εκπλήρωσε την υποχρέωσή του αυτή.
Αλλά και η ανάπτυξη φιλικών σχέσεων με τον Σ. Κ., τον οποίο είχε κατηγορούμενο το 1998 σε άλλη υπόθεση και οι κρουαζιέρες που αναφέρθηκε ότι πραγματοποίησε στη συνέχεια με το σκάφος του τελευταίου, υπό τις συνθήκες που αναφέρθηκαν, αποδεικνύουν τον αναξιοπρεπή χαρακτήρα του. Το ίδιο αποδεικνύουν και οι πολλές χρηματικές δοσοληψίες που αποδείχθηκε ότι είχε αυτός στη διάρκεια ασκήσεως των ανακριτικών και των δικαστικών του καθηκόντων με διάφορους δικηγόρους και ιδιώτες.
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν κατά την κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, με την έννοια που αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, γι` αυτό και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός του και το αντίστοιχο αίτημά του".
Η τοιαύτη αιτιολογία είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού περιέχει κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία (εδέχθη ότι) απεδείχθησαν από την διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο ήχθη στην κρίση ότι δεν συντρέχουν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2α` ΠΚ, το οποίον εντεύθεν και ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου να το παραβιάσει, όπως αβασίμως το αντίθετο υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Επίσης αβάσιμη είναι και η ειδικοτέρα αιτίαση ότι τα εναντίον του αναιρεσείοντος περιστατικά των ετών 2003 και 2004 είναι μεταγενέστερα του έτους 1999, ότι ετελέσθη η πρώτη πράξη για την οποίαν κατεδικάσθη (ήτοι για την νομιμοποίηση εσόδων ποσού 1.900.000 δραχμών που του κατέβαλεν ο Ι. Σ.), και τούτο διότι οι πράξεις της δωροδοκίας δικαστού και της νομιμοποιήσεως εσόδων σχετικά με τον Ε. Β. ετελέσθησαν το 2004, ενώ και οι λοιπές πράξεις, δια τις οποίες κατεδικάσθη ο αναιρεσείων, αποσιώπηση λόγου εξαιρέσεως, παράβαση καθήκοντος, για τις οποίες δεν υπάρχει λόγος αναιρέσεως, προς δε και η απόπειρα εκβίασης περί ης ο λόγος κατωτέρω, ετελέσθησαν το 2004, ενώ και η ηθική αυτουργία στην πράξη της συντάξεως επιβατών στο σκάφος ....... για την οποίαν επίσης δεν υπάρχει λόγος αναιρέσεως, ετελέσθη το 2003, η δε κρίση περί μη συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2α` ΠΚ, εξεφράσθη υπό του δικαστηρίου ενιαίως δι` όλας τας δι` ας κατεδικάσθη πράξεις ο αναιρεσείων.
Συνεπώς οι σχετικοί ως άνω λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω και συναφώς προς τον άνω αυτόν λόγον ο αναιρεσείων αιτιάται, με τον υπ` αριθμ. (Δ)` 17 πρόσθετο λόγο για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατ` άρθρο 171 παρ.1 στοιχ.δ` ΚΠΔ σε συνδ. με παράβαση του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, κατά το οποίο "πάν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικασθή δικαίως ... υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου ..." προς δε και για παράβαση του άρθρου 332 ΚΠΔ κατά το οποίον "αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο ο δικαστής δεν μεταχειρίζεται τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην δίκη κατά τον απαθή και ψύχραιμο τρόπο που επιβάλλεται, διαπράττει πειθαρχικό παράπτωμα" και ταύτα διότι κατά την εξέταση της χορηγήσεως ή μη του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, το δικαστήριο εξετράπη σε "ανεπίτρεπτες προσβολές και ύβρεις εναντίον του" όπως ανωτέρω στο σκεπτικό αναφέρονται, όπερ κατά τον αναιρεσείοντα καταδεικνύει εμπάθεια και μεροληψία των δικαστών αντίθετα προς τις άνω διατάξεις. Ομως η απαθής, απρόσωπη και ψύχραιμη συμπεριφορά του δικαστού στην έδρα, κατά την εκδίκαση μιας υποθέσεως αναφέρεται ακριβώς στην διαδικασία στο ακροατήριο και συνιστά σοβαρό παράγοντα εμπιστοσύνης των διαδίκων στην αντικειμενικότητα και την αμεροληψία του δικαστού, είναι καθαρά πειθαρχικού δικαίου και δεν έχει δικονομικό χαρακτήρα, αλλ` ετέθη για να συμβάλλει στην εμπιστοσύνη των πολιτών και στην απαίτησή των για δίκαιη δίκη και δίκαιη απόφαση. Εν όψει δε του ότι η συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων αναφέρεται στα στοιχεία της προσωπικότητος του δράστου, για τα οποία το δικαστήριο κρίνει με αιτιολογημένη απόφασή του, όπως συμβαίνει εν προκειμένω κατά την σύνταξη του σκεπτικού της απορρίψεως της συνδρομής των περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2α` ΠΚ, η αναφορά των ανωτέρω εκφράσεων κατ` ουδέν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα εκ της μη τηρήσεως του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ, ούτε συνιστά έλλειψη αμεροληψίας των δικασάντων δικαστών του δικαστηρίου της ουσίας το οποίο τους σχετικούς χαρακτηρισμούς περί το πρόσωπο του αναιρεσείοντος επιστηρίζει αποκλειστικά στα εκτιθέμενα σαφώς και ορισμένως πραγματικά περιστατικά αναξιοπρεπούς και αντικοινωνικής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και ουδέν πέραν αυτών. Κατ` ακολουθίαν όλων αυτών ο σχετικός (πρόσθετος) λόγος (υπ` αριθμ. 17) υποστηρίζων τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, συναφώς δε απορριπτέος και ο πέμπτος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως, καθ` ο μέρος το μεν επικαλείται έλλειψη αιτιολογίας για τα ανωτέρω δεκτά γενόμενα περιστατικά, το δε επαναλαμβάνει και αιτιάται για την ανωτέρω "εμπάθεια" του δικαστηρίου. (Τέλος ως προανεφέρθη κατά το μέρος που με τον τελευταία αυτό, πέμπτο, λόγο της δηλώσεως αναιρέσεως πλήττεται, διά πολλοστήν φοράν, η ουσία της υποθέσεως όσον αφορά την κατάθεση υπό του αναιρεσείοντος στον λογαριασμό του, του ποσού των 1.900.000 δραχμών, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος).
Κατά το άρθρο 385 παρ.1 ΠΚ, όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου τιμωρείται: α) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 380 παρ. 1 και 2, αν η πράξη τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, β) αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματός του, ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Αν τις παραπάνω πράξεις τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατά συνήθεια ή κατ` επάγγελμα, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, γ) σε κάθε άλλη περίπτωση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της εκβίασης, το οποίο τιμωρείται ως κακούργημα όταν εμπίπτει στις περιπτώσεις των εδαφίων α` και β` , απαιτούνται α) εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία αυτού που εξαναγκάζεται, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή, ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της αποφάσεως του εξαναγκαζομένου και γ) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή κάποιος άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει, όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαιτήσεώς του ή όταν η πράξη ή παράλειψη αυτού που εξαναγκάζεται δεν αποτελεί έκφραση του παρεχομένου από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 361 του ΑΚ στο πρόσωπο δικαιώματος της βουλήσεώς του και της ελευθερίας στις συναλλαγές. Ο εξαναγκασμός ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβιάσεως, έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο ή ανησυχία στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διαθέσεως, με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζομένου και να οδηγηθεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η επικαλουμένη εις βάρος του εξαναγκαζομένου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, διότι εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθ` εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή ασκήσεώς τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 ΠΚ. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή και άμεση, να έχει διατυπωθεί προφορικώς ή εγγράφως, ή και εμμέσως, να έχει μεταβιβαστεί και με άλλον, μπορεί δε να συνίσταται και στην παράλειψη εκπλήρωσης συμβατικής υποχρέωσης, αρκεί να είναι ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης του εξαναγκαζομένου. Είναι αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί ότι δια της απειλής εξαναγκάστηκε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή εκείνος κατά του οποίου στράφηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση η απειλή. Αν όμως η απειλή αυτή δεν προκάλεσε στον απειλούμενο φόβο και αυτός δεν ενέδωσε στον απειλούντα, προβαίνων εξαναγκαζόμενος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και ούτω δεν επήλθε σ` αυτόν περιουσιακή ζημία, το έγκλημα της εκβιάσεως δεν είναι τετελεσμένο, αλλ` υπάρχει απόπειρα κατά το άρθρο 42 ΠΚ, εφ` όσον υπάρχει αρχή εκτελέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων εκηρύχθη ένοχος (και) της αποπείρας εκβιάσεως εις βάρος του Κ. Φ., από τον οποίον αυτός (Ε. Κ.) απήτησε ποσόν 30.000 €, προκειμένου να μην ανακληθεί υπό του τελευταίου αυτού δικαστού απόφαση ασφαλιστικών μέτρων (ως κατωτέρω θα εκτεθεί), με το εξής σκεπτικό:
"Περαιτέρω αποδείχθηκαν και τα εξής σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο Ε. Κ. αξιόποινες πράξεις της απόπειρας εκβίασης σε βάρος του Κ. Φ. κατά το διάστημα που αυτός υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Χανίων.
Οπως αποδείχθηκε στις 22-7-2004 συζητήθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων, το οποίο συγκροτήθηκε από τον κατηγορούμενο Ε. Κ., κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η με αριθμό καταθέσεως 1396/5-7-2004 αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Χανίων κατά των Κ. και Ζ. Φ. προς ανάκληση της υπ` αριθμ.. 1032/2004 αποφάσεως του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία είχε ανατεθεί προσωρινά στους καθών η αίτηση η επιμέλεια του ανήλικου βρέφους, Βουλγαρικής υπηκοότητας, με το όνομα Μ. Β. Χ., το οποίο αυτοί επρόκειτο να υιοθετήσουν. Με την αίτηση συνεκδικάσθηκε και αίτηση της μητέρας του βρέφους προς καθορισμό του δικαιώματος επικοινωνίας της με το βρέφος σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως, καθώς και πρόσθετη παρέμβαση της γιαγιάς του βρέφους. Λίγες ημέρες μετά την εκδίκαση της αιτήσεως ο Κ. Φ. δέχτηκε ένα τηλέφωνο από ένα άτομο, το οποίο, όπως αποδείχθηκε ήταν ο κατηγορούμενος Ε. Β. και το οποίο του είπε ότι ήθελε να τον συναντήσει. Ο Κ. Φ. δέχτηκε και συναντήθηκε στο κέντρο των Χανίων σε μία καφετερία με τον κατηγορούμενο Ε. Β., ο οποίος του είπε ότι είχε εξουσιοδότηση- εντολή από τον Κ. να του πει ότι για να ξαναπάρει την επιμέλεια του παιδιού πρέπει να δώσει 30.000 ευρώ. Ο Κ. Φ. συζήτησε το θέμα με φίλους του και με το δικηγόρο Γ. Μ., ο οποίος εξετάσθηκε και ως μάρτυρας και ο οποίος επιβεβαίωσε, ότι ο Κ. Φ. σε επικοινωνία που είχαν πριν από την έκδοση της αποφάσεως του είπε ότι επικοινώνησε με άτομο που έχει νυχτερινά κέντρα, χωρίς να του πει τότε το όνομα του ατόμου αυτού, και ότι το άτομο αυτό του είπε ότι ο δικαστής θέλει 30.000 ευρώ. Ο Κ. Φ. προσποιήθηκε για λίγο χρονικό διάστημα ότι προσπαθούσε να βρει τα χρήματα και λάμβανε, μέσω του Ε. Β., διαδοχικές αναβολές για την καταβολή τους. Τελικά λίγες ημέρες μετά την οριστική δήλωση του Κ. Φ. ότι αδυνατεί να πληρώσει το παραπάνω ποσό, εκδόθηκε η υπ` αριθ. 1863/13-9-2004 απόφαση, με την οποία ανακλήθηκε η προγενέστερη υπ` αριθμ. 1032/2004 απόφαση, ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια της ανήλικης Μ. Β. Χ. στη φυσική μητέρα της Ν. Χ. Β. και υποχρεώθηκαν ο Κ. Φ. και η Ζ. Φ. να παραδώσουν την ανήλικη στη φυσική μητέρα της, με απειλή σε βάρος τους προσωπικής κράτησης διάρκειας μέχρι ένα έτος για τηνπερίπτωση άρνησής τους. Ολα τα παραπάνω αποδείχθηκαν κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση από τις σαφείς, κατηγορηματικές και με απόλυτη πειστικότητα καταθέσεις τόσο του Κ. Φ., όσο και των δικηγόρων Γ. Π. και Γ. Μ., οι οποίοι επιβεβαίωσαν την ενημέρωσή τους από τον Κ. Φ. τόσο για την απαίτηση του ποσού των 30.000 ευρώ από τον κατηγορούμενο Ε. Κ., όσο και για την καταβολή του ποσού των 3.000 ευρώ. Το Δικαστήριο κρίνει το μάρτυρα Κ. Φ. ειλικρινή και απόλυτα αξιόπιστο, αξιολογώντας τον κατηγορηματικό τρόπο και την πειστικότητα με την οποία αυτός κατέθεσε στο Δικαστήριο, καθώς και όλη τη συμπεριφορά και τον τρόπο αντιδράσεώς του κατά την κατάθεσή του κατά την εξέτασή του στο Δικαστήριο τούτο. Όσον αφορά δε το ποσό των 3.000 ευρώ που κατέβαλε ο Κ. Φ. στον κατηγορούμενο για τη σύνταξη της γνωμοδοτήσεως η κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το ότι την ίδια ημέρα ο Κ. Φ. έκανε ανάληψη από την .......... Τράπεζα ποσού 3.000 ευρώ, δεν αναιρείται δε η κρίση του για την καταβολή του ποσού αυτού από την ασαφή, αόριστη και μη παρέχουσα επαρκείς εξηγήσεις κατάθεση του μάρτυρα Μ. Κ. στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η οποία κρίνεται από το Δικαστήριο ότι δεν ανταποκρίνεται προς την αλήθεια.
Η παραπάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου Ε. Κ., όσον αφορά την απαίτηση του ποσού των 30.000 ευρώ πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απόπειρας εκβίασης, αφού αυτός με τις έμμεσες, αλλά σαφείς απειλές που διαβίβασε στον Κ. Φ. με το συγκατηγορούμενό του Ε. Β., ότι αν δεν καταβάλλει τα χρήματα αυτά δεν θα πάρει την επιμέλεια της ανήλικης, επιχείρησε να εξαναγκάσει τον Κ. Φ. να του καταβάλλει το ποσό αυτό των 30.000 ευρώ, πλην όμως η πράξη του αυτή δεν ολοκληρώθηκε από λόγους εξωτερικούς και ανεξαρτήτους της θελήσεώς του και ειδικότερα για το λόγο ότι ο Κ. Φ. δεν υπέκυψε τελικά στις έμμεσες, αλλά σαφείς αυτές απειλές του κατηγορουμένου, όλα δε τα αντίθετα υποστηριζόμενα από αυτόν με τους ισχυρισμούς του που προέβαλε αποδείχθηκε ότι είναι αβάσιμα ουσιαστικά και ως εκ τούτου απορριπτέα. Κατ` ακολουθία αυτών πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος και του εγκλήματος αυτού". Ο αναιρεσείων αιτιάται με τον τελευταίο υπ` αριθμ. 18 πρόσθετο λόγο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 385 Π.Κ. αφού με τις παραδοχές της αποφάσεως επί λέξει "το θύμα Κ. Φ. δεν δέχθηκε έμμεσες απειλές, αντιθέτως συνεργάστηκε μαζί του και του ζήτησε σχετική γνωμοδότηση ... Από τις παραδοχές αυτές προκύπτει ότι ο Κ. Φ. δεν απειλήθηκε, αλλ` ότι συνεργάστηκε μαζί του ...". Η αιτίαση αυτή όπως διατυπώνεται προβάλλεται αλυσιτελώς ερειδομένη, επί αναληθούς προϋποθέσεως, διότι όχι μόνον οι παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι οι αμέσως ανωτέρω υποστηριζόμενες, αλλ` ακριβώς το αντίθετο, είναι ότι δηλαδή ο Κ. Φ., ηπειλήθη υπό του Κ. μέσω του Ε. Β. για την άνω υπόθεση των ασφαλιστικών μέτρων.
Συνεπώς ο σχετικός λόγος, υποστηρίζων τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Καθ` ο μέρος δε υπό την επίκλησή του πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου περί τα πράγματα (και δη εκ του ότι ο Φ. του ζήτησε μετά σχετική γνωμοδότηση σημαίνει ότι συνεργάστηκε μαζί του), ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος. Μετά πάντα ταύτα και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου, της δηλώσεως αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων του Ε. Κ., η κρινομένη δήλωση και αυτοί πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό των, ως αβάσιμοι κατ` ουσίαν, καταδικασθεί δε ούτος στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις από 12/4/2011 δηλώσεις αναιρέσεως των Κ. Μ. του Θ. και Ε. Κ. του Α. ως και τους από 17/2/2012 (ημερομηνία καταθέσεως) προσθέτους λόγους του τελευταίου, για αναίρεση τηςυπ` αριθμ. 2536, 2575, 2935/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τους άνω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων πενήντα (250) έκαστον.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουνίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις