Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΜΕΣΙΤΙΚΗ ΑΜΟΙΒΗ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

776/2013 ΑΠ ( 610004)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΧΡΙΔ 2013/666)

Σύμβαση μεσιτείας. Περιεχόμενο και λειτουργία αυτής. Προϋποθέσεις για ΛΉΨΗ της μεσιτικής αμοιβής. Μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας. Έννοια αυτών. Φαινόμενη πληρεξουσιότητα. Εννοιολογικός προσδιορισμός αυτής. Προστασία του καλόπιστου τρίτου. Παθητική ενοχή εις ολόκληρον ενοχή. Δημιουργία αυτής.Οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Λειτουργία και σκοπός αυτών. Καλή πίστη. Χρηστά ήθη. Έννοια. Κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης. Υπόδειξη ευκαιρίας επιχειρηματικής δραστηριοποίησης σε επιχείρηση ΚΑΖΊΝΟ στην αλλοδαπή. Άρνηση καταβολής της σχετικής αμοιβής. Πραγματικά περιστατικά. Προσφυγή του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στους γενικούς ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών. Παθητική ενοχή εις ολόκληρον για τη καταβολή του ποσού της αμοιβής.


Ένδικα μέσα. Αναίρεση. Λόγοι. Ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα δικαίου από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Θεμελίωση των αναιρετικών λόγων κατ’ αρθ. 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο αναιρεί την υπ` αριθ. 4155/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

(Ενημερωτικό σημείωμα Κ. Χριστακάκου και σημείωση Ε.Ν. ΧρΙΔ 2013/669).

Αριθμός 776/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1` Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1. Α. Λ. του Κ., κατοίκου ... , 2. της εταιρίας με την επωνυμία ".......", που  εδρεύει στον ...... ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 3.της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "........ ......", (πρώην "... ..... ..."), που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα και 4. της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... .. ....", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τουςΦώτιο Κρεμμύδα.

Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Δ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Μάγδα Καρανικόλα.



Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28 Απριλίου 2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που
κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 878/2010 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 4155/2011 του Εφετείου Αθηνών (όπως αυτή διορθώθηκε με την 3895/2012 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 14 Νοεμβρίου 2011 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Μιχαήλ Αυγουλέας, ανέγνωσε την από 26 Νοεμβρίου 2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την εν μέρει παραδοχή της αίτησης και την αναίρεση της 4155/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, όπως αυτή διορθώθηκε με την 3895/2012 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, καθ` ολοκληρία για τους πρώτο, δεύτερη και τέταρτο των αναιρεσειόντων και εν γένει για την τρίτη, όσον αφορά την παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, στην αποσαφήνιση των δηλώσεων των συμβαλλομένων για το ύψος της αμοιβής του αναιρεσίβλητου.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξουσία του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Με την κρινόμενη αίτηση προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία, υπ` αριθ. 4155/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή η από 14-7-2008 έφεση του ενάγοντος ήδη αναιρεσίβλητου, κατά της 878/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί, ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, η από 28-4-2006 αγωγή του, με την οποία ζήτησε την καταβολή της συμφωνηθείσης αμοιβής, για την διαμεσολάβησή του, στην κατάρτιση της αναφερομένης σ` αυτήν, σύμβασης, μεταξύ των εναγομένων ήδη αναιρεσειόντων και Αλβανών επιχειρηματιών. Ακολούθως, το Εφετείο εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση και δέχτηκε ως εν μέρει κατ` ουσίαν βάσιμη την αγωγή. Η αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
2. Α) Κατά το άρθρο 703 Α.Κ. εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον (μεσίτη) για την μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας για την σύναψη μιας σύμβασης έχει υποχρέωση να πληρώσει την αμοιβή, εάν η σύμβαση καταρτισθεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή της υπόδειξης. Στο νόμο δεν ορίζεται πότε υπάρχει μεσολάβηση και πότε υπόδειξη και εφόσον το περιεχόμενο αυτών δεν προκύπτει από την σύμβαση, η μεσολάβηση περιέχει συνήθως κάθε πρόσφορη ενέργεια του μεσίτη για να έλθουν σε επαφή τα ενδιαφερόμενα μέρη με σκοπό να συνεννοηθούν για την κατάρτιση της σύμβασης και είναι δυνατόν, αλλά δεν απαιτείται, να περιλαμβάνει επιπλέον και την παρακολούθηση από τον μεσίτη των συνεννοήσεων των μερών, την μεταφορά ή γνωστοποίηση των προτεινόμενων από το ένα μέρος στο άλλο όρων ή την διαπραγμάτευση των όρων αυτών, ενώ η υπόδειξη ευκαιρίας είναι κάτι λιγότερο από την μεσολάβηση, διότι με αυτήν ο μεσίτης ενημερώνει απλώς τον εντολέα του για την ύπαρξη συγκεκριμένης και άγνωστης προηγουμένως σ` αυτόν δυνατότητας σύναψης της σύμβασης που τον ενδιαφέρει. Η εντολή προς τον μεσίτη μπορεί ν` αφορά μόνο στην μεσολάβηση ή μόνο στην υπόδειξη ευκαιρίας ή και στις δύο. Περαιτέρω, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης μεταξύ της ενέργειας του μεσίτη (μεσολάβησης ή υπόδειξης) και της πραγμάτωσης της σύμβασης πρέπει να υπάρχει σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα. Με την απόδειξη της μεσιτικής δραστηριότητας και της σύναψης της κύριας σύμβασης τεκμαίρεται και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτών και το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου μετατίθεται στον αμφισβητούντα την αιτιώδη συνάφεια μεσιτικό εντολέα. Η ύπαρξη της αιτιώδους συνάφειας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί ζήτημα πραγματικό που κρίνεται κυριαρχικά από το δικαστήριο της ουσίας. Δεν είναι απαραίτητο οι ενέργειες του μεσίτη ν` αποτελούν την μοναδική αιτία κατάρτισης της σύμβασης. Μέχρι ποίου σημείου πρέπει να προχωρήσουν οι ενέργειες αυτές για να θεωρηθεί ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια δεν μπορεί να καθορισθεί με γενικούς ορισμούς εκ των προτέρων, μπορεί, όμως, να λεχθεί γενικά, ότι ο μεσίτης δεν υποχρεούται να παρακολουθήσει μέχρι τέλους τις διαπραγματεύσεις, αρκεί η ενέργειά του να είναι τέτοια, ώστε να μπορεί να φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και να χρησίμευσε ουσιωδώς προς τούτο. Και αν διακόπηκαν οι ενέργειες του μεσίτη για κάποιο χρονικό διάστημα, η κύρια, όμως, σύμβαση καταρτίσθηκε μεταγενέστερα συνεπεία των προτέρων ενεργειών του, υπάρχει η απαιτουμένη κατά νόμο αιτιώδης συνάφεια. Εξάλλου, συμφωνία επί όλων των συμβατικών όρων αμφοτεροβαρούς σύμβασης υπάρχει, όχι μόνο όταν καθορίστηκαν επακριβώς όλες οι εκατέρωθεν παροχές, αλλά και όταν δεν καθορίστηκε κάποια από αυτές επακριβώς οριστικά, αλλά τα μέρη άφησαν τον επακριβή καθορισμό της σε μεταγενέστερη συμφωνία τους. Και στην περίπτωση αυτή η καθορισθείσα κατ` αυτό τον τρόπο, εν μέρει ατελώς, σύμβαση είναι τετελεσμένη, αν προκύπτει ότι τα μέρη ηθέλησαν αυτήν δεσμευτική γι` αυτά. Τούτο διότι το φαινομενικό αδιέξοδο που τυχόν θα ανακύψει, λόγω της άρνησης του ενός μέρους να συμπράξει στη μεταγενέστερη συμφωνία, θεραπεύεται δια της (μη ρητώς αποκλειόμενης από κάποια διάταξη νόμου) ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 371 εδ. β του ΑΚ. Από τη γενική δε αυτή αρχή, δεν αποκλείνουν οι διατάξεις, που ρυθμίζουν τη σύμβαση μεσιτείας, αλλ` αντιθέτως συμπορεύονται με αυτήν, όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 705 ΑΚ, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 703 του ίδιου Κώδικα. Α.Κ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της μεσιτείας είναι η συμφωνία για την αμοιβή, αν η μεσολάβηση ή η υπόδειξη κατά τις συνηθισμένες περιστάσεις γίνεται μόνο με αμοιβή ή αν ανατέθηκε σε επαγγελματία μεσίτη. Αν δεν ορίστηκε το ποσό της αμοιβής, οφείλεται η αμοιβή που ισχύει κατά τη διατίμηση, και αν δεν υπάρχει διατίμηση, η αμοιβή που συνηθίζεται στον τόπο.
Β) Από τη διάταξη του άρθρου 211 ΑΚ κατά την οποία, δήλωση βουλήσεως από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Το αποτέλεσμα δε τούτο επέρχεται, είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις. Στην περίπτωση αυτή, υποκείμενο της δημιουργουμένης έννομης σχέσης από την ενέργεια του αμέσου αντιπροσώπου είναι ο αντιπροσωπευόμενος, ο οποίος και μόνον δεσμεύεται από τις επιχειρούμενες στο όνομά του πράξεις υπό του πρώτου. Αντιθέτως επί εμμέσου αντιπροσωπείας υποκείμενο της έννομης σχέσης που δημιουργείται από την ενέργεια του εμμέσου αντιπροσώπου είναι αυτός ο ίδιος (ο αντιπρόσωπος) και όχι ο αντιπροσωπευόμενος, ο οποίος (αντιπρόσωπος) με βάση και μόνο την εσωτερική σχέση που τον συνδέει με τον κύριο των υποθέσεων υποχρεώνεται να μεταφέρει τα επελθόντα στο πρόσωπο του αποτελέσματα με χωριστές μεταβιβαστικές πράξεις στον εμμέσως υπ` αυτού αντιπροσωπευόμενο. Η έμμεσος δηλαδή αντιπροσωπεία αποτελεί αντιπροσώπευση συμφερόντων, ενέργεια δηλαδή άλλου και όχι αντιπροσωπεία του άρθρου 211 ΑΚ.
Συνεπώς στην περίπτωση εμμέσου αντιπροσωπείας παθητικώς νομιμοποιούμενος διάδικος είναι ο έμμεσος αντιπρόσωπος και όχι ο αντιπροσωπευόμενος, καθ` όσον η επίδραση των κατά τα άνω επιχειρουμένων υπ` αυτού πράξεων στην έννομη σφαίρα του κυρίου των υποθέσεων (αντιπροσωπευομένου) είναι έμμεση και όχι άμεση. Περαιτέρω από το συνδυασμό της πιο πάνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 224 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, μολονότι δεν υπάρχει πληρεξουσιότητα, εν τούτοις κρίνεται άξια προστασίας η εμπιστοσύνη του τρίτου στην ύπαρξη της.
Με βάση τις ανωτέρω διατάξεις και την αρχή της εμπιστοσύνης, διαπλάστηκε η έννοια της "φαινόμενης πληρεξουσιότητας". Πρόκειται για την περίπτωση που ο αντιπροσωπευόμενος, δεν παρέσχε μεν πληρεξουσιότητα ή την είχε παράσχει μεν κατά το παρελθόν, στη συνέχεια όμως την ανακάλεσε και ούτε ανέχθηκε, ούτε γνώριζε τη συμπεριφορά του φερόμενου "αντιπροσώπου" του, όμως θα μπορούσε να την γνωρίζει και να την είχε εμποδίσει, αν επιδείκνυε την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, ενώ από την άλλη πλευρά, ο συναλλαχθείς τρίτος δικαιούται, με βάση την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, να πιστέψει ευλόγως, ότι στον εμφανιζόμενο ως αντιπρόσωπο, έχει παρασχεθεί πληρεξουσιότητα. Προς τούτο όμως απαιτείται, διαρκής ή επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά του φερομένου "αντιπροσώπου" και καλή πίστη στο πρόσωπο του συναλλαγέντος τρίτου. Ο τελευταίος δε δεν προστατεύεται, αν γνώριζε την έλλειψη της πληρεξουσιότητας ή την αγνοούσε συνεπεία αμελείας. Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, καταλογίζεται στον "αντιπροσωπευόμενο", ότι με τη συμπεριφορά του δημιούργησε στους τρίτους, την εύλογη πεποίθηση για την ύπαρξη πληρεξουσιότητας και αν πρόκειται για σύμβαση, αυτή θεωρείται καταρτισθείσα, μέσω του "κατά φαινόμενο πληρεξουσίου", ο συναλλαχθείς δε τρίτος, έχει στην περίπτωση αυτή κατά του αντιπροσωπευόμενου, τις αξιώσεις που πηγάζουν από τέτοια σύμβαση. Δηλαδή και στην περίπτωση αυτή, ευθύνεται από τη σύμβαση μόνο ο αντιπροσωπευόμενος.
Γ) Σύμφωνα με την ΑΚ 480, "αν περισσότεροι οφείλουν διαιρετή παροχή ή αν περισσότεροι έχουν δικαίωμα σε διαιρετή παροχή, σε περίπτωση αμφιβολίας κάθε οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλει και κάθε δανειστής έχει δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος". Η διάταξη περιέχει δύο ερμηνευτικούς κανόνες: Με τον πρώτο αν αντικείμενο της ενοχής με περισσότερα υποκείμενα είναι διαιρετή παροχή, σε περίπτωση αμφιβολίας η ενοχή είναι διαιρεμένη. Το ζήτημα, του είδους της ενοχής που υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται από τον γενεσιουργό λόγο της, δηλαδή είτε με βάση τη δικαιοπραξία που τη δημιούργησε (π.χ. σύμβαση), είτε τον νόμο που την προβλέπει. Όταν, ούτε από τη δικαιοπραξία (από τη βούληση των μερών), ούτε από τον νόμο προκύπτει σαφώς κάτι το διαφορετικό, δηλαδή ότι η ενοχή είναι εις ολόκληρον, εφαρμόζεται η ΑΚ 480 και η ενοχή είναι διαιρεμένη. Κατά τον δεύτερο ερμηνευτικό κανόνα όταν υπάρχει διαιρεμένη ενοχή, σε περίπτωση αμφιβολίας όλοι οι δανειστές δικαιούνται και όλοι οι οφειλέτες οφείλουν ίσα τμήματα από την παροχή. Η σύμμετρη, λοιπόν, διαίρεση της παροχής προϋποθέτει ότι δεν προκύπτει κάτι άλλο από το γενεσιουργό λόγο της διαιρεμένης παροχής. Εξάλλου η παθητική ενοχή εις ολόκληρον (Α.Κ 481, 482 ) δημιουργείται είτε με σαφή δήλωση των συμβαλλομένων, είτε από το νόμο. Μπορεί λοιπόν, ιδρυτικός λόγος παθητικής ενοχής εις ολόκληρον να είναι, είτε μονομερής δικαιοπραξία, είτε σύμβαση ανάμεσα στον δανειστή και στους περισσότερους οφειλέτες.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να προκύπτει σαφώς, έστω και σιωπηρά, από τη δικαιοπραξία η βούληση των δικαιοπρακτούντων για δημιουργία παθητικής ενοχής εις ολόκληρον. Εφόσον αυτό δεν συνάγεται με σαφήνεια, εφαρμόζεται ο ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 480 ΑΚ, και υπάρχει διαιρεμένη ενοχή, και Δ) Οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, διαπιστώνει ότι υφίσταται κενό στη σύμβαση ή ότι γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως. Παραβιάζονται δε οι κανόνες αυτοί όταν το δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση έστω και έμμεσα, της υπάρξεως κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δηλώσεως βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σ` αυτούς, για την (ερμηνευτική) αποσαφήνιση του νοηματικού περιεχομένου της δικαιοπρακτικής δηλώσεως βουλήσεως ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, με την έννοια ότι το πόρισμα, στο οποίο κατέληξε μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (Ολ.ΑΠ 26/2004). Οι διατάξεις των ως άνω άρθρων αποσκοπούν στην ερμηνεία της δήλωσης βούλησης και κάθε μια από αυτές συμπληρώνει την άλλη. Η πρώτη εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση του δηλούντος, η δε δεύτερη εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένες, στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, τον δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων καθώς και τη φύση της σύμβασης.Ετσι, κάθε δήλωση βούλησης, θα πρέπει να ληφθεί με την έννοια που απαιτεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η συναλλακτική ευθύτητα και κατά τους κανόνες της οποίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βούλησης και από τον τρίτο. Ωστόσο, το δικαστήριο, όταν ερμηνεύει, κατά τις αρχές της καλής πίστης, λαμβάνοντας υπόψη του και τα συναλλακτικά ήθη, τη δήλωση βούλησης, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και εξειδικεύσει τις αρχές αυτές ή τα συναλλακτικά ήθη και δεν δεσμεύεται στην κρίση του από τους ισχυρισμούς των διαδίκων, όταν είναι απλά επιχειρήματα, χωρίς να οδηγούν υποχρεωτικά στην παραδοχή της προβαλλόμενης ερμηνευτικής άποψης.
3. Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία".
Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης.
Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του Δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως απ` αυτήν προκύπτει, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρει, δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του, ως αποδειχθέντα τα εξής: Ο ενάγων, από το έτος 2000, δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στην Αλβανία στον χώρο των πετρελαίων αλλά και των κατασκευών με την αγορά και αποπεράτωση πενταόροφου κτιρίου πολυτελούς κατασκευής στα Τίρανα. Τον Ιούνιο του 2004, επειδή η Κυβέρνηση της Αλβανίας ψήφισε νόμο με τον οποίο επιτρεπόταν η λειτουργία ιδιωτικών καζίνο στην Αλβανία, οι επιχειρηματικοί συνεργάτες του στην Αλβανία, B. S. και Β. Α., κύριος μέτοχος και Γενικός Διευθυντής της εταιρίας ....... , η οποία διέθετε πολυτελές κτίριο στο πάρκο Ρινία των Τιράνων, κατάλληλο για λειτουργία καζίνο, του ζήτησαν να εξεύρει στρατηγικό επενδυτή στην Ελλάδα, διότι γνώριζαν τις στενές φιλικές σχέσεις που διατηρούσε ο ενάγων με την οικογένεια Λ. που δράστηριοποιείτο στον χώρο των καζίνο και ειδικά με τον 1° εναγόμενο, προκειμένου να συσταθεί ένα μικτό Ελληνοαλβανικό επιχειρηματικό σχήμα, το οποίο θα συμμετείχε στο διαγωνισμό που θα προκήρυσσε ο Αλβανικό Δημόσιο για τη χορήγηση μιας άδειας λειτουργίας και εκμετάλλευσης καζίνο στην περιοχή των Τιράνων. Πράγματι τον Ιούλιο του 2004 ο ενάγων ήλθε σε επαφή με τον πρώτο εναγόμενο, προσωπικό του φίλο και μέτοχο στην 3η εναγόμενη του υπέδειξε την ανωτέρω ευκαιρία επιχειρηματικής δραστηριοποιήσεώς του σε επιχείρηση καζίνο στην Αλβανία και του παρουσίασε τους βασικούς όρους συνεργασίας των δύο επιχειρηματικών μερών και τον τρόπο συμμετοχής κάθε πλευράς στην επένδυση στην περίπτωση που το προτεινόμενο από τον ενάγοντα επιχειρηματικό σχήμα ανακηρυσσόταν ανάδοχος στον πιο πάνω διαγωνισμό. Σύμφωνα με αυτό, σε περίπτωση που το προτεινόμενο από τον ενάγοντα επιχειρηματικό σχήμα επιλεγόταν ως ανάδοχος στο διαγωνισμό για τη χορήγηση της άδειας καζίνο, οι μεν επενδυτές της Αλβανικής πλευράς θα αναλάμβαναν την υποχρέωση να διαθέσουν το πιο πάνω κτίριο ιδιοκτησίας της εταιρείας ............... , προκειμένου να λειτουργήσει σε αυτό το καζίνο καθώς και να διασφαλίσουν τις απαραίτητες χρήσεις του ακινήτου για τη διατήρηση της άδειας αυτής, οι δε επενδυτές της Ελληνικής πλευράς (1ος, 2η και 3η των εναγομένων) θα κάλυπταν το κόστος της άδειας, της διαμόρφωσης του χώρου του καζίνο και της προμήθειας του απαραίτητου εξοπλισμού (συνολικό κόστος περίπου 16.000.000 ευρώ). Το αντάλλαγμα της Ελληνικής πλευράς για την πιο πάνω συνεισφορά θα συνίστατο, με βάση το σχέδιο του ενάγοντος, στο 51% των μετοχών της εταιρείας που θα συμμετείχε στο διαγωνισμό και θα επιλεγόταν ως ανάδοχος καθώς και στη διαχείριση (management) και την καθημερινή διαχείριση του εν λόγω επιχειρηματικού σχήματος, το δε υπόλοιπο 49% θα ελάμβαναν οι εταιρείες της Αλβανικής πλευράς ................. (22% και 15% αντίστοιχα), συμφερόντων, B. S. καθώς και η εταιρεία ...... , συμφερόντων του ενάγοντος, με ποσοστό 12%. Οι παραπάνω όροι αποτέλεσαν το περιεχόμενο του από 5/7/2004 μνημονίου συνεργασίας Νο.1, το οποίο ο ενάγων απέστειλε στον 1° εναγόμενο προσωπικά. Στο ίδιο έγγραφο περιελήφθη όρος (αριθ. 4 στοιχ. β`), κατά τον οποίο ο "Επενδυτής" ήτοι ο 1ος εναγόμενος ως εκπρόσωπος του Ομίλου των εταιρειών Λ. και της 3ης εναγόμενης, που, όπως ήδη ελέχθη, δραστηριοποιούνται στον χώρο της επιχείρησης των καζίνο, μετά την εξασφάλιση της οριστικής άδειας από τους επιχειρηματίες της Αλβανικής πλευράς, ανελάμβανε την υποχρέωση να καταθέσει σε λογαριασμό που θα υποδείξει ο Ε. Δ. το ποσό του ενός εκατομμυρίου δολαρίων ΗΠΑ. Σε απάντηση του αποσταλέντος από τον ενάγοντα ανωτέρω μνημονίου συνεργασίας, ο 1ος εναγόμενος έστειλε στον ενάγοντα την από 7/7/2004 απαντητική επιστολή, στην οποία αναγράφονται τα εξής: α) Οτι από 15 χρόνια ήδη, ο ίδιος δεν ενεργεί για ατομικό του λογαριασμό σε καμία υπόθεση επιχειρηματική, β) Ότι σε αυτή τη φάση το μόνο που μπορεί να δεχτεί είναι μία αναγνωριστική επίσκεψη στα Τίρανα με συνοδεία δύο ατόμων της ........ , γ) Οτι αν υπάρξει κατοπινό σοβαρό ενδιαφέρον από μεριά της ..... τότε θα προβούν σε συμφωνία, δ) Οτι καμία πληρωμή χωρίς τιμολόγια δεν θα είναι εφικτή και ότι πληρωμή προμήθειας ή αμοιβής θα είναι αποδεκτή μόνο αφού λειτουργήσει επιτυχώς η νέα επιχείρηση και όχι με τη λήψη κάποιου χαρτιού άδειας. Στη συνέχεια ο ενάγων απέστειλε στον 1° εναγόμενο αυθημερόν (7/7/2004) επιστολή, στην οποία αναφέρει: α) Ότι συμφωνεί με τις παρατηρήσεις που ο 1ος εναγόμενος έχει κάνει, β) Ότι επειδή ο ίδιος (ο ενάγων) είχε μια πιο σαφή αντίληψη των πραγμάτων, ήταν σίγουρος ότι μετά την επίσκεψη στην Αλβανία, και η εκτίμηση του 1ου εναγόμενου για τις πιθανότητες επιτυχίας της επένδυσης θα ήταν διαφορετική. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το πιο πάνω διερευνητικό ταξίδι στα Τίρανα του 1ου εναγόμενου, ο οποίος συνοδευόταν από τον Πρόεδρο ... Δ/ντα Σύμβουλο της 3ης εναγομένη Γ. Γ. και τον νόμιμο εκπρόσωπο με απόφαση του Δ.Σ. αυτής Ν. Δ., έλαβε χώρα στις 14/7/2004. Κατά το ταξίδι αυτό, οι ανωτέρω εκπρόσωποι των επενδυτών της Ελληνικής πλευράς, είδαν πρώτα τον χώρο και τις εγκαταστάσεις του κτιρίου τις οποίες έκριναν κατάλληλες για την λειτουργία του καζίνο, με την μεσολάβηση του ενάγοντος και με την διαρκή παρουσία του ενάγοντος, επακολούθησαν απευθείας επαφές και διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελληνικής πλευράς εκπροσωπούμενης από τον 1° εναγόμενο, αφενός και των επιχειρηματιών της Αλβανικής πλευράς αφετέρου, οι οποίες κατέληξαν σε οριστική συμφωνία με το επενδυτικό σχήμα που είχε προτείνει ο ενάγων ήτοι οι επενδυτές της Ελληνικής πλευράς πήραν 51% και οι επενδυτές της Αλβανικής πλευράς το 49%, και έτσι υπεγράφη το από 5-10-2004, (όπως η ημερομηνία αυτή, διορθώθηκε από την εσφαλμένη 5-1-2004, με την 3895/2012 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου) μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ των Ελλήνων επενδυτών ήτοι της 4ης εναγόμενης, στην οποία μετείχαν η 2η και 3η των εναγομένων και των Αλβανών επιχειρηματιών. Στην συνέχεια στις 18/11/2004 συστήθηκε η εταιρεία ".........." που θα συμμετείχε στο διαγωνισμό, στην οποία μετείχε κατά 51% η 4η εναγόμενη εταιρεία ".................................." και κατά 49% οι Αλβανικές εταιρείες ............. και η εταιρεία συμφερόντων του ενάγοντος ....... με ποσοστά 22%, 15% και 12% αντίστοιχα. Τελικά με την επιμέλεια και τον συντονισμό των διαδικασιών στην Αλβανία από τον ενάγοντα και αφού ολοκληρώθηκε η διαδικασία του ως άνω διεθνούς διαγωνισμού ανακηρύχθηκε ανάδοχος η ανώτερω συσταθείσα στις 18/11/2004 εταιρεία, στην οποία χορηγήθηκε η υπ` αρίθμ. 01/29.06.2005 άδεια λειτουργίας και αφού διαμορφώθηκαν οι χώροι του κτιρίου, η επιχείρηση καζίνο άρχισε να λειτουργεί την 01.12.2005. Στις 16/1/2006 αφού είχαν περάσει 45 ημέρες επιτυχούς λειτουργίας του καζίνο, προϋπόθεση που είχε θέσει ο 1ος εναγόμενος με την από 7/7/04 επιστολή του, ως προς την καταβολή της αμοιβής του ενάγοντος, ο ενάγων απέστειλε επιστολή στον 1° εναγόμενο με την οποία του ζήτησε να καθορίσει τον τρόπο και τον χρόνο καταβολής της συμφωνημένης αμοιβής του, πλην όμως ο 10ς εναγόμενος με την από 26/1/2006 επιστολή του, αρνήθηκε την καταβολή της αμοιβής του ενάγοντος ισχυριζόμενος ότι δεν υπήρχε συμφωνία καταβολής αμοιβής. Από το σύνολο όμως του αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα από την διατύπωση και το περιεχόμενο της από 7/7/2004 επιστολής του 1ου εναγόμενου προς τον ενάγοντα, ερμηνευομένης αυτής, όπου υπάρχει ασάφεια ως προς την ύπαρξη συμφωνίας για αμοιβή του ενάγοντος και το ύψος αυτής κατ` εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173, 200 και 288 Α.Κ., ως απαιτεί η καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, αποδείχθηκε ότι ο 1ος εναγόμενος ο οποίος ενεργούσε ατομικά αλλά και κατά δήλωσή του ως εκπρόσωπος των λοιπών συνεναγομένων του εταιρειών, καθόσον ρητά αναφέρει στην επιστολή του ότι "από 15 χρόνια δεν ενεργώ για ατομικό μου λογαριασμό σε καμία υπόθεση επιχειρηματική", αλλά και με την συμπεριφορά του καθ` όλη την διάρκεια των διαπραγματεύσεων, δημιούργησε ευλόγως την πεποίθηση στον ενάγοντα ότι ενεργεί και ως εκπρόσωπος των λοιπών εταιρειών, συμφώνησε στην καταβολή αμοιβής στον ενάγοντα για την ανωτέρω υπόδειξη ευκαιρίας και για την μεσολάβησή του στην ευόδωση της επιχειρηματικής επενδύσεως για την λειτουργία του καζίνο στα Τίρανα, υπό την αίρεση της επιτυχούς λειτουργίας αυτού και όχι με την λήψη της αδείας λειτουργίας (όπως είχε προτείνει ο ενάγων). Το Δικαστήριο άγεται στην κρίση αυτή από τις σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη στα πρακτικά καθώς και στις υπ` αριθ. 8374/2007 και 3772/2007 ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίοι ήταν παρόντες στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών επιχειρηματιών και οι οποίοι ρητά καταθέτουν για την ύπαρξη συμφωνίας του ενάγοντος και του 1ου εναγόμενου που εκπροσωπούσε τις λοιπές εταιρείες, περί αμοιβής του ενάγοντος για την ανωτέρω διαμεσολάβηση του και ότι οι εναγόμενοι επιβεβαίωσαν την συμφωνία αυτή και το ύψος της συμφωνηθείσας αμοιβής. Οι ανωτέρω καταθέσεις δεν αναιρούνται, αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνονται από την κατάθεση του επ` ακροατηρίω εξετασθέντος μάρτυρα ανταπόδειξης ο οποίος καταθέτει ότι: "... ο κ. Δ. ήταν ο μοχλός που πήγαμε στην Αλβανία ... χωρίς εκείνον δεν ξέραμε ότι οι Αλβανοί είχαν προκηρύξει διαδικασία να χορηγήσουν άδεια καζίνου .." και περαιτέρω καταθέτει: "...στην Αλβανία έγινε συζήτηση, μετά από αίτημα του κ. Δ. ο οποίος ... παρουσία μου (ρώτησε) τον κ. Λ. τι θα γίνει με το εκατομμύριο μου; ... Η απάντηση του κ. Λ. ήταν η ίδια ... Άσε να λειτουργήσουμε και μετά θα δούμε ...". Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι δεν είχε συμφωνηθεί αμοιβή του ενάγοντος για την ανωτέρω διαμεσολάβησή του και ότι ο ίδιος ενήργησε για την ευόδωση του προταθέντος επενδυτικού σχήματος αποκλειστικά και μόνο διότι είχε προσωπικό επιχειρηματικό όφελος λόγω της συμμετοχής κατά ποσοστό 12% της εταιρείας ...... δικών του συμφερόντων στο επενδυτικό σχήμα, δεν αποδείχθηκε αναιρούμενος από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προσηκόντως συνεκτιμώμενου και επομένως είναι απορριπτέος. Εξάλλου το ποσοστό 12% της συμμετοχής του ενάγοντος στην επένδυση με την εταιρεία ..... συμπεριλαμβάνεται στο 49% της Αλβανικής πλευράς και όπως αποδείχθηκε αφορούσε εσωτερική ρύθμιση οικονομικών διαφορών του ενάγοντος με την Αλβανική πλευρά και ουδεμία σχέση είχε με την συμφωνηθείσα με την Ελληνική πλευρά αμοιβή του λόγω της υπόδειξης της ευκαιρίας και την διαμεσολάβηση του στην ευόδωση της επενδύσεως. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι δεν συνομολογήθηκε αμοιβή του ενάγοντος για την ανωτέρω υπόδειξη και διαμεσολάβηση του ενάγοντος και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ` ουσίαν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα παραπονείται ο ενάγων με τους σχετικούς λόγους εφέσεώς του οι οποίοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι κατ` ουσίαν". Στη συνέχεια το Εφετείο δέχτηκε ότι η συμφωνημένη αμοιβή του ενάγοντα ήταν το ποσό του 1.000.0000 δολαρίων ΗΠΑ. Ακολούθως, αφού δέχτηκε, ως εν μέρει κατ` ουσίαν βάσιμη την επικουρικώς προβληθείσα ένσταση των εναγομένων για το ότι η αμοιβή του ενάγοντα ήταν δυσανάλογα μεγάλη, μείωσε αυτήν στο ποσό των 450.000 δολλαρίων ΗΠΑ και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν καθένας εις ολόκληρο το ισόποσο της αμοιβής αυτής, κατά την ημέρα της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο, παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αλλά και εκ πλαγίου στερώντας την απόφασή του της νόμιμης βάσης. Τούτο διότι, αφενός τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ως αποδειχθέντα, δεν στηρίζουν τη διαγνωσθείσα έννομη συνέπεια, αφετέρου, με ασαφείς, αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες κατέστησε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθότητα εφαρμογής των, ως άνω, διατάξεων. Ειδικότερα: 1) δέχεται μεταξύ των εναγομένων υφίσταται παθητική εις ολόκληρο ενοχή και τους υποχρεώνει εις ολόκληρο μετ` αυτού να πληρώσουν τη συμφωνηθείσα μεσιτική αμοιβή, αν και από τις διατάξεις, που ρυθμίζουν τη συνδέουσα τους διαδίκους έννομη σχέση (σύμβαση μεσιτείας) δεν καθιερώνεται, σε περίπτωση περισσοτέρων αντισυμβαλλομένων του μεσίτη, παθητική σε ολόκληρο ενοχή. Ούτε άλλωστε, δέχεται ότι, η σχέση αυτή ήταν αποτέλεσμα, είτε αναμφίβολης δήλωσης όλων των εναγομένων (μονομερής δικαιοπραξία), είτε συμφωνίας όλων των εμπλεκομένων προσώπων (σύμβαση). 2) δέχεται ότι ο πρώτος εναγόμενος ενεργούσε ατομικώς και ως εκπρόσωπος των λοιπών εναγομένων και κατέληξε ότι ευθύνεται και αυτός, μετά των λοιπών για την καταβολή της αμοιβής. Οι επί μέρους, όμως αυτές παραδοχές, με τις οποίες φέρεται να ενέχεται ο α` εναγόμενος υπό διττή ιδιότητα ( του ενεργούντος αποκλειστικά για τον εαυτό του και ως αντιπρόσωπος των λοιπών), είναι αντιφατικές, αφού η μια αποκλείει την άλλη. Τούτο διότι, στην πρώτη περίπτωση ευθύνεται αυτός και μόνο, ενώ στη δεύτερη, που φέρεται να ενήργησε ως αντιπρόσωπος ευθύνονται οι λοιποί, ως υποκείμενα της δημιουργηθείσης, με τις ενέργειες αυτού, έννομης σχέσης, αποκλειομένης της μετ` αυτών ευθύνης του, 3) δέχεται ότι ο πρώτος εναγόμενος ενεργούσε "υπό φαινομένη πληρεξουσιότητα", εκπροσωπώντας τους λοιπούς ομοδίκους τους, κατά την κατάρτιση της σύμβασης μεσιτείας, υποχρεώνοντας τους τελευταίους στην καταβολή της μεσιτικής αμοιβής, χωρίς όμως να δέχεται ότι οι φερόμενοι ως αντιπροσωπευόμενοι, γνώριζαν ή έστω ότι ήταν δυνατόν να γνωρίζουν τις ενέργειές του αυτές και δεν τις εμπόδισαν, κατά παράβαση της επιβαλλομένης στις συναλλαγές επιμέλειας (προϋπόθεση απαραίτητη για ενέχονται από τη σύμβαση μεσιτείας), και 4) για το ύψος της συμφωνημένης αμοιβής, δέχτηκε ασάφεια των σχετικών δηλώσεων των βουλήσεων των συμβαλλομένων και προς αποσαφήνιση αυτών, προέβη στον προσδιορισμό της, κατ` εφαρμογή, όπως αναφέρει, των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, και κατέληξε ότι η συμφωνημένη αμοιβή ήταν 1.000.000 δολάρια ΗΠΑ. Παρά όμως, την εφαρμογή των κανόνων αυτών, οι αιτιολογίες είναι ανεπαρκείς, καθόσον, για το σχηματισμό της κρίσης του αυτής, δεν παραθέτει πραγματικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν: α) αν για τη συγκεκριμένη υπόδειξη ευκαιρίας εκ μέρους του αναιρεσίβλητου, κατά τις συνηθισμένες περιστάσεις οφείλεται αμοιβή ή αν ο αναιρεσίβλητος είναι επαγγελματίας μεσίτης και β) τα συμφέροντα των μερών, ο δικαιοπρακτικός σκοπός, οι συνήθειες και οι λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί

αν το πόρισμα που κατέληξε για το συγκεκριμένο ζήτημα, είναι ή όχι σύμφωνο με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Κατά συνέπεια, οι υπό στοιχεία 1ος, 2ος, 3ος, 4ος και 5ος λόγοι της κρινόμενης αίτησης, όσον αφορά τις πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. Ενόψει όλων αυτών, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της κρινόμενης αίτησης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της. Στη συνέχεια η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, κατ` ορθή ερμηνευτική διατύπωση του άρθρου 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε και ίσχυε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση, από δικαστές, άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την απόφαση. Τέλος, πρέπει ο αναιρεσίβλητος, ως ηττώμενος διάδικος, να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ` αριθ. 4155/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, όπως αυτή διορθώθηκε με την 3895/2012 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, στο σύνολό της.

Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.

Επιβάλει στον αναιρεσίβλητο τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2013.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Απριλίου 2013.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Δημοφιλείς αναρτήσεις