της Ζαχαρούλας
Φ. Γκριέλα
Δικηγόρου
Παρ’Αρείω Πάγω
Στατιστικά
έχει βρεθεί ότι στην Ευρώπη 1 στις 5 γυναίκες έχει υποστεί βία κάποια στιγμή
στη ζωή της από το σύζυγο ή το σύντροφό της. Στη χώρα μας, σύμφωνα με το
τελευταίο Ευρωβαρόμετρο, το 34% των Ελλήνων γνωρίζει στον περίγυρο ή στη
γειτονιά κάποια γυναίκα που έχει πέσει θύμα ενδοοικογενειακής βίας. Το
συγκεκριμένο ποσοστό είναι αυξημένο σε σύγκριση με προηγούμενη μελέτη κατά 12%,
ενώ είναι το τρίτο υψηλότερο στην Ευρώπη.
Σύμφωνα πάλι
με στοιχεία που παρουσιάζονται στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Ισότητας
των Φύλων: μία στις τρεις γυναίκες κάποια στιγμή στη ζωή της θα αντιμετωπίσει
σωματική, ψυχολογική ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό της. Μία στις πέντε
γυναίκες θα πέσει θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού. Σύμφωνα επίσης με στοιχεία που έχουν συλλεχθεί από
γυναίκες θύματα στις συμβουλευτικές υπηρεσίες κατά το διάστημα 2002 – 2005, το
πρώτο περιστατικό βίας παρατηρείται συνήθως μετά το γάμο (56,06%) και οι
γυναίκες, παρά τη βίαιη συμπεριφορά του συζύγου τους (80%), εξακολουθούν να
μένουν μαζί τους (65,22%). Η συνηθέστερη μορφή βίας είναι η ψυχολογική και η
σωματική, ενώ λιγότερο συχνά αναφέρεται μόνο η ψυχολογική βία.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ
ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ
Ο όρος «βία
κατά των γυναικών» περιλαμβάνει κάθε πράξη βίας που στηρίζεται στο φύλο και
έχει ως αποτέλεσμα ή είναι δυνατό να έχει ως αποτέλεσμα, την σωματική,
σεξουαλική ή ψυχολογική βλάβη ή πόνο για τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των
απειλών τέτοιων πράξεων, τον εξαναγκασμό ή την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας
είτε αυτό προκύπτει στην δημόσια είτε στην ιδιωτική ζωή (αρ. 113 της 4ης
Παγκόσμιας Διάσκεψης Γυναικών της Πλατφόρμας Δράσης του Πεκίνο).
Όταν η
κακοποίηση συνίσταται στην άσκηση μόνο ψυχολογικής βία, μπορούμε να πούμε ότι αυτή περιλαμβάνει είναι
κάθε συμπεριφορά που προκαλεί φόβο, είτε αυτή απευθύνεται άμεσα στο θύμα ή σε
τρίτο πρόσωπο ή απειλή στο θύμα για βλάβη τρίτου προσώπου.
Είναι βέβαια
πιο εύκολο να διαγνωσθεί η σωματική βία ως άσκηση βίας, αλλά εξίσου σημαντικό
ρόλο παίζει και η λεκτική, ψυχολογική αλλά και η οικονομική βία (στέρηση
οικονομικών πόρων απαραίτητων για την αξιοπρεπή διαβίωση του θύματος). Είναι
πολύ σημαντικό δηλαδή να καταλάβουμε, ότι, όταν αναφερόμαστε στην κακοποίηση,
δεν περιοριζόμαστε μόνο στον ξυλοδαρμό, αλλά και στην εξύβριση και τη
γενικότερη απαξίωση της προσωπικότητας του θύματος (υποτιμητική κριτική,
κλονισμό αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης κ.ά.), που είναι πιο δύσκολο να
κατανοηθεί ακόμη και από το ίδιο το θύμα. Αδυνατεί δηλαδή ακόμη και αυτό, να
αντιληφθεί ότι μια τέτοια συμπεριφορά είναι αρρωστημένη και γίνεται με πρόθεση την καταπίεση και τη φθορά
του θύματος.
Οι ανωτέρω
συμπεριφορές ενισχύονται από τις σημερινές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες
και τούτο διότι: Η χειραφέτηση της γυναίκας, η ανεξαρτησία της έναντι του
άντρα, κυρίως οικονομικά, η αυξημένη ανεργία και η οικονομική δυσπραγία, δυναμιτίζουν τις
σχέσεις των δύο φύλων και τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας,
κλονίζουν τις ισορροπίες, δημιουργούν κλίμα ανασφάλειας και ανελευθερίας και
ευνοούν την καταπίεση και την άσκηση βίας. Γυναίκες που έχουν χαμηλή
αυτοεκτίμηση και ανασφάλεια είναι πιο επιρρεπείς στην αποδοχή τέτοιων
συμπεριφορών σε βάρος τους, τις οποίες δικαιολογούν πιστεύοντας ότι τα πράγματα
θ’αλλάξουν αν εκείνες γίνουν καλύτερες, ανεξάρτητα αν είναι μορφωμένες και
επιτυχημένες ή όχι, ενώ οι θύτες συχνά προέρχονται από οικογένειες όπου η βία
ήταν καθημερινό φαινόμενο ή έχουν κακοποιηθεί και οι ίδιοι όταν ήταν παιδιά,
συνήθως δε, είναι άνθρωποι με έντονα αισθήματα ανεπάρκειας και χαμηλής
αυτοεκτίμησης που ζηλεύουν παθολογικά και είναι επικριτικοί στις πράξεις των
άλλων. Στην πραγματικότητα, ασυνείδητα αισθάνονται μια πλευρά του εαυτού τους
αδύναμη, αυτό δεν γίνεται ανεκτό από του ίδιους και προβάλλοντας αυτή την πλευρά
στη γυναίκα, της επιτίθενται για να αισθάνονται οι ίδιοι πιο δυνατοί.
Αυτό που
πρέπει να γίνει κατανοητό είναι, ότι, οι γυναίκες που υφίστανται τέτοιες
συμπεριφορές, δεν πρέπει να κλείνονται στον εαυτό τους, αλλά να μιλούν γι’αυτό,
ώστε να μπορέσουν να βρουν βοήθεια είτε από τους φορείς και οργανισμούς που
υπάρχουν για τη στήριξη τέτοιων περιπτώσεων με ψυχολόγους και άλλους ειδικούς,
είτε από τις αρμόδιες Αρχές, αν χρειάζεται και νομική αντιμετώπιση του
ζητήματος.