Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΚΤΗΣΗ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ

1201/2012 ΑΠ ( 587652)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Διεκδικητική αγωγή. Κτήση κυριότητας ακινήτου με σύμβαση. Στοιχεία για το ορισμένο της
σχετικής αγωγής. Κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή. Η επαγωγή της κληρονομίας δεν συνεπάγεται την κατάλυση των δικαιωμάτων τρίτων που αποκτήθηκαν νόμιμα μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, όπως της κυριότητας που κτήθηκε με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή με έκτακτη χρησικτησία, που είχε συμπληρωθεί μέχρι το χρόνο της μεταγραφής της κληρονομίας. Αντίκλητος. Ποιος φέρει τη σχετική ιδιότητα. Ένορκες βεβαιώσεις. Στην περίπτωση που οι αντίδικοι είναι πλείονες, ακόμη και αν μεταξύ τους υπάρχει απλή ομοδικία, πρέπει να κλητευθούν όλοι, εκτός αν τα, με την ένορκη βεβαίωση, εκτιθέμενα αρμόζουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο ορισμένου από τους ομοδίκους. Διαφορετικά η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε και έναντι εκείνου που τυχόν κλητεύθηκε να παραστεί. (Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ΄ αριθμ. 229/2009 απόφασης ΕφΔωδεκανήσου).


Αριθμός 1201/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο Δημάδη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη και Χαράλαμπο Αθανασίου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών: 1. Ι. Δ., και 2. Ε.-Μ. Δ. του Α., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Βλάχο, ο οποίος δήλωσε ότι η δεύτερη Ε.-Μ. Δ., της οποίας ασκούντες την γονική μέριμνα και επιμέλεια γονείς της Α. και Ι. Δ., ενηλικιώθηκε και συνεχίζει ατομικώς την δίκη και εκπροσωπείται από αυτόν.

Των αναιρεσίβλητων: 1. Α. Σ. του Μ., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 2. Μ. Μ., 3. Ο. Α. το γένος Μ. και 4. Ε. Σ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κλέαρχο Κανελλόπουλο, ο οποίος δήλωσε ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος (Α. Σ.) απεβίωσε στις 5-11-2009 (ετών 94) και κληρονομήθηκε από τα τέκνα του Η. Σ. του Α. και Δ. Σ. του Α., οι οποίοι συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο τους.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-1-2006 αγωγή της Ε. Δ. και με την από 17-7-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου και
συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 59/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 229/2009 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 16-10-2009 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 15-2-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α`, 287, 291 και 292 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει, ότι η δίκη διακόπτεται, αν μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Ο θάνατος του διαδίκου, που επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά με ενιαία δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων, οπότε ακολουθεί η άμεση συζήτηση της υπόθεσης. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 127 ΑΚ και 63 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αυτός που συμπλήρωσε το 18° έτος της ηλικίας του είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία και μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο ως διάδικος με το δικό του όνομα. Επομένως, μετά την ενηλικίωση του μέχρι τούδε ανικάνου να παρίσταται στο δικαστήριο ως διάδικος με το δικό του όνομα, παύει αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία του νομίμου αντιπροσώπου του, ήτοι των ασκούντων, κατά το άρθρο 1510 ΑΚ, την γονική μέριμνα αυτού γονέων του και χωρίς να μεσολαβήσει στάδιο βιαίας διακοπής της δίκης, κατ` άρθρο 286 ΚΠολΔ, η δίκη νομίμως συνεχίζεται με τη συμμετοχή του ενηλικιωθέντος διαδίκου.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως δεν αμφισβητείται από τις αναιρεσείουσες και προκύπτει και από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους αναιρεσιβλήτους έγγραφα, μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης για αναίρεση της 229/2009 απόφασης του Εφετείου Δωδεκανήσου με κατάθεσή της στις 19-10-2009 απεβίωσε στις 5-11-2009 ο πρώτος αναιρεσίβλητος Α. Σ., ο οποίος κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τα τέκνα του Η. Σ. και Δ. Σ.. Επομένως, οι πιο πάνω (μοναδικοί) εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του πρώτου των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 1710, 1813, 1820, και 1846 ΑΚ) νομίμως δήλωσαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης την λόγω θανάτου εκείνου βίαιη διακοπή της δίκης και την εκούσια στο όνομά τους επανάληψή της. Εξάλλου, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης του Εφετείου προκύπτει, ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο Εφετείο, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η τότε εκκαλούσα Ε.-Μ. Δ., ήδη δεύτερη αναιρεσείουσα, εκπροσωπήθηκε από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτής γονείς της. Από το με αριθμό .../11-2-2011 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Μυτιλήνης Ελισάβετ Σαμαρίδου προκύπτει, ότι η ως άνω δεύτερη αναιρεσείουσα γεννήθηκε το έτος 1990 και επομένως αυτή ενηλικιώθηκε και κατέστη ικανή να είναι διάδικος και να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό της όνομα, μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας της.
Επομένως, νομίμως συνεχίζεται η δίκη για την αναίρεση με την διάδικο αυτή ατομικώς και στο δικό της όνομα, η οποία, όπως από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του δικαστηρίου τούτου προκύπτει, συνέχισε τη δίκη ατομικώς κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο του δικαστηρίου τούτου (21-3-2012), εκπροσωπούμενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Βλάχο. Επειδή, κατά τα άρθρα 1033, 369 και 1192 ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ` αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι, ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1094 ΑΚ, ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του πράγματος. Αναγκαία, επομένως, στοιχεία της διεκδικητικής αγωγής είναι, κατά την αμέσως πιο πάνω διάταξη, η κυριότητα του ενάγοντα στο διεκδικούμενο ακίνητο και η νομή ή κατοχή του τελευταίου από τον εναγόμενο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ, η κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί από το νόμο, είτε από διαθήκη, αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας των κινητών και ακινήτων κληρονομιαίων πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων που περιλαμβάνονται στην κληρονομία, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σ` αυτά μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικά από το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο εάν αυτός (κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομία και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί αυτό. Με την επαγωγή, δηλαδή της κληρονομίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1846, 1198 και 1199 ΑΚ, δεν επέρχεται αυτοδικαίως μεταβίβαση της κυριότητας στα ακίνητα της κληρονομίας, αλλά απαιτείται και μεταγραφή, η οποία, οποτεδήποτε και αν γίνει, ανατρέχει στο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή έχει αναδρομική ενέργεια. Η τελευταία δεν συνεπάγεται πάντως και την κατάλυση των δικαιωμάτων τρίτων, τα οποία αποκτήθηκαν νόμιμα μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, όπως της κυριότητας που κτήθηκε με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή με έκτακτη χρησικτησία, που είχε συμπληρωθεί μέχρι το χρόνο της μεταγραφής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε, ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα
ακόλουθα: "Το επίδικο ακίνητο, για την ταυτότητα του οποίου δεν υπάρχει αμφισβήτηση, είναι μία παλαιά διώροφη οικία που χρονολογείται από το έτος 1880, η οποία είναι φραγμένη σε οικόπεδο εμβαδού 66,60 τ.μ., έχει δε εμβαδόν στο ισόγειο 50,10 τ.μ. και στον πρώτο όροφο 42,55 τ.μ. και βρίσκεται στο χωριό Φρύ, στην θέση "ΕΜΠΟΡΕΙΟ" του Δήμου Κάσου, συνορεύει δε ανατολικά και νότια με δημοτική οδό κα δυτικά και βόρεια με ιδιοκτησία αγνώστων, όπως το ακίνητο αυτό εμφαίνεται με τα στοιχεία Α,Β,Γ,Δ,Ε,Ζ,Η,Θ,Α στο από Δεκέμβριο 2000 τοπογραφικό διάγραμμα του τεχνολόγου πολιτικού μηχανικού Φ. Ρ., που επισυνάπτεται στην από 17.07.2006 αγωγή. Το ακίνητο αυτό βρισκόταν στην νομή του Γ. Σ. του Η., ο οποίος εργαζόταν ως πλοηγός στην διώρυγα του Σουέζ και για τον λόγο αυτό ήταν γνωστό στο χωριό που βρίσκεται αυτό ως το "σπίτι του πιλότου", μάλιστα δε ήταν καταχωρημένο στον κτηματολογικό χάρτη και πίνακα του Δήμου Κάσου με αριθμό 868 ως ανήκον κατά το έτος 1950 σ` αυτόν. Ήδη ο προαναφερόμενος από το έτος 1945 δώρισε άτυπα το ακίνητο αυτό στον υιό του Η. Σ. του Γ., ο οποίος ήταν μόνιμος κάτοικος ..., παραθέριζε ωστόσο τα καλοκαίρια στην Κάσο, όποτε επισκεπτόταν και επέβλεπε την ακίνητη περιουσία του στο νησί, στην οποία, εκτός από το ανωτέρω ακίνητο περιλαμβάνονταν και άλλα ακίνητα στο Φρύ και στο Αρβανιτοχώρι, ενώ την επίβλεψη της περιουσίας του, δηλαδή και του επιδίκου ακινήτου, είχε αναθέσει, όπως συνηθίζεται στη νήσο Κάσο, και σε συγγενείς του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο πρώτος ενάγων (και ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος) της από 17.7.2006 αγωγής εξάδελφός του Α. Σ., μετά το θάνατο του οποίου υπεισήλθαν στη δικονομική του θέση ως μοναδικοί του κληρονόμοι τα τέκνα του Η. Σ. και Δ. Σ., που νόμιμα συνεχίζουν τη δίκη, και ο οποίος αποβιώσας τα τελευταία σαράντα χρόνια επισκεπτόταν πολλά καλοκαίρια το νησί και διέμενε σε γειτονικό με το επίδικο σπίτι στην θέση "ΕΜΠΟΡΕΙΟ". Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι το έτος 1982 ο Η. Σ. παραχώρησε το επίδικο ακίνητο στην οικογένεια Α. Ζ., προκειμένου να διαμείνει σε αυτό, μετά την καταστροφή της οικίας της από πλημμύρες στο Αρβανιτοχώρι. Το έτος 1986 και επειδή η προαναφερομένη οικογένεια αρνούνταν να αποδώσει το επίδικο στον Η. Σ., αντιποιούμενη την νομή του, ο τελευταίος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου την από 8.8.1986 και με αριθμό κατάθεσης 520/1986 διεκδικητική αγωγή εναντίον του Α. Ζ., με την οποία ζήτησε να του αποδώσει το επίδικο ακίνητο. Κατά την ημέρα της συζήτησης της αγωγής (12.2.1987), ο Α. Ζ. απέδωσε τα κλειδιά του ακινήτου στον πληρεξούσιο δικηγόρο του Η. Σ. Δημήτριο Παπαϊωάννου, ο οποίος με την σειρά του, κατόπιν εντολής του Η. Σ. τα απέδωσε στον εξάδελφό του και μόνιμο κάτοικο Κάσου, Π. Σ. του Ι., που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του Η. Σ.. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα της επιστολής του Η. Σ. προς τον Π. Σ. με ημερομηνία 27.9.1986 και την επιστολή του δικηγόρου Δημητρίου Παπαϊωάννου προς τον Π. Σ. με ημερομηνία 12.10.1986 των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε. Ειδικότερα στις πρώτες από τις παραπάνω επιστολές του Η. Σ. προς τον Π. Σ., αναφέρεται επί λέξει: "Αγαπητέ μου Π.. Ο δικηγόρος μου της Ρόδου Δημήτριος Παπαϊωάννου αναγκάζει τον Ζ. να παραδώσει το κλειδί του σπιτιού μου στον Εμπορείο στην αστυνομία Κάσου. Ο Παπαϊωάννου θα σου γράψει αργότερα και σε παρακαλώ πήγαινε με το γράμμα του στην αστυνομία, όπου θα σου δώσουν το κλειδί. Σε παρακαλώ κράτησέ το μαζί με τα άλλα κλειδιά που έχεις των σπιτιών μου στο Φρύ και στο Αρβανιτοχώρι. Είχα μεγάλες φασαρίες με αυτό το σπίτι του Εμπορειού. Σου ζητώ συγνώμη που σε ενοχλώ. Τους χαιρετισμούς μου στην κυρία σου και αδελφή σου". Από το περιεχόμενο και μόνο της επιστολής αυτής αναιρούνται ευθέως τα όσα κατέθεσε η Μ. χα Π. Σ., άμεση δικαιοπάροχος της ενάγουσας (και ήδη αναιρεσείουσας Ε.-Μ. Δ., η οποία ήδη ενηλικιώθηκε και συνεχίζει νόμιμα ατομικώς τη δίκη) της από 10.1.2006 αγωγής, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ρόδου Μαρίνας Παπαγεωργίου-Χούλλη, περί της ιδίας νομής του επίδικου ακινήτου από το έτος 1970 με διάνοια κυρίας, αφού την προαναφερόμενη διεκδικητική αγωγή άσκησε το έτος 1986 ο πραγματικός νομέας του Η. Σ. και όχι η ίδια ή ο σύζυγός της, ενώ γίνεται ρητή μνεία στην επιστολή αυτή, ότι το κλειδί του επιδίκου παραδίδεται στον Π. Σ. με την παράκληση από τον Η. Σ. να το κρατήσει μαζί με τα άλλα κλειδιά που κατέχει ως αντιπρόσωπός του και για τα άλλα σπίτια του στο Φρύ και στο
Αρβανιτοχώρι, ενώ, εάν, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα της από 10.1.2006 αγωγής, είχε παραδοθεί ήδη η επίδικη οικία στο ζεύγος Σ. από το έτος 1970 για να την νέμεται για δικό της αποκλειστικά λογαριασμό διανοία κυρίου, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να γίνονται οι προαναφερόμενες αναφορές στην παραπάνω επιστολή. Στην συνέχεια δε με την δεύτερη ανωτέρω επιστολή του δικηγόρου Δημητρίου Παπαϊωάννου προς τον Π. Σ., ο πρώτος καλεί τον δεύτερο να παραλάβει τα κλειδιά του επιδίκου, επειδή έτσι του έγραψε ο εντολέας του Η. Σ. από το Βέλγιο. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο Π. Σ. του Ι., σύζυγος της Μ. Σ., παρέλαβε τα κλειδιά του επιδίκου το έτος 1987, ενεργώντας ως αντιπρόσωπος του αληθινού νομέα του ακινήτου Η. Σ.. Ο τελευταίος λοιπόν κατείχε με διάνοια κυρίου το επίδικο ακίνητο από το έτος 1945 μέχρι τον κατά την 4.12.1997 θάνατό του, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πενήντα (50) ετών, χωρίς να αμφισβητηθεί ποτέ από κανένα, ενεργώντας όλες τις προσιδιάζουσες στην φύση του πράξεις νομής, με τις οποίες εκδήλωνε τη βούλησή του να το νέμεται ως αποκλειστικός κύριος αυτού, επιβλέποντάς το τόσο αυτοπροσώπως, όσο και μέσω άλλων αντιπροσώπων του και αποκλείοντας τρίτο από την φυσική εξουσία του και έτσι κατέστη κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Περαιτέρω, αποδείχτηκε, ότι ο Η. Σ. του Γ. απεβίωσε στο Βέλγιο στις 4.12.1997, άφησε την από 14.11.1996 δημόσια διαθήκη του, η οποία δημοσιεύτηκε και καταχωρήθηκε στα βιβλία διαθήκη του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 30.3.1999 στον τόμο 2187 και με αριθμό 298. Με την διαθήκη του αυτή κατέστησε ειδικούς κληρονόμους στα ακίνητα ιδιοκτησίας του που βρίσκονται στην Κάσο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το προαναφερόμενο επίδικο ακίνητο, τους εκ πατρικής γραμμής συγγενείς του και συγκεκριμένα τον αρχικό πρώτο ενάγοντα της από 17.7.2006 αγωγής Α. Σ. (ήδη αποβιώσαντα, όπως προαναφέρθηκε) κατά ποσοστό 4/12 εξ αδιαιρέτου, τον μεταποβιώσαντα Γ. Σ. του Α. κατά ποσοστό 2/12 εξ αδιαιρέτου, την μεταποβιώσασα Α. Μ., το γένος Σ. κατά ποσοστό 9/12 εξ αδιαιρέτου και τον Γ. Η. του Η. κατά ποσοστό 4/12 εξ αδιαιρέτου. Ο τελευταίος με την από ..../17.11.1999 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Κωνσταντίνου αποποιήθηκε την κληροδοσία και στην θέση του υπεισήλθε ο Α. Σ. κατά ποσοστό 2/12 εξ αδιαιρέτου, ο Γ. Σ. κατά ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου και η Ά. Μ., το γένος Σ. κατά ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου. Η τελευταία απεβίωσε στις 15.4.1999 χωρίς να αφήσει διαθήκη και άφησε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους τα τέκνα της δεύτερο και τρίτη των εναγόντων της από 17.7.2006 αγωγής και ήδη δεύτερο και τρίτη των αναιρεσιβλήτων, στους οποίους κατέλειπε ποσοστό 3/24 εξ αδιαιρέτου στον καθένα επί του επιδίκου ακινήτου, ενώ στις 19.1.2003 απεβίωσε ο Γ. Σ. του Α. και κατέλειπε το ποσοστό του επί του επιδίκου ακινήτου, δηλαδή τα 3/13 εξ αδιαιρέτου, στον τέταρτο ενάγοντα της από 17.7.2006 αγωγής και ήδη τέταρτο των αναιρεσιβλήτων, δυνάμει της από 20.11.1997 ιδιόγραφης διαθήκης του, η οποία δημοσιεύθηκε με το με αριθμό 2418/2007 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την με αριθμό 10001/2007 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Τελικά όλοι οι ενάγοντες της από 17.7.2006 αγωγής και ήδη αναιρεσίβλητοι αποδέχθηκαν οι ίδιοι και για
λογαριασμό των ανωτέρω δικαιοπαρόχων τους την κληρονομιά του Η. Σ. με την με αριθμό
.../15.1.2002 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αθανασίας Τράντα-Μάτση, η οποία μεταγράφτηκε νομότυπα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Καρπάθου στον τόμο 7 και με αριθμό ... και έτσι κατέστησαν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου ο πρώτος κατά ποσοστό 6/12 ή 12/24 εξ αδιαιρέτου, ο δεύτερος κατά ποσοστό 3/24 εξ αδιαιρέτου, η τρίτη κατά ποσοστό 3/24 εξ αδιαιρέτου και ο τέταρτος κατά ποσοστό 3/12 ή 6/24 εξ αδιαιρέτου και μάλιστα από τον Μάιο του 2005 τα έχουν παραχωρήσει στον Α. Μ. για την αποθήκευση ζωοτροφών. Ομως, τον Ιούνιο του 2005 η εναγόμενη και ήδη πρώτη αναιρεσείουσα Ι. συζ. Α. Δ., χωρίς την άδεια των ανωτέρω συγκυρίων του επίδικου ακινήτου, ζήτησε από τον Δήμο Κάσου την τοποθέτηση υδρομετρητή σ` αυτό, ασβέστωσε τους εξωτερικούς τοίχους του και άλλαξε και την κλειδαριά, αμφισβητώντας και διαταράσσοντας με τις πράξεις της αυτές το δικαίωμα της
κυριότητάς τους επί του ακινήτου τους. Περαιτέρω, από δεν αποδείχθηκε η ιστορική βάση της από 10.1.2006 αγωγής και ειδικότερα ο κρίσιμος αγωγικός ισχυρισμός των ήδη αναιρεσειουσών, ότι ο Η. Σ. δώρισε άτυπα το ανωτέρω επίδικο ακίνητο το έτος 1970 στον εξάδελφο του Π. Σ., ο οποίος με την σειρά του το δώρισε άτυπα στην σύζυγο του Μ. Σ. το γένος Ι. Δ., γιατί κατ` αρχήν, όπως παραπάνω αποδείχθηκε, ο Π. Σ. παρέλαβε τα κλειδιά του επίδικου ακινήτου το έτος 1987, ενεργώντας ως αντιπρόσωπος του πραγματικού κυρίου του Η. Σ. και ουδέποτε τόσο πριν από το έτος 1987 όσο και μετά από αυτό και μέχρι το έτος 2001, όταν η Μ. Σ. φέρεται να δωρίζει ως αληθή κυρία το επίδικο ακίνητο στην ανήλικη ενάγουσα της από 10.1.2006 αγωγής και μετά την ενηλικίωσή της ήδη δεύτερη αναιρεσείουσα, το ζεύγος Π. και Μ. Σ., είχε εξωτερικεύσει με οποιονδήποτε τρόπο την θέλησή του να νέμεται το επίδικο, όχι για λογαριασμό του Η. Σ. αλλά αποκλειστικά για τους ίδιους, ενώ οι όποιες περιορισμένες πράξεις υλικής εξουσίασής του, όπως λ.χ. η χρήση του ως αποθήκη για την εναπόθεση των παλαιών τους επίπλων, ασκούνταν σε κάθε περίπτωση στο όνομα του Η. Σ. του οποίου ήταν αντιπρόσωποι, πολύ δε περισσότερο, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο Η. Σ. είχε πληροφορηθεί με οποιονδήποτε τρόπο την τυχόν αντιποίηση της νομής του επί του επιδίκου από τους προαναφερόμενους αντιπροσώπους του". Με βάση τα περιστατικά αυτά, το Εφετείο έκρινε, ότι ο απώτερος δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Η. Σ. από το έτος 1945 μέχρι τον θάνατό του στις 4-12-1997 ασκούσε στο επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του αναφερόμενες πράξεις νομής και έτσι κατέστη κύριος αυτού, ότι με την αναφερόμενη δημόσια διαθήκη του, έτους 1996 έγιναν συγκύριοι του επιδίκου, κατά τα αναφερόμενα ποσοστά έκαστος, οι αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι μετέγραψαν τις πράξεις αποδοχής των διαδοχικών κληρονομιών των προαναφερόμενων θανόντων δικαιοπαρόχων τους και ότι ουδόλως αποδείχτηκε, ότι ο απώτερος δικαιοπάροχος της αναιρεσείουσας Π. Σ. κατέστη κύριος του επιδίκου με άτυπη δωρεά από τον ως άνω δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων Η. Σ. και ότι έτσι η άμεσος δικαιοπάροχος της αναιρεσείουσας Μ. χήρα Π. Σ., κατά το έτος 2001, δεν είχε καταστεί με οποιοδήποτε τρόπο κυρία του επιδίκου και συνακόλουθα η μεταβίβασή του από αυτήν στην ανήλικη αναιρεσείουσα με το αναφερόμενο δωρητήριο συμβόλαιο δεν προσπόρισε στην τελευταία την κυριότητα επί του επιδίκου. Κατόπιν τούτου, απέρριψε την αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της ανήλικης τότε αναιρεσείουσας και δέχτηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων.
Με εκείνα, που δέχθηκε, και, έτσι, που έκρινε, το Εφετείο δεν παραβίασε τις προπαρατιθέμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 369, 1033, 1710 παρ. 1, 1846, 1193, 1195, 1198, 1199 και 1094 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Επομένως, ο πέμπτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Επειδή, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94, 96, 97, 142 και 143 του ΚΠολΔ, η επίδοση προς διάδικο μπορεί να γίνεται και προς τον νόμιμα διορισμένο αντίκλητό του, εφόσον εξακολουθεί να έχει αυτή την ιδιότητα. Ο διορισμός αντικλήτου γίνεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 142 παρ. 1 και 4, είτε με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του πρωτοδικείου της κατοικίας του διαδίκου είτε με ρήτρα σε σύμβαση (που καλύπτει μόνο τις σχετικές με τη σύμβαση αυτή πράξεις). Επίσης, έχει την ιδιότητα του αντικλήτου και ο νόμιμα διορισμένος πληρεξούσιος δικηγόρος, στον οποίο μπορούν να γίνονται μόνον οι επιδόσεις που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος, συμπεριλαμβανομένης και της επίδοσης της οριστικής απόφασης.
Περαιτέρω, με το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ` ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, κατά το άρθρο 270 παρ. 2 εδάφ. β` ΚΠολΔ: "Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο, αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευσή του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου του αποδεικνύοντος, για να παραστεί κατά την εξέταση του μάρτυρος, αποτελεί στοιχείο του υποστατού των ενόρκων βεβαιώσεων που λαμβάνονται ενόψει της δίκης, κατά τη διεξαγωγή της οποίας προσκομίζονται, και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά μέσα, αν λείπει το στοιχείο αυτό, του οποίου η έλλειψη λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Επίσης, από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι στην περίπτωση που οι αντίδικοι είναι πλείονες, ακόμη και αν μεταξύ τους υπάρχει απλή και όχι αναγκαστική ομοδικία, πρέπει να κλητευθούν όλοι, εκτός αν τα με την ένορκη βεβαίωση εκτιθέμενα αρμόζουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο ορισμένου από τους ομοδίκους. Διαφορετικά η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε και έναντι εκείνου που τυχόν κλητεύθηκε να παραστεί. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τρεις
ένορκες βεβαιώσεις, που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι εκκαλούσες και ήδη αναιρεσείουσες, με την αιτιολογία ότι: "Η με αριθμό .../8-9-2008 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Ρόδου Μαρίνας Παπαγεργίου-Χούλλη και οι με αριθμό .../21-7-2008 και .../18-8-2008 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον της συμβολαιογράφου Καρπάθου Ζωής Ρουσσάκη, τις οποίες επικαλούνται οι εκκαλούντες και ήδη η αναιρεσείουσα, που είναι ανύπαρκτα αποδεικτικά μέσα και δεν θα ληφθούν υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον αυτές συντάχθηκαν μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης και οι κλήσεις, για να παρασταθούν οι εφεσίβλητοι και ήδη αναιρεσίβλητοι κατά τη λήψη των ένορκων αυτών βεβαιώσεων, δεν επιδόθηκαν στους ίδιους, αλλά προς τον δικηγόρο του δικηγορικού συλλόγου Ρόδου Νικόλαο Παπανικήτα, του οποίου αφενός δεν προέκυψε διορισμός του ως αντικλήτου, κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ και αφετέρου η εξουσία του ως δικαστικού πληρεξουσίου και αντικλήτου περατώθηκε με
την έκδοση της εκκαλούμενης οριστικής απόφασης, η οποία και αποτελεί την ύστατη επιδόσιμη προς αυτόν διαδικαστική πράξη και επομένως, ο προαναφερόμενος δικηγόρος δεν ήταν αρμόδιος για την παραλαβή εγγράφων που αφορούν τις μετέπειτα επιδόσεις, που ανάγονται στην κατ` έφεση δίκη". Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης ψέγεται το Εφετείο, ότι δεν έλαβε υπόψη τις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις και υπέπεσε έτσι στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ` ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού, με βάση τα εκτεθέντα ανωτέρω, το Εφετείο όφειλε να μη συνεκτιμήσει ως αποδεικτικό μέσο την επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις, λόγω μη νόμιμης κλήτευσης των αναιρεσιβλήτων, για παράστασή τους, κατά την εξέταση των μαρτύρων. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ως απαράδεκτο, του οποίου η από το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξη ή μη κήρυξη ιδρύει λόγο αναιρέσεως, νοείται όχι το ουσιαστικό απαράδεκτο, αλλά εκείνο που είναι συνέπεια παραβάσεως δικονομικών διατάξεων, οι οποίες θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς τη διαδικαστική πράξη, και των οποίων η μη τήρηση αποκλείει εκ των προτέρων την πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 270 παρ. 2, 96 και 143 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, κήρυξε ως ανύπαρκτα αποδεικτικά μέσα τις αναφερόμενες τρεις ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτεθέντα ανωτέρω στη προηγούμενη σκέψη, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο, με το να κηρύξει τις άνω ένορκες βεβαιώσεις ως ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, δεν έσφαλε. Περαιτέρω, ο τρίτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η από τον αριθμό επίσης 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, λόγω του ότι δεν νομιμοποιούντο ενεργητικώς, διότι "υπέβαλαν κερδοσκοπικά τη δήλωση αποδοχής κληρονομίας για το επίδικο ακίνητο στις 15-1-2002, αν και προϋφίστατο στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου από τον Ιούλιο του 2001 τίτλος ιδιοκτησίας των αναιρεσειουσών", είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η προγενέστερη μεταγραφή δεν συνεπάγεται πάντως και την κατάλυση των δικαιωμάτων τρίτων, τα οποία αποκτήθηκαν νόμιμα μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, όπως της κυριότητας που κτήθηκε με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή με έκτακτη χρησικτησία, που είχε συμπληρωθεί μέχρι το χρόνο της εν λόγω μεταγραφής.
Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β` ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 11/1996).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες, με τον τέταρτο και τελευταίο εξεταζόμενο λόγο αναίρεσης, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β` ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον ουσιώδη ισχυρισμό τους, ότι "οι αναιρεσίβλητοι υπέβαλαν τη δήλωση αποδοχής κληρονομίας για το επίδικο ακίνητο στις 15-1- 2002, αν και προϋφίστατο στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου από τον Ιούλιο του 2001 τίτλος ιδιοκτησίας των αναιρεσειουσών και όφειλαν να ελέγξουν τα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου και να προσβάλουν αρχικώς τον τίτλο ιδιοκτησίας των αναιρεσειουσών, ώστε να δύνανται μετέπειτα να ασκήσουν την αγωγή τους". Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι ο επικαλούμενος ισχυρισμός δεν έχει αυτοτελή ύπαρξη, αλλά συνιστά πραγματικό επιχείρημα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 16-10-2009 αίτηση της Ι. Δ. και της ήδη ενηλικιωθείσας Ε.-Μ. Δ. για αναίρεση της 229/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου.
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2012.
Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιουνίου 2012.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις